[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next]
ΣΕΙΩ
I shake
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
σειώ σειούμε σειέμαι σειόμαστε
σειείς σειείτε σειέσαι σειέστε, σειόσαστε
σειεί σειούν(ε) σειέται σειούνται, σειόνται
Imper
fect
σειούσα σειούσαμε σειόμουν(α) σειόμαστε, σειόμασταν
σειούσες σειούσατε σειόσουν(α) σειόσαστε, σειόσασταν
σειούσε σειούσαν(ε) σειόταν(ε) σειόνταν(ε), σειούνταν, σειόντουσαν
Aorist έσεισα σείσαμε σείστηκα σειστήκαμε
έσεισες σείσατε σείστηκες σειστήκατε
έσεισε έσεισαν, σειήσαν(ε) σείστηκε σείστηκαν, σειστήκαν(ε)
Perf
ect
έχω σείσει έχουμε σείσει έχω σειστεί έχουμε σειστεί
έχεις σείσει έχετε σείσει έχεις σειστεί έχετε σειστεί
έχει σείσει έχουν σείσει έχει σειστεί έχουν σειστεί
Plu
perf
ect
είχα σείσει είχαμε σείσει είχα σειστεί είχαμε σειστεί
είχες σείσει είχατε σείσει είχες σειστεί είχατε σειστεί
είχε σείσει είχαν σείσει είχε σειστεί είχαν σειστεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα σειώ θα σειούμε θα σειείμαι θα σειόμαστε
θα σειείς θα σειείτε θα σειείσαι θα σειέστε, θα σειόσαστε
θα σειεί θα σειούν(ε) θα σειέται θα σειούνται, θα σειόνται
Simp
Fut
θα σείσω θα σείσουμε, θα σείσομε θα σειστώ θα σειστούμε
θα σείσεις θα σείσετε θα σειστείς θα σειστείτε
θα σείσει θα σείσουν(ε) θα σειστεί θα σειστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω σείσει θα έχουμε σείσει θα έχω σειστεί θα έχουμε σειστεί
θα έχεις σείσει θα έχετε σείσει θα έχεις σειστεί θα έχετε σειστεί
θα έχει σείσει θα έχουν σείσει θα έχει σειστεί θα έχουν σειστεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να σειώ να σειούμε να σειέμαι να σειόμαστε
να σειείς να σειείτε να σειέσαι να σειέστε, να σειόσαστε
να σειεί να σειούν(ε) να σειείται να σειούνται, να σειόνται
Aorist να σείσω να σείσουμε, να σείσομε να σειστώ να σειστούμε
να σείσεις να σείσετε να σειστείς να σειστείτε
να σείσει να σείσουν(ε) να σειστεί να σειστούν(ε)
Perf να έχω σείσει να έχουμε σείσει να έχω σειστεί να έχουμε σειστεί
να έχεις σείσει να έχετε σείσει να έχεις σειστεί να έχετε σειστεί
να έχει σείσει να έχουν σείσει να έχει σειστεί να έχουν σειστεί
Imper
ative
Pres σειείτε σειέστε
Aorist σείσε σείστε σείσου σειστείτε
Part
iciple
Pres σειώντας
Perf έχοντας σείσει
Infin Aorist σείσει σειστεί