αβγαταίνω, αβγάτυνα, αβγατισμένος, 47 vt.act. increase
αβγατίζω, αβγάτισα, αβγατισμένος, 33, vt.act. increase
αγαθοφέρνω, 226, irr, bring good luck
αγαλλιάζω, αγαλλίασα, 35, exult
αγανακτώ/αγαναχτώ, αγανάκτησα/αγανάχτησα, αγανακτισμένος/αγαναχτισμένος, 73, vi.act.mid.ppp. be indignant, angry, exasperated
αγαντάρω, αγάνταρα/αγαντάρισα, αγανταρισμένος, 53
αγαπίζω, αγάπισα, 33, vt.act. reconcile, vi.act.mid. become reconciled
αγαπώ/αγαπάω, αγάπησα, αγαπιέμαι, αγαπήθηκα, αγαπημένος, 58,59, vt. love
αγγαρεύω, αγγάρεψα, αγγαρεύτηκα, αγγαρεμένος 17,18, vt. impose a task on
αγγέλλω, άγγειλα, αγγέλθηκα, αγγελμένος, irr, vt. announce
αγγίζω/εγγίζω, άγγιξα, αγγίχτηκα, αγγιγμένος, 23,24, vt. touch, offend, hurt, approach, μη μ'αγγίζεις!
αγιάζω, άγιασα/αγίασα, αγιάστηκα, αγιασμένος, 35,36, vt. sanctify
αγκαζάρω, αγκαζάρισα, αγκαζαρισμένος, 55, vt.act. engage, book reserve
αγκαλιάζω, αγκάλισα, αγκαλιάστηκα, αγκαλιασμένος, 35,36, vt. embrace, hug
αγκιστρώνω, αγκίστρωσα, αγκιστρώθηκα, αγκιστρωμένος, 3,4
αγκομαχαώ/αγκομαχώ, 58, vi. pant, be in the throes of death
αγκυλώνω, αγκύλωσα, αγκυλώθηκα, αγκυλωμένος, 3,4, vt. prick, sting
αγκυροβολάω/αγκυροβολώ, αγκυροβόλησα, αγκυροβολημένος, 58,73, vi. anchor
αγκωνιάζω, αγκώνιασα, αγκωνιάστηκα, αγκωνιασμένος, 35,36
αγλαΐζω, vt. adorn
αγναντεύω, αγνάντεψα, 17, vt.act. to see from afar
αγνοώ, αγνόησα, αγνοήθηκα, αγνοημένος, 73,74, vt. ignore, αγνοούμαι, be ignored
αγοράζω, αγόρασα, αγοράστηκα, αγορασμένος, 35,36, vt. buy, αγοράζομαι, be bought
αγορεύω, αγόρευσα/αγόρεψα, 19, vi. speak in public
αγριεύω, αγρίεψα, αγριεύτηκα, αγριεμένος, 17,18, vt. make wild or fierce, scare, αγριεύομαι, vi.mid. become scared
αγριοκοιτάζω, vt. scowl at
αγροικώ/γρικάω, γρίκησα, γρικήθηκα, 58,59, vt.vi. hear, understand
αγρυπνάω/αγρυπνώ, αγρύπνησα, αγρυπνισμένος, 58, vi.act.mid.ppp. stay awake, keep watch
αγχώνω, άγχωσα, αγχώθηκα, αγχωμένος, 3,4, vt. put under stress, αγχώνομαι, vi.mid. be under stress
άγω/άγομαι, να αχθώ, 135,136, irr, vt.vi.def.pres. lead, bring
αγωνίζομαι, αγωνίστηκα, 34, vi.dep. struggle, contend
αγωνιώ, αγωνιούσα, 60, vi.act.mid.def. to be death agony
αδειάζω, άδειασα, 35, vt.act. empty, have time to spage, discharge gun
αδελφώνω/αδερφώνω, αδέλφωσα/αδέρφωσα, αδελφώθηκα/αδερφώθηκα, αδελφωμένος/αδερφωμένος, 3,4, vt. reconcile, fraternize
αδημονώ, αδημονούσα, 73, vi.act.mid. be anxiously impatient
αδιαθετώ, αδιαθέτησα, 73, vi.act.mid. be unwell, menstruate
αδιαφορώ, αδιαφόρησα, 73, vt.act. to neglect, vi.act.mid. be uninterested
αδικώ, αδίκησα, αδικήθηκα, αδικημένος, 73,74, vt. wrong, do wrong, αδικούμαι, vi.mid. be wronged
αδρανοποιώ, αδρανοποίησα, αδρανοποιήθηκα, αδρανοποιημένος, 73,74,75, vt. inactivate
