ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΩ I enjoy |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
απολαμβάνω | απολαμβάνουμε, απολαμβάνομε |
απολαμβάνεις | απολαμβάνετε | ||
απολαμβάνει | απολαμβάνουν(ε) | ||
Imper fect |
απολάμβανα | απολαμβάναμε | |
απολάμβανες | απολαμβάνατε | ||
απολάμβανε | απολάμβαναν, απολαμβάναν(ε) | ||
Aorist | απόλαυσα, απήλαυσα | απολαύσαμε | |
απόλαυσες, απήλαυσες | απολαύσατε | ||
απόλαυσε, απήλαυσε | απόλαυσαν, απολαύσαναν(ε), απήλαυσαν | ||
Per fect |
έχω απολαύσει | έχουμε απολαύσει | |
έχεις απολαύσει | έχετε απολαύσει | ||
έχει απολαύσει | έχουν απολαύσει | ||
Plu per fect |
είχα απολαύσει | είχαμε απολαύσει | |
είχες απολαύσει | είχατε απολαύσει | ||
είχε απολαύσει | είχαν απολαύσει | ||
Fut ure Cont inuous |
θα απολαμβάνω | θα απολαμβάνουμε, θα απολαμβάνομε | |
θα απολαμβάνεις | θα απολαμβάνετε | ||
θα απολαμβάνει | θα απολαμβάνουν(ε) | ||
Simp Fut |
θα απολαύσω | θα απολαύσουμε, θα απολαύσομε | |
θα απολαύσεις | θα απολαύσετε | ||
θα απολαύσει | θα απολαύσουν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω απολαύσει | θα έχουμε απολαύσει | |
θα έχεις απολαύσει | θα έχετε απολαύσει | ||
θα έχει απολαύσει | θα έχουν απολαύσει | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να απολαμβάνω | να απολαμβάνουμε, να απολαμβάνομε |
να απολαμβάνεις | να απολαμβάνετε | ||
να απολαμβάνει | να απολαμβάνουν(ε) | ||
Aorist | να απολαύσω | να απολαύσουμε, να απολαύσομε | |
να απολαύσεις | να απολαύσετε | ||
να απολαύσει | να απολαύσουν(ε) | ||
Perf | να έχω απολαύσει | να έχουμε απολαύσει | |
να έχεις απολαύσει | να έχετε απολαύσει | ||
να έχει απολαύσει | να έχουν απολαύσει | ||
Imper ative |
Pres | απολάμβανε | απολαμβάνετε |
Aorist | απόλαυσε | απολαύστε | |
Part iciple |
Pres | απολαμβάνοντας | |
Perf | έχοντας απολαύσει | ||
Infin | Aorist | απολαύσει |