[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΕΦΕΥΡΙΣΚΩ
I invent
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εφευρίσκω εφευρίσκουμε, εφευρίσκομε εφευρίσκομαι εφευρισκόμαστε
εφευρίσκεις εφευρίσκετε εφευρίσκεσαι εφευρίσκεστε, εφευρισκόσαστε
εφευρίσκει εφευρίσκουν(ε) εφευρίσκεται εφευρίσκονται
Imper
fect
εφεύρισκα εφευρίσκαμε εφευρισκόμουν(α) εφευρισκόμαστε
εφεύρισκες εφευρίσκατε εφευρισκόσουν(α) εφευρισκόσαστε
εφεύρισκε εφεύρισκαν, εφευρίσκαν(ε) εφευρισκόταν(ε) εφευρίσκονταν
Aorist εφεύρα, εφηύρα εφεύραμε, εφηύραμε εφευρέθηκα εφευρεθήκαμε
εφεύρες, εφηύρες εφεύρατε, εφηύρατε εφευρέθηκες εφευρεθήκατε
εφεύρε, εφηύρε εφεύραν(ε), εφηύραν(ε) εφευρέθηκε εφευρέθηκαν, εφευρεθήκαν(ε)
Per
fect
έχω εφεύρει έχουμε εφεύρει έχω εφευρεθεί έχουμε εφευρεθεί
έχεις εφεύρει έχετε εφεύρει έχεις εφευρεθεί έχετε εφευρεθεί
έχει εφεύρει έχουν εφεύρει έχει εφευρεθεί έχουν εφευρεθεί
Plu
per
fect
είχα εφεύρει είχαμε εφεύρει είχα εφευρεθεί είχαμε εφευρεθεί
είχες εφεύρει είχατε εφεύρει είχες εφευρεθεί είχατε εφευρεθεί
είχε εφεύρει είχαν εφεύρει είχε εφευρεθεί είχαν εφευρεθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα εφευρίσκω θα εφευρίσκουμε, θα εφευρίσκομε θα εφευρίσκομαι θα εφευρισκόμαστε
θα εφευρίσκεις θα εφευρίσκετε θα εφευρίσκεσαι θα εφευρίσκεστε, θα εφευρισκόσαστε
θα εφευρίσκει θα εφευρίσκουν(ε) θα εφευρίσκεται θα εφευρίσκονται
Simp
Fut
θα εφεύρω θα εφεύρουμε, θα εφεύρομε θα εφευρεθώ θα εφευρεθούμε
θα εφεύρεις θα εφεύρετε θα εφευρεθείς θα εφευρεθείτε
θα εφεύρει θα εφεύρουν(ε) θα εφευρεθεί θα εφευρεθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω εφεύρει θα έχουμε εφεύρει θα έχω εφευρεθεί θα έχουμε εφευρεθεί
θα έχεις εφεύρει θα έχετε εφεύρει θα έχεις εφευρεθεί θα έχετε εφευρεθεί
θα έχει εφεύρει θα έχουν εφεύρει θα έχει εφευρεθεί θα έχουν εφευρεθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να εφευρίσκω να εφευρίσκουμε, να εφευρίσκομε να εφευρίσκομαι να εφευρισκόμαστε
να εφευρίσκεις να εφευρίσκετε να εφευρίσκεσαι να εφευρίσκεστε, να εφευρισκόσαστε
να εφευρίσκει να εφευρίσκουν(ε) να εφευρίσκεται να εφευρίσκονται
Aorist να εφεύρω να εφεύρουμε, να εφεύρομε να εφευρεθώ να εφευρεθούμε
να εφεύρεις να εφεύρετε να εφευρεθείς να εφευρεθείτε
να εφεύρει να εφεύρουν(ε) να εφευρεθεί να εφευρεθούν(ε)
Perf να έχω εφεύρει να έχουμε εφεύρει να έχω εφευρεθεί να έχουμε εφευρεθεί
να έχεις εφεύρει να έχετε εφεύρει να έχεις εφευρεθεί να έχετε εφευρεθεί
να έχει εφεύρει να έχουν εφεύρει να έχει εφευρεθεί να έχουν εφευρεθεί
Imper
ative
Pres εφεύρισκε εφευρίσκετε εφευρίσκεστε
Aorist εφεύρε εφεύρετε (εφευρέσου) εφευρεθείτε
Part
iciple
Pres εφευρίσκοντας εφευρισκόμενος
Perf έχοντας εφεύρει
Infin Aorist εφεύρει εφευρεθεί