[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next]
ΕΚΛΕΓΟ
I select
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εκλέγω εκλέγουμε, εκλέγομε εκλέγομαι εκλεγόμαστε
εκλέγεις εκλέγετε εκλέγεσαι εκλέγεστε, εκλεγόσαστε
εκλέγει εκλέγουν(ε) εκλέγεται εκλέγονται
Imper
fect
εξέλεγα εκλέγαμε εκλεγόμουν(α) εκλεγόμαστε, εκλεγόμασταν
εξέλεγες εκλέγατε εκλεγόσουν(α) εκλεγόσαστε, εκλεγόσασταν
εξέλεγε εξέλεγαν, εκλέγαν(ε) εκλεγόταν(ε) εκλέγονταν, εκλεγόντανε, εκλεγόντουσαν
Aorist εξέλεξα εκλέξαμε εκλέχτηκα,
εκλέχθηκα,
εξελέγην
εκλεχτήκαμε,
εκλεχθήκαμε,
εξελέγημεν
εξέλεξες εκλέξατε εκλέχτηκες,
εκλέχθηκες,
εξελέγης
εκλεχτήκατε,
εκλεχθήκατε,
εξελέγητε
εξέλεξε εξέλεξαν, εκλέξαν(ε) εκλέχτηκε,
εκλέχθηκε,
εξελέγη
εκλέχτηκαν,
εκλεχτήκαν(ε),
εκλέχθηκαν, εκλεχθήκαν(ε),
εξελέγησαν
Per
fect
έχω εκλέξει έχουμε εκλέξει έχω εκλεχτεί
έχω εκλεχθεί
έχω εκλεγεί
είμαι εκλεγμένος, -η
έχουμε εκλεχτεί
έχουμε εκλεχθεί
έχουμε εκλεγεί
είμαστε εκλεγμένοι, -ες
έχεις εκλέξει έχετε εκλέξει έχεις εκλεχτεί
έχεις εκλεχθεί
έχεις εκλεγεί
είσαι εκλεγμένος, -η
έχετε εκλεχτεί
έχετε εκλεχθεί
έχετε εκλεγεί
είστε εκλεγμένοι, -ες
έχει εκλέξει έχουν εκλέξει έχει εκλεχτεί
έχει εκλεχθεί
έχει εκλεγεί
είναι εκλεγμένος, -η, -ο
έχουν εκλεχτεί
έχουν εκλεχθεί
έχουν εκλεγεί
είναι εκλεγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα εκλέξει είχαμε εκλέξει είχα εκλεχτεί
είχα εκλεχθεί
είχα εκλεγεί
ήμουν εκλεγμένος, -η
είχαμε εκλεχτεί
είχαμε εκλεχθεί
είχαμε εκλεγεί
ήμαστε εκλεγμένοι, -ες
είχες εκλέξει είχατε εκλέξει είχες εκλεχτεί
είχες εκλεχθεί
είχες εκλεγεί
ήσουν εκλεγμένος, -η
είχατε εκλεχτεί
είχατε εκλεχθεί
είχατε εκλεγεί/εκλεχθεί
ήσαστε εκλεγμένοι, -ες
είχε εκλέξει είχαν εκλέξει είχε εκλεχτεί
είχε εκλεχθεί
είχε εκλεγεί
ήταν εκλεγμένος, -η, -ο
είχαν εκλεχτεί
είχαν εκλεχθεί
είχαν εκλεγεί
ήταν εκλεγμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα εκλέγω θα εκλέγουμε, θα εκλέγομε θα εκλέγομαι θα εκλεγόμαστε
θα εκλέγεις θα εκλέγετε θα εκλέγεσαι θα εκλέγεστε, θα εκλεγόσαστε
θα εκλέγει θα εκλέγουν(ε) θα εκλέγεται θα εκλέγονται
Simp
Fut
θα εκλέξω θα εκλέξουμε, θα εκλέξομε θα εκλεχτώ,
θα εκλεχθώ,
θα εκλεγώ
θα εκλεχτούμε,
θα εκλεχθούμε,
θα εκλεγούμε
θα εκλέξεις θα εκλέξετε θα εκλεχτείς,
θα εκλεχθείς,
θα εκλεγείς
