ΦΟΝΕΥΩ I kill |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
φονεύω |
φονεύουμε, φονεύομε |
φονεύομαι |
φονευόμαστε |
φονεύεις |
φονεύετε |
φονεύεσαι |
φονεύεστε, φονευόσαστε |
φονεύει |
φονεύουν(ε) |
φονεύεται |
φονεύονται |
Imper fect |
φόνευα |
φονεύαμε |
φονευόμουν(α) |
φονευόμαστε |
φόνευες |
φονεύατε |
φονευόσουν(α) |
φονευόσαστε |
φόνευε |
φόνευαν, φονεύαν(ε) |
φονευόταν(ε) |
φονεύονταν |
Aorist |
φόνευσα |
φονεύσαμε |
φονεύτηκα, φονεύθηκα |
φονευτήκαμε, φονευθήκαμε |
φόνευσες |
φονεύσατε |
φονεύτηκες, φονεύθηκες |
φονευτήκατε, φονευθήκατε |
φόνευσε |
φόνευσαν, φονεύσαν(ε) |
φονεύτηκε, φονεύθηκε |
φονεύτηκαν, φονευθήκαν(ε) |
Per fect |
έχω φονεύσει
έχω φονευμένο |
έχουμε φονεύσει
έχουμε φονευμένο |
έχω φονευτεί/φονευθεί
είμαι φονευμένος, -η |
έχουμε φονευτεί/φονευθεί
είμαστε φονευμένοι, -ες |
έχεις φονεύσει
έχεις φονευμένο |
έχετε φονεύσει
έχετε φονευμένο |
έχεις φονευτεί/φονευθεί
είσαι φονευμένος, -η |
έχετε φονευτεί/φονευθεί
είστε φονευμένοι, -ες |
έχει φονεύσει
έχει φονευμένο |
έχουν φονεύσει
έχουν φονευμένο |
έχει φονευτεί/φονευθεί
είναι φονευμένος, -η, -ο |
έχουν φονευτεί/φονευθεί
είναι φονευμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα φονεύσει
είχα φονευμένο |
είχαμε φονεύσει
είχαμε φονευμένο |
είχα φονευτεί/φονευθεί
ήμουν φονευμένος, -η |
είχαμε φονευτεί/φονευθεί
ήμαστε φονευμένοι, -ες |
είχες φονεύσει
είχες φονευμένο |
είχατε φονεύσει
είχατε φονευμένο |
είχες φονευτεί/φονευθεί
ήσουν φονευμένος, -η |
είχατε φονευτεί/φονευθεί
ήσαστε φονευμένοι, -ες |
είχε φονεύσει
είχε φονευμένο |
είχαν φονεύσει
είχαν φονευμένο |
είχε φονευτεί/φονευθεί
ήταν φονευμένος, -η, -ο |
είχαν φονευτεί/φονευθεί
ήταν φονευμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα φονεύω |
θα φονεύουμε, θα φονεύομε |
θα φονεύομαι |
θα φονευόμαστε |
θα φονεύεις |
θα φονεύετε |
θα φονεύεσαι |
θα φονεύεστε, θα φονευόσαστε |
θα φονεύει |
θα φονεύουν(ε) |
θα φονεύεται |
θα φονεύονται |
Simp Fut |
θα φονεύσω |
θα φονεύσουμε, θα φονεύσομε |
θα φονευτώ, θα φονευθώ |
θα φονευτούμε, θα φονευθούμε |
θα φονεύσεις |
θα φονεύσετε |
θα φονευτείς, θα φονευθείς |
θα φονευτείτε, θα φονευθείτε |
θα φονεύσει |
θα φονεύσουν(ε) |
θα φονευτεί, θα φονευθεί |
θα φονευτούν(ε), θα φονευθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω φονεύσει
θα έχω φονευμένο |
θα έχουμε φονεύσει
θα έχουμε φονευμένο |
θα έχω φονευτεί/φονευθεί
θα είμαι φονευμένος, -η |
θα έχουμε φονευτεί/φονευθεί
θα είμαστε φονευμένοι, -ες |
θα έχεις φονεύσει
θα έχεις φονευμένο |
θα έχετε φονεύσει
θα έχετε φονευμένο |
θα έχεις φονευτεί/φονευθεί
θα είσαι φονευμένος, -η |
θα έχετε φονευτεί/φονευθεί
θα είστε φονευμένοι, -ες |
θα έχει φονεύσει
θα έχει φονευμένο |
θα έχουν φονεύσει
θα έχουν φονευμένο |
θα έχει φονευτεί/φονευθεί
θα είναι φονευμένος, -η, -ο |
θα έχουν φονευτεί/φονευθεί
θα είναι φονευμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να φονεύω |
να φονεύουμε, να φονεύομε |
να φονεύομαι |
να φονευόμαστε |
να φονεύεις |
να φονεύετε |
να φονεύεσαι |
να φονεύεστε, να φονευόσαστε |
να φονεύει |
να φονεύουν(ε) |
να φονεύεται |
να φονεύονται |
Aorist |
να φονεύσω |
να φονεύσουμε, να φονεύσομε |
να φονευτώ, να φονευθώ |
να φονευτούμε, να φονευθούμε |
να φονεύσεις |
να φονεύσετε |
να φονευτείς, να φονευθείς |
να φονευτείτε, να φονευθείτε |
να φονεύσει |
να φονεύσουν(ε) |
να φονευτεί, να φονευθεί |
να φονευτούν(ε), να φονευθούν(ε) |
Perf |
να έχω φονεύσει
να έχω φονευμένο |
να έχουμε φονεύσει
να έχουμε φονευμένο |
να έχω φονευτεί/φονευθεί
να είμαι φονευμένος, -η |
να έχουμε φονευτεί/φονευθεί
να είμαστε φονευμένοι, -ες |
να έχεις φονεύσει
να έχεις φονευμένο |
να έχετε φονεύσει
να έχετε φονευμένο |
να έχεις φονευτεί/φονευθεί
να είσαι φονευμένος, -η |
να έχετε φονευτεί/φονευθεί
να είστε φονευμένοι, -ες |
να έχει φονεύσει
να έχει φονευμένο |
να έχουν φονεύσει
να έχουν φονευμένο |
να έχει φονευτεί/φονευθεί
να είναι φονευμένος, -η, -ο |
να έχουν φονευτεί/φονευθεί
να είναι φονευμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
φόνευε |
φονεύετε |
|
φονεύεστε |
Aorist |
φόνευσε |
φονεύστε, φονεύσετε |
φονεύσου |
φονευτείτε, φονευθείτε |
Part iciple |
Pres |
φονεύοντας |
φονευόμενος |
Perf |
έχοντας φονεύσει, έχοντας φονευμένο |
φονευμένος, -η, -ο |
φονευμένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
φονεύσει |
φονευτεί, φονευθεί |