ΔΙΨΩ I am thirsty |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
διψάω, διψώ | διψάμε, διψούμε |
διψάς | διψάτε | ||
διψάει, διψά | διψάν(ε), διψούν(ε) | ||
Imper fect |
διψούσα, δίψαγα | διψούσαμε, διψάγαμε | |
διψούσες, δίψαγες | διψούσατε, διψάγατε | ||
διψούσε, δίψαγε | διψούσαν(ε), δίψαγαν, διψάγανε | ||
Aorist | δίψασα | διψάσαμε | |
δίψασες | διψάσατε | ||
δίψασε | δίψασαν, διψάσαν(ε) | ||
Perf ect |
έχω διψάσει | έχουμε διψάσει | |
έχεις διψάσει | έχετε διψάσει | ||
έχει διψάσει | έχουν διψάσει | ||
Plu perf ect |
είχα διψάσει | είχαμε διψάσει | |
είχες διψάσει | είχατε διψάσει | ||
είχε διψάσει | είχαν διψάσει | ||
Fut ure Cont inuous |
θα διψάω, θα διψώ | θα διψάμε, θα διψούμε | |
θα διψάς | θα διψάτε | ||
θα διψάει, θα διψά | θα διψάν(ε), θα διψούν(ε) | ||
Simp Fut |
θα διψάσω | θα διψάσουμε, θα διψάσομε | |
θα διψάσεις | θα διψάσετε | ||
θα διψάσει | θα διψάσουν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω διψάσει | θα έχουμε διψάσει | |
θα έχεις διψάσει | θα έχετε διψάσει | ||
θα έχει διψάσει | θα έχουν διψάσει | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να διψάω, να διψώ | να διψάμε, να διψούμε |
να διψάς | να διψάτε | ||
να διψάει, να διψά | να διψάν(ε), να διψούν(ε) | ||
Aorist | να διψάσω | να διψάσουμε, να διψάσομε | |
να διψάσεις | να διψάσετε | ||
να διψάσει | να διψάσουν(ε) | ||
Perf | να έχω διψάσει | να έχουμε διψάσει | |
να έχεις διψάσει | να έχετε διψάσει | ||
να έχει διψάσει | να έχουν διψάσει | ||
Imper ative |
Pres | δίψα, δίψαγε | διψάτε |
Aorist | δίψασε, δίψα | διψάστε | |
Part iciple |
Pres | διψώντας | |
Perf | διψασμένος, -η, -ο | διψασμένοι, -ες, -α | |
έχοντας διψάσει | |||
Infin | Aorist | διψάσει |