θα εκλεχτείτε,
θα εκλεχθείτε,
θα εκλεγείτε
θα εκλέξει θα εκλέξουν(ε) θα εκλεχτεί,
θα εκλεχθεί,
θα εκλεγεί
θα εκλεχτούν(ε),
θα εκλεχθούν(ε),
θα εκλεγούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω εκλέξει θα έχουμε εκλέξει θα έχω εκλεχτεί
θα έχω εκλεχθεί
θα έχω εκλεγεί
θα είμαι εκλεγμένος, -η
θα έχουμε εκλεχτεί
θα έχουμε εκλεχθεί
θα έχουμε εκλεγεί
θα είμαστε εκλεγμένοι, -ες
θα έχεις εκλέξει θα έχετε εκλέξει θα έχεις εκλεχτεί
θα έχεις εκλεχθεί
θα έχεις εκλεγεί
θα είσαι εκλεγμένος, -η
θα έχετε εκλεχτεί
θα έχετε εκλεχθεί
θα έχετε εκλεγεί
θα είστε εκλεγμένοι, -ες
θα έχει εκλέξει θα έχουν εκλέξει θα έχει εκλεχτεί
θα έχει εκλεχθεί
θα έχει εκλεγεί
θα είναι εκλεγμένος, -η, -ο
θα έχουν εκλεχτεί
θα έχουν εκλεχθεί
θα έχουν εκλεγεί
θα είναι εκλεγμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να εκλέγω να εκλέγουμε, να εκλέγομε να εκλέγομαι να εκλεγόμαστε
να εκλέγεις να εκλέγετε να εκλέγεσαι να εκλέγεστε, να εκλεγόσαστε
να εκλέγει να εκλέγουν(ε) να εκλέγεται να εκλέγονται
Aorist να εκλέξω να εκλέξουμε, να εκλέξομε να εκλεχτώ,
να εκλεχθώ,
να εκλεγώ
να εκλεχτούμε,
να εκλεχθούμε,
να εκλεγούμε
να εκλέξεις να εκλέξετε να εκλεχτείς,
να εκλεχθείς,
να εκλεγείς
να εκλεχτείτε,
να εκλεχθείτε,
να εκλεγείτε
να εκλέξει να εκλέξουν(ε) να εκλεχτεί,
να εκλεχθεί,
να εκλεγεί
να εκλεχτούν(ε),
να εκλεχθούν(ε),
να εκλεγούν(ε)
Perf να έχω εκλέξει να έχουμε εκλέξει να έχω εκλεχτεί
να έχω εκλεχθεί
να έχω εκλεγεί
να είμαι εκλεγμένος, -η
να έχουμε εκλεχτεί
να έχουμε εκλεχθεί
να έχουμε εκλεγεί
να είμαστε εκλεγμένοι, -ες
να έχεις εκλέξει να έχετε εκλέξει να έχεις εκλεχτεί
να έχεις εκλεχθεί
να έχεις εκλεγεί
να είσαι εκλεγμένος, -η
να έχετε εκλεχτεί
να έχετε εκλεχθεί
να έχετε εκλεγεί
να είστε εκλεγμένοι, -ες
να έχει εκλέξει να έχουν εκλέξει να έχει εκλεχτεί
να έχει εκλεχθεί
να έχει εκλεγεί
να είναι εκλεγμένος, -η, -ο
να έχουν εκλεχτεί
να έχουν εκλεχθεί
να έχουν εκλεγεί
να είναι εκλεγμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres (έκλεγε) εκλέγετε εκλέγεστε
Aorist έκλεξε εκλέξτε, εκλέξετε (εκλέξου) εκλεχτείτε, εκλεχθείτε, εκλεγείτε
Part
iciple
Pres εκλέγοντας εκλεγόμενος
Perf έχοντας εκλέξει εκλεγμένος, -η, -ο εκλεγμένοι, -ες, -α
Infin Aorist εκλέξει εκλεχτεί, εκλεχθεί, εκλεγεί