ΔΙΑΒΑΙΝΩ I cross |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
διαβαίνω | διαβαίνουμε, διαβαίνομε |
διαβαίνεις | διαβαίνετε | ||
διαβαίνει | διαβαίνουν(ε) | ||
Imper fect |
διάβαινα | διαβαίναμε | |
διάβαινες | διαβαίνατε | ||
διάβαινε | διάβαιναν, διαβαίναν(ε) | ||
Aorist | διάβηκα | διαβήκαμε | |
διάβηκες | διαβήκατε | ||
διάβηκε | διάβηκαν, διαβήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω διάβει/διαβεί | έχουμε διάβει/διαβεί | |
έχεις διάβει/διαβεί | έχετε διάβει/διαβεί | ||
έχει διάβει/διαβεί | έχουν διάβει/διαβεί | ||
Plu per fect |
είχα διάβει/διαβεί | είχαμε διάβει/διαβεί | |
είχες διάβει/διαβεί | είχατε διάβει/διαβεί | ||
είχε διάβει/διαβεί | είχαν διάβει/διαβεί | ||
Fut ure Cont inuous |
θα διαβαίνω | θα διαβαίνουμε, θα διαβαίνομε | |
θα διαβαίνεις | θα διαβαίνετε | ||
θα διαβαίνει | θα διαβαίνουν(ε) | ||
Simp Fut |
θα διάβω, θα διαβώ | θα διάβουμε, θα διάβομε, θα διαβούμε | |
θα διάβεις, θα διαβείς | θα διάβετε, θα διαβείτε | ||
θα διάβει, θα διαβεί | θα διάβουν(ε), θα διαβούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω διάβει/διαβεί | θα έχουμε διάβει/διαβεί | |
θα έχεις διάβει/διαβεί | θα έχετε διάβει/διαβεί | ||
θα έχει διάβει/διαβεί | θα έχουν διάβει/διαβεί | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να διαβαίνω | να διαβαίνουμε, να διαβαίνομε |
να διαβαίνεις | να διαβαίνετε | ||
να διαβαίνει | να διαβαίνουν(ε) | ||
Aorist | να διάβω, να διαβώ | να διάβουμε, να διάβομε, να διαβούμε | |
να διάβεις, να διαβείς | να διάβειτε, να διαβείτε | ||
να διάβει, να διαβεί | να διαβούν | ||
Perf | να έχω διάβει/διαβεί | να έχουμε διάβει/διαβεί | |
να έχεις διάβει/διαβεί | να έχετε διάβει/διαβεί | ||
να έχει διάβει/διαβεί | να έχουν διάβει/διαβεί | ||
Imper ative |
Pres | διάβαινε | διαβαίνετε |
Aorist | διάβα | διαβείτε | |
Part iciple |
Pres | διαβαίνοντας | |
Perf | έχοντας διάβει/διαβεί | ||
Infin | Aorist | διάβει/διαβεί |