ΦΡΑΖΩ I enclose |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
φράζω | φράζουμε, φράζομε | φράζομαι | φραζόμαστε |
φράζεις | φράζετε | φράζεσαι | φράζεστε, φραζόσαστε | ||
φράζει | φράζουν(ε) | φράζεται | φράζονται | ||
Imper fect |
έφραζα | φράζαμε | φραζόμουν(α) | φραζόμαστε, φραζόμασταν | |
έφραζες | φράζατε | φραζόσουν(α) | φραζόσαστε, φραζόσασταν | ||
έφραζε | έφραζαν, φράζαν(ε) | φραζόταν(ε) | φράζονταν, φραζόντανε, φραζόντουσαν | ||
Aorist | έφραξα | φράξαμε | φράχτηκα | φραχτήκαμε | |
έφραξες | φράξατε | φράχτηκες | φραχτήκατε | ||
έφραξε | έφραξαν, φράξαν(ε) | φράχτηκε | φράχτηκαν, φραχτήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω φράξει έχω φραγμένο |
έχουμε φράξει έχουμε φραγμένο |
έχω φραχτεί είμαι φραγμένος, -η |
έχουμε φραχτεί είμαστε φραγμένοι, -ες |
|
έχεις φράξει έχεις φραγμένο |
έχετε φράξει έχετε φραγμένο |
έχεις φραχτεί είσαι φραγμένος, -η |
έχετε φραχτεί είστε φραγμένοι, -ες |
||
έχει φράξει έχει φραγμένο |
έχουν φράξει έχουν φραγμένο |
έχει φραχτεί είναι φραγμένος, -η, -ο |
έχουν φραχτεί είναι φραγμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα φράξει είχα φραγμένο |
είχαμε φράξει είχαμε φραγμένο |
είχα φραχτεί ήμουν φραγμένος, -η |
είχαμε φραχτεί ήμαστε φραγμένοι, -ες |
|
είχες φράξει είχες φραγμένο |
είχατε φράξει είχατε φραγμένο |
είχες φραχτεί ήσουν φραγμένος, -η |
είχατε φραχτεί ήσαστε φραγμένοι, -ες |
||
είχε φράξει είχε φραγμένο |
είχαν φράξει είχαν φραγμένο |
είχε φραχτεί ήταν φραγμένος, -η, -ο |
είχαν φραχτεί ήταν φραγμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα φράζω | θα φράζουμε, θα φράζομε | θα φράζομαι | θα φραζόμαστε | |
θα φράζεις | θα φράζετε | θα φράζεσαι | θα φράζεστε, θα φραζόσατε | ||
θα φράζει | θα φράζουν(ε) | θα φράζεται | θα φράζονται | ||
Simp Fut |
θα φράξω | θα φράξουμε, θα φράξομε | θα φραχτώ | θα φραχτούμε | |
θα φράξεις | θα φράξετε | θα φραχτείς | θα φραχτείτε | ||
θα φράξει | θα φράξουν(ε) | θα φραχτεί | θα φραχτούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω φράξει θα έχω φραγμένο |
θα έχουμε φράξει θα έχουμε φραγμένο |
θα έχω φραχτεί θα είμαι φραγμένος, -η |
θα έχουμε φραχτεί θα είμαστε φραγμένοι, -ες |
|
θα έχεις φράξει θα έχεις φραγμένο |
θα έχετε φράξει θα έχετε φραγμένο |
θα έχεις φραχτεί θα είσαι φραγμένος, -η |
θα έχετε φραχτεί θα είστε φραγμένοι, -ες |
||
θα έχει φράξει θα έχει φραγμένο |
θα έχουν φράξει θα έχουν φραγμένο |
θα έχει φραχτεί θα είναι φραγμένος, -η, -ο |
θα έχουν φραχτεί θα είναι φραγμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να φράζω | να φράζουμε, να φράζομε | να φράζομαι | να φραζόμαστε |
να φράζεις | να φράζετε | να φράζεσαι | να φράζεστε να φραζόσαστε |
||
να φράζει | να φράζουν(ε) | να φράζεται | να φράζονται | ||
Aorist | να φράξω | να φράξουμε, να φράξομε | να φραχτώ | να φραχτούμε | |
να φράξεις | να φράξετε | να φραχτείς | να φραχτείτε | ||
να φράξει | να φράξουν | να φραχτεί | να φραχτούν(ε) | ||
Perf | να έχω φράξει να έχω φραγμένο |
να έχουμε φραγμένο |
να έχω φραχτεί |
να έχουμε φραχτεί |
|
να έχεις φραγμένο |
να έχετε φράξει να έχετε φραγμένο |
να έχεις φραχτεί να είσαι φραγμένος, -η |
να έχετε φραχτεί να είστε φραγμένοι, -ες |
||
να έχει φράξει να έχει φραγμένο |
να έχουν φράξει να έχουν φραγμένο |
να έχει φραχτεί |
να έχουν φραχτεί |
||
Imper ative |
Pres | φράζε | φράζετε | φράζεστε | |
Aorist | φράξε | φράξτε, φράχτε | φράξου | φραχτείτε | |
Part iciple |
Pres | φράζοντας | |||
Perf | έχοντας φράξει, έχοντας φραγμένο | φραγμένος, -η, -ο | φραγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | φράξει | φραχτεί |