[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΚΑΤΑΝΑΛΩΝΩ
I consume
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
καταναλώνω, καταναλίσκω καταναλώνουμε, καταναλώνομε καταναλώνομαι καταναλωνόμαστε
καταναλώνεις καταναλώνετε καταναλώνεσαι καταναλώνεστε, καταναλωνόσαστε
καταναλώνει καταναλώνουν(ε) καταναλώνεται καταναλώνονται
Imper
fect
κατανάλωνα καταναλώναμε καταναλωνόμουν(α) καταναλωνόμαστε, καταναλωνόμασταν
κατανάλωνες καταναλώνατε καταναλωνόσουν(α) καταναλωνόσαστε, καταναλωνόσασταν
κατανάλωνε κατανάλωναν, καταναλώναν(ε) καταναλωνόταν(ε) καταναλώνονταν, καταναλωνόντανε, καταναλωνόντουσαν
Aorist κατανάλωσα καταναλώσαμε καταναλώθηκα καταναλωθήκαμε
κατανάλωσες καταναλώσατε καταναλώθηκες καταναλωθήκατε
κατανάλωσε κατανάλωσαν, καταναλώσαν(ε) καταναλώθηκε καταναλώθηκαν, καταναλωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω καταναλώσει
έχω καταναλωμένο
έχουμε καταναλώσει
έχουμε καταναλωμένο
έχω καταναλωθεί
είμαι καταναλωμένος, -η
έχουμε καταναλωθεί
είμαστε καταναλωμένοι, -ες
έχεις καταναλώσει
έχεις καταναλωμένο
έχετε καταναλώσει
έχετε καταναλωμένο
έχεις καταναλωθεί
είσαι καταναλωμένος, -η
έχετε καταναλωθεί
είστε καταναλωμένοι, -ες
έχει καταναλώσει
έχει καταναλωμένο
έχουν καταναλώσει
έχουν καταναλωμένο
έχει καταναλωθεί
είναι καταναλωμένος, -η, -ο
έχουν καταναλωθεί
είναι καταναλωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα καταναλώσει
είχα καταναλωμένο
είχαμε καταναλώσει
είχαμε καταναλωμένο
είχα καταναλωθεί
ήμουν καταναλωμένος, -η
είχαμε καταναλωθεί
ήμαστε καταναλωμένοι, -ες
είχες καταναλώσει
είχες καταναλωμένο
είχατε καταναλώσει
είχατε καταναλωμένο
είχες καταναλωθεί
ήσουν καταναλωμένος, -η
είχατε καταναλωθεί
ήσαστε καταναλωμένοι, -ες
είχε καταναλώσει
είχε καταναλωμένο
είχαν καταναλώσει
είχαν καταναλωμένο
είχε καταναλωθεί
ήταν καταναλωμένος, -η, -ο
είχαν καταναλωθεί
ήταν καταναλωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα καταναλώνω θα καταναλώνουμε, θα καταναλώνομε θα καταναλώνομαι θα καταναλωνόμαστε
θα καταναλώνεις θα καταναλώνετε θα καταναλώνεσαι θα καταναλώνεστε, θα καταναλωνόσαστε
θα καταναλώνει θα καταναλώνουν(ε) θα καταναλώνεται θα καταναλώνονται
Simp
Fut
θα καταναλώσω θα καταναλώσουμε, θα καταναλώσομε θα καταναλωθώ θα καταναλωθούμε
θα καταναλώσεις θα καταναλώσετε θα καταναλωθείς θα καταναλωθείτε
θα καταναλώσει θα καταναλώσουν θα καταναλωθεί θα καταναλωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω καταναλώσει
θα έχω καταναλωμένο
θα έχουμε καταναλώσει
θα έχουμε καταναλωμένο
θα έχω καταναλωθεί
θα είμαι καταναλωμένος, -η
θα έχουμε καταναλωθεί
θα είμαστε καταναλωμένοι, -ες
θα έχεις καταναλώσει
θα έχεις καταναλωμένο
θα έχετε καταναλώσει
θα έχετε καταναλωμένο
θα έχεις καταναλωθεί
θα είσαι καταναλωμένος, -η
θα έχετε καταναλωθεί
θα είστε καταναλωμένοι, -ες
θα έχει καταναλώσει
θα έχει καταναλωμένο
θα έχουν καταναλώσει
θα έχουν καταναλωμένο
θα έχει καταναλωθεί
θα είναι καταναλωμένος, -η, -ο
θα έχουν καταναλωθεί
θα είναι καταναλωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να καταναλώνω να καταναλώνουμε, να καταναλώνομε να καταναλώνομαι να καταναλωνόμαστε
να καταναλώνεις να καταναλώνετε να καταναλώνεσαι να καταναλώνεστε, να καταναλωνόσαστε
να καταναλώνει να καταναλώνουν(ε) να καταναλώνεται να καταναλώνονται
Aorist να καταναλώσω να καταναλώσουμε, να καταναλώσομε να καταναλωθώ να καταναλωθούμε
να καταναλώσεις να καταναλώσετε να καταναλωθείς να καταναλωθείτε
να καταναλώσει να καταναλώσουν(ε) να καταναλωθεί να καταναλωθούν(ε)
Perf να έχω καταναλώσει
να έχω καταναλωμένο
να έχουμε καταναλώσει
να έχουμε καταναλωμένο
να έχω καταναλωθεί
να είμαι καταναλωμένος, -η
να έχουμε καταναλωθεί
να είμαστε καταναλωμένοι, -ες
να έχεις καταναλώσει
να έχεις καταναλωμένο
να έχετε καταναλώσει
να έχετε καταναλωμένο
να έχεις καταναλωθεί
να είσαι καταναλωμένος, -η
να έχετε καταναλωθεί
να είστε καταναλωμένοι, -ες
να έχει καταναλώσει
να έχει καταναλωμένο
να έχουν καταναλώσει
να έχουν καταναλωμένο
να έχει καταναλωθεί
να είναι καταναλωμένος, -η, -ο
να έχουν καταναλωθεί
να είναι καταναλωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres κατανάλωνε καταναλώνετε καταναλώνεστε
Aorist κατανάλωσε καταναλώστε, καταναλώσετε καταναλώσου καταναλωθείτε
Part
iciple
Pres καταναλώνοντας
Perf έχοντας καταναλώσει, έχοντας καταναλωμένο καταναλωμένος, -η, -ο καταναλωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist καταναλώσει καταναλωθεί