ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΩ I discover |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ανακαλύπτω | ανακαλύπτουμε, ανακαλύπτομε | ανακαλύπτομαι | ανακαλυπτόμαστε |
ανακαλύπτεις | ανακαλύπτετε | ανακαλύπτεσαι | ανακαλύπτεστε, ανακαλυπτόσαστε | ||
ανακαλύπτει | ανακαλύπτουν(ε) | ανακαλύπτεται | ανακαλύπτονται | ||
Imper fect |
ανακάλυπτα | ανακαλύπταμε | ανακαλυπτόμουν(α) | ανακαλυπτόμαστε, ανακαλυπτόμασταν | |
ανακάλυπτες | ανακαλύπτατε | ανακαλυπτόσουν(α) | ανακαλυπτόσαστε | ||
ανακάλυπτε | ανακάλυπταν, ανακαλύπταν(ε) | ανακαλυπτόταν(ε) | ανακαλύπτονταν | ||
Aorist | ανακάλυψα | ανακαλύψαμε | ανακαλύφθηκα, ανακαλύφτηκα | ανακαλυφθήκαμε, ανακαλυφτήκαμε | |
ανακάλυψες | ανακαλύψατε | ανακαλύφθηκες, ανακαλύφτηκες | ανακαλυφθήκατε, ανακαλυφτήκατε | ||
ανακάλυψε | ανακάλυψαν, ανακαλύψαν(ε) | ανακαλύφθηκε, ανακαλύφτηκε | ανακαλύφθηκαν, ανακαλυφθήκαν(ε), ανακαλύφτηκαν, ανακαλυφτήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω ανακαλύψει |
έχουμε ανακαλύψει |
έχω ανακαλυφθεί έχω ανακαλυφτεί |
έχουμε ανακαλυφθεί έχουμε ανακαλυφτεί |
|
έχεις ανακαλύψει |
έχετε ανακαλύψει |
έχεις ανακαλυφθεί έχεις ανακαλυφτεί |
έχετε ανακαλυφθεί έχετε ανακαλυφτεί |
||
έχει ανακαλύψει |
έχουν ανακαλύψει |
έχει ανακαλυφθεί έχει ανακαλυφτεί |
έχουν ανακαλυφθεί έχουν ανακαλυφτεί |
||
Plu per fect |
είχα ανακαλύψει |
είχαμε ανακαλύψει |
είχα ανακαλυφθεί είχα ανακαλυφτεί |
είχαμε ανακαλυφθεί είχαμε ανακαλυφτεί |
|
είχες ανακαλύψει |
είχατε ανακαλύψει |
είχες ανακαλυφθεί είχες ανακαλυφτεί |
είχατε ανακαλυφθεί είχατε ανακαλυφτεί |
||
είχε ανακαλύψει |
είχαν ανακαλύψει |
είχε ανακαλυφθεί είχε ανακαλυφτεί |
είχαν ανακαλυφθεί είχαν ανακαλυφτεί |
||
Fut ure Cont inuous |
θα ανακαλύπτω | θα ανακαλύπτουμε, |
θα ανακαλύπτομαι | θα ανακαλυπτόμαστε | |
θα ανακαλύπτεις | θα ανακαλύπτετε | θα ανακαλύπτεσαι | θα ανακαλύπτεστε, |
||
θα ανακαλύπτει | θα ανακαλύπτουν(ε) | θα ανακαλύπτεται | θα ανακαλύπτονται | ||
Simp Fut |
θα ανακαλύψω | θα ανακαλύψουμε, |
θα ανακαλυφθώ, |
θα ανακαλυφθούμε, |
|
θα ανακαλύψεις | θα ανακαλύψετε | θα ανακαλυφθείς, |
θα ανακαλυφθείτε, |
||
θα ανακαλύψει | θα ανακαλύψουν(ε) | θα ανακαλυφθεί, |
θα ανακαλυφθούν(ε), |
||
Fut Perf |
θα έχω ανακαλύψει |
θα έχουμε ανακαλύψει |
θα έχω ανακαλυφθεί θα έχω ανακαλυφτεί |
θα έχουμε ανακαλυφθεί θα έχουμε ανακαλυφτεί |
|
θα έχεις ανακαλύψει |
θα έχετε ανακαλύψει |
θα έχεις ανακαλυφθεί θα έχεις ανακαλυφτεί |
θα έχετε ανακαλυφθεί θα έχετε ανακαλυφτεί |
||
θα έχει ανακαλύψει |
θα έχουν ανακαλύψει |
θα έχει ανακαλυφθεί θα έχει ανακαλυφτεί |
θα έχουν ανακαλυφθεί θα έχουν ανακαλυφτεί |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ανακαλύπτω | να ανακαλύπτουμε, |
να ανακαλύπτομαι | να ανακαλυπτόμαστε |
να ανακαλύπτεις | να ανακαλύπτετε | να ανακαλύπτεσαι | να ανακαλύπτεστε, |
||
να ανακαλύπτει | να ανακαλύπτουν(ε) | να ανακαλύπτεται | να ανακαλύπτονται | ||
Aorist | να ανακαλύψω | να ανακαλύψουμε, |
να ανακαλυφθώ, |
να ανακαλυφθούμε, |
|
να ανακαλύψεις | να ανακαλύψετε | να ανακαλυφθείς, |
να ανακαλυφθείτε, |
||
να ανακαλύψει | να ανακαλύψουν(ε) | να ανακαλυφθεί, |
να ανακαλυφθούν(ε), |
||
Perf | να έχω ανακαλύψει |
να έχουμε ανακαλύψει |
να έχω ανακαλυφθεί να έχω ανακαλυφτεί |
να έχουμε ανακαλυφθεί να έχουμε ανακαλυφτεί |
|
να έχεις ανακαλύψει |
να έχετε ανακαλύψει |
να έχεις ανακαλυφθεί να έχεις ανακαλυφτεί |
να έχετε ανακαλυφθεί να έχετε ανακαλυφτεί |
||
να έχει ανακαλύψει |
να έχουν ανακαλύψει |
να έχει ανακαλυφθεί να έχει ανακαλυφτεί |
να έχουν ανακαλυφθεί να έχουν ανακαλυφτεί |
||
Imper ative |
Pres | ανακάλυπτε | ανακαλύπτετε | ανακαλύπτεστε | |
Aorist | ανακαλύψε | ανακαλύψετε, ανακαλύψτε | ανακαλύψου | ανακαλυφθείτε, ανακαλυφτείτε | |
Part iciple |
Pres | ανακαλύπτοντας | ανακαλυπτόμενος | ||
Perf | έχοντας ανακαλύψει, έχοντας ανακαλυμμένο | ανακαλυμμένος, -η, -ο | ανακαλυμμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ανακαλύψει | ανακαλυφθεί, ανακαλυπτεί |