[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΑΙ
I am permitted
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
επιτρέπω επιτρέπουμε, επιτρέπομε επιτρέπομαι επιτρεπόμαστε
επιτρέπεις επιτρέπετε επιτρέπεσαι επιτρέπεστε, επιτρεπόσαστε
επιτρέπει επιτρέπουν(ε) επιτρέπεται επιτρέπονται
Imper
fect
επέτρεπα επιτρέπαμε επιτρεπόμουν(α) επιτρεπόμαστε, επιτρεπόμασταν
επέτρεπες επιτρέπατε επιτρεπόσουν(α) επιτρεπόσαστε, επιτρεπόσασταν
επέτρεπε επέτρεπαν, επιτρέπαν(ε) επιτρεπόταν(ε) επιτρέπονταν, επιτρεπόντανε, επιτρεπόντουσαν
Aorist επέτρεψα επιτρέψαμε επιτράπηκα επιτραπήκαμε
επέτρεψες επιτρέψατε επιτράπηκες επιτραπήκατε
επέτρεψε επέτρεψαν, επιτρέψαν(ε) επιτράπηκεε επιτράπηκαν, επιτραπήκαν(ε)
Per
fect
έχω επιτρέψει έχουμε επιτρέψει έχω επιτραπεί έχουμε επιτραπεί
έχεις επιτρέψει έχετε επιτρέψει έχεις επιτραπεί έχετε επιτραπεί
έχει επιτρέψει έχουν επιτρέψει έχει επιτραπεί έχουν επιτραπεί
Plu
per
fect
είχα επιτρέψει είχαμε επιτρέψει είχα επιτραπεί είχαμε επιτραπεί
είχες επιτρέψει είχατε επιτρέψει είχες επιτραπεί είχατε επιτραπεί
είχε επιτρέψει είχαν επιτρέψει είχε επιτραπεί είχαν επιτραπεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα επιτρέπω θα επιτρέπουμε, θα επιτρέπομε θα επιτρέπομαι θα επιτρεπόμαστε
θα επιτρέπεις θα επιτρέπετε θα επιτρέπεσαι θα επιτρέπεστε, θα επιτρεπόσαστε
θα επιτρέπει θα επιτρέπουν(ε) θα επιτρέπεται θα επιτρέπονται
Simp
Fut
θα επιτρέψω θα επιτρέψουμε, θα επιτρέψομε θα επιτραπώ θα επιτραπούμε
θα επιτρέψεις θα επιτρέψετε θα επιτραπείς θα επιτραπείτε
θα επιτρέψει θα επιτρέψουν(ε) θα επιτραπεί θα επιτραπούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω επιτρέψει θα έχουμε επιτρέψει θα έχω επιτραπεί θα έχουμε επιτραπεί
θα έχεις επιτρέψει θα έχετε επιτρέψει θα έχεις επιτραπεί θα έχετε επιτραπεί
θα έχει επιτρέψει θα έχουν επιτρέψει θα έχει επιτραπεί θα έχουν επιτραπεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να επιτρέπω να επιτρέπουμε, να επιτρέπομε να επιτρέπομαι να επιτρεπόμαστε
να επιτρέπεις να επιτρέπετε να επιτρέπεσαι να επιτρέπεστε, να επιτρεπόσαστε
να επιτρέπει να επιτρέπουν(ε) να επιτρέπεται να επιτρέπονται
Aorist να επιτρέψω να επιτρέψουμε, να επιτρέψομε να επιτραπώ να επιτραπούμε
να επιτρέψεις να επιτρέψετε να επιτραπείς να επιτραπείτε
να επιτρέψει να επιτρέψουν(ε) να επιτραπεί να επιτραπούν(ε)
Perf να έχω επιτρέψει να έχουμε επιτρέψει να έχω επιτραπεί να έχουμε επιτραπεί
να έχεις επιτρέψει να έχετε επιτρέψει να έχεις επιτραπεί να έχετε επιτραπεί
να έχει επιτρέψει να έχουν επιτρέψει να έχει επιτραπεί να έχουν επιτραπεί
Imper
ative
Pres επίτρεπε επιτρέπετε επιτρέπεστε
Aorist επίτρεψε επιτρέψτε, επιτρέψετε επιτραπείτε
Part
iciple
Pres επιτρέποντας
Perf έχοντας επιτρέψει
Infin Aorist επιτρέψει επιτραπεί