ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΜΑΙ I visit |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
επισκέπτομαι | επισκεπτόμαστε |
επισκέπτεσαι | επισκέπτεστε, επισκεπτόσαστε | ||
επισκέπτεται | επισκέπτονται | ||
Imper fect |
επισκεπτόμουν(α) | επισκεπτόμαστε, επισκεπτόμασταν | |
επισκεπτόσουν(α) | επισκεπτόσαστε | ||
επισκεπτόταν(ε) | επισκέπτονταν | ||
Aorist | επισκέφτηκα, επισκέφθηκα | επισκεφτήκαμε, επισκεφθήκαμε | |
επισκέφτηκες, επισκέφθηκες | επισκεφτήκατε, επισκεφθήκατε | ||
επισκέφτηκε, επισκέφθηκε | επισκέφτηκαν, επισκεφτήκαν(ε), επισκέφθηκαν, επισκεφθήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω επισκεφτεί έχω επισκεφθεί |
έχουμε επισκεφτεί έχουμε επισκεφθεί |
|
έχεις επισκεφτεί έχεις επισκεφθεί |
έχετε επισκεφτεί έχετε επισκεφθεί |
||
έχει επισκεφτεί έχει επισκεφθεί |
έχουν επισκεφτεί έχουν επισκεφθεί |
||
Plu per fect |
είχα επισκεφτεί είχα επισκεφθεί |
είχαμε επισκεφτεί είχαμε επισκεφθεί |
|
είχες επισκεφτεί είχες επισκεφθεί |
είχατε επισκεφτεί είχατε επισκεφθεί |
||
είχε επισκεφτεί είχε επισκεφθεί |
είχαν επισκεφτεί είχαν επισκεφθεί |
||
Fut ure Cont inuous |
θα επισκέπτομαι | θα επισκεπτόμαστε | |
θα επισκέπτεσαι | θα επισκέπτεστε, θα επισκεπτόσαστε | ||
θα επισκέπτεται | θα επισκέπτονται | ||
Simp Fut |
θα επισκεφτώ, θα επισκεφθώ | θα επισκεφτούμε, θα επισκεφθούμε | |
θα επισκεφτείς, θα επισκεφθείς | θα επισκεφτείτε, θα επισκεφθείτε | ||
θα επισκεφτεί, θα επισκεφθεί | θα επισκεφτούν(ε), θα επισκεφθούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω επισκεφτεί θα έχω επισκεφθεί |
θα έχουμε επισκεφτεί θα έχουμε επισκεφθεί |
|
θα έχεις επισκεφτεί θα έχεις επισκεφθεί |
θα έχετε επισκεφτεί θα έχετε επισκεφθεί |
||
θα έχει επισκεφτεί θα έχει επισκεφθεί |
θα έχουν επισκεφτεί θα έχουν επισκεφθεί |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να επισκέπτομαι | να επισκεπτόμαστε |
να επισκέπτεσαι | να επισκέπτεστε, να επισκεπτόσαστε | ||
να επισκέπτεται | να επισκέπτονται | ||
Aorist | να επισκεφτώ, να επισκεφθώ | να επισκεφτούμε, να επισκεφθούμε | |
να επισκεφτείς, να επισκεφθείς | να επισκεφτείτε, να επισκεφθείτε | ||
να επισκεφτεί, να επισκεφθεί | να επισκεφτούν(ε), να επισκεφθούν(ε) | ||
Perf | να έχω επισκεφτεί να έχω επισκεφθεί |
να έχουμε επισκεφτεί να έχουμε επισκεφθεί |
|
να έχεις επισκεφτεί να έχεις επισκεφθεί |
να έχετε επισκεφτεί να έχετε επισκεφθεί |
||
να έχει επισκεφτεί να έχει επισκεφθεί |
να έχουν επισκεφτεί να έχουν επισκεφθεί |
||
Imper ative |
Pres | επισκέπτεστε | |
Aorist | επισκέψου | επισκεφτείτε, επισκεφθείτε | |
Part iciple |
Pres | ||
Perf | |||
Infin | Aorist | επισκεφτεί, επισκεπτεί |