ΒΕΛΤΙΩΝΩ I improve |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
βελτιώνω | βελτιώνουμε, βελτιώνομε | βελτιώνομαι | βελτιωνόμαστε |
βελτιώνεις | βελτιώνετε | βελτιώνεσαι | βελτιώνεστε, βελτιωνόσαστε | ||
βελτιώνει | βελτιώνουν(ε) | βελτιώνεται | βελτιώνονται | ||
Imper fect |
βελτίωνα | βελτιώναμε | βελτιωνόμουν(α) | βελτιωνόμαστε, βελτιωνόμασταν | |
βελτίωνες | βελτιώνατε | βελτιωνόσουν(α) | βελτιωνόσαστε, βελτιωνόσασταν | ||
βελτίωνε | βελτίωναν, βελτιώναν(ε) | βελτιωνόταν(ε) | βελτιώνονταν, βελτιωνόντανε, βελτιωνόντουσαν | ||
Aorist | βελτίωσα | βελτιώσαμε | βελτιώθηκα | βελτιωθήκαμε | |
βελτίωσες | βελτιώσατε | βελτιώθηκες | βελτιωθήκατε | ||
βελτίωσε | βελτίωσαν, βελτιώσαν(ε) | βελτιώθηκε | βελτιώθηκαν, βελτιωθήκαν(ε) | ||
Per fect |
|||||
Plu per fect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα βελτιώνω | θα βελτιώνουμε, |
θα βελτιώνομαι | θα βελτιωνόμαστε | |
θα βελτιώνεις | θα βελτιώνετε | θα βελτιώνεσαι | θα βελτιώνεστε, |
||
θα βελτιώνει | θα βελτιώνουν(ε) | θα βελτιώνεται | θα βελτιώνονται | ||
Simp Fut |
θα βελτιώσω | θα βελτιώσουμε, |
θα βελτιωθώ | θα βελτιωθούμε | |
θα βελτιώσεις | θα βελτιώσετε | θα βελτιωθείς | θα βελτιωθείτε | ||
θα βελτιώσει | θα βελτιώσουν | θα βελτιωθεί | θα βελτιωθούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να βελτιώνω | να βελτιώνουμε, |
να βελτιώνομαι | να βελτιωνόμαστε |
να βελτιώνεις | να βελτιώνετε | να βελτιώνεσαι | να βελτιώνεστε, |
||
να βελτιώνει | να βελτιώνουν(ε) | να βελτιώνεται | να βελτιώνονται | ||
Aorist | να βελτιώσω | να βελτιώσουμε, |
να βελτιωθώ | να βελτιωθούμε | |
να βελτιώσεις | να βελτιώσετε | να βελτιωθείς | να βελτιωθείτε | ||
να βελτιώσει | να βελτιώσουν(ε) | να βελτιωθεί | να βελτιωθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις βελτιώσει να έχεις βελτιωμένο |
να έχετε βελτιώσει να έχετε βελτιωμένο |
να έχεις βελτιωθεί να είσαι βελτιωμένος, -η |
να έχετε βελτιωθεί να είστε βελτιωμένοι, -ες |
||
να έχει βελτιώσει να έχει βελτιωμένο |
να έχουν βελτιώσει να έχουν βελτιωμένο |
να έχει βελτιωθεί |
να έχουν βελτιωθεί |
||
Imper ative |
Pres | βελτίωνε | βελτιώνετε | βελτιώνεστε | |
Aorist | βελτίωσε | βελτιώστε, βελτιώσετε | βελτιώσου | βελτιωθείτε | |
Part iciple |
Pres | βελτιώνοντας | |||
Perf | έχοντας βελτιώσει, |
βελτιωμένος, -η, -ο | βελτιωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | βελτιώσει | βελτιωθεί |