αδρανώ, αδράνησα, 73, vi.act.mid. be inactive, idle
αδράχνω, άδραξα, 29, vt.act.act. seize, grasp
αδυνατίζω, αδυνάτισα, αδυνατισμένος, 33, vt. weaken, make thin, vi.act.mid.ppp. lose weight
αδυνατώ, αδυνατούσα, 73, vi.act.mid. be unable
άδω, sing
αερίζω, αέρισα, αερίστηκα, αερισμένος, 33,34, vt. fan, ventilate
αεροβατώ, 73, vi.act.mid. be in the clouds, dreaming
αεροκοπανίζω, chatter
αερολογώ, αερολόγησα, 73, vi. talk nonsense
αηδιάζω, αηδίασα, αηδιασμένος, 35, vt.act. to disgust, vi.act.mid.ppp. feel disgust
αθετώ, αθέτησα, αθετήθηκα, αθετημένος, 73,74, vt. break word
αθλούμαι, αθλήθηκα, 74, vi.dep. exercise
αθροίζω, άθροισα, αθροίστηκα, αθροισμένος, 33,34, vt. assemble, add up
αθωώνω, αθώωσα, αθωώθηκα, αθωωμένος, 3,4, vt. acquit
αιμάσσω, ήμαξα, ημαγμένος, bleed
αίρω, ήρα, άρω, άρθηκα, ηρμένος, 80,81, irr, vt. raise, lift
αισθάνομαι, αισθάνθηκα, 82, vt.dep. feel (the cold), vi.mid.dep. feel (well), sense
αισχύνομαι, vi.dep. feel ashamed
αιτιώμαι, vt.dep. blame
αιτώ, αιτούμαι, vt. request/beg something
αιχμαλωτίζω, αιχμαλώτισα, αιχμαλωτίστηκα, αιχμαλωτισμένος, 33,34, vt. take prisoner, capture, captivate
αιωρούμαι, swing, waver
ακινητώ/ακινητοποιώ, ακινητοποίησα, ακινητοποιήθηκα, ακινητοποιημένος, 73,74,75, vt. immobilize
ακκίζομαι, vi.dep. assume coquettish airs
ακμάζω, vi. flourish, prosper
ακολουθώ/ακολουθάω, ακολούθησα, ακολουθήθηκα, 73,74,58,59, vt. follow
ακονίζω, ακόνισα, ακονίστηκα, ακονισμένος, 33,34, vt. sharpen, whet
ακουμπώ/ακουμπάω, ακούμπησα, ακουμπισμένος, 58, vi.act.mid.ppp. lean, rest
ακούω/ακούγομαι, άκουσα, ακούστηκα, ακουσμένος, 83,84, irr, vt. hear, listen, obey
ακριβαίνω, ακρίβυνα, 47, vt. raise price of, pass.mid. become more expensive
ακροάζομαι, ακροάστηκα, 36, vt.dep. listen to, auscultate
ακροώμαι, dep. listen to, give audience, auscultate
ακρωτηριάζω, vt. mutilate, amputate
ακτινοσκοπώ, vt. x-ray
ακυρώ/ακυρώνω, ακύρωσα, ακυρώθηκα, ακυρωμένος, 3,4, vt. nullify, clear
αλαλάζω, αλάλαξα, 23, vi. cry, shout in joy
αλαλιάζω, αλάλιασα, αλαλιασμένος, 35, vt.act. daze, stupefy, vi. be dazed
αλατίζω, αλάτισα, αλατίστηκα, αλατισμένος, 33,34, vt. salt
αλαφιάζω, ... 35,36, vi. be startled
αλεγράρω, αλεγράρισα, 55, vt.act. liven up
αλέθω, άλεσα, αλέστηκα, αλεσμένος, 37,38, vt. mill, grind corn
αλείφω/αλείβω, άλειψα, αλείφτηκα, αλειμμένος, 13,14,7,8, vt. rub, smear, spread, coat
αληθεύω, vi. come true, be right
αλιεύω, αλίευσα, αλιεύτηκα/αλιεύθηκα, αλιευμένος, 19,20, vt.vi. fish for
αλλάζω/αλλάσσω, άλλαξα, αλλάχτηκα, αλλαγμένος, 23,24, vt. change
αλληλογραφώ, αλληλογράφησα, 73, vi. correspond
αλληλοσυγκρούομαι, vi. conflict
αλληλοτρώγομαι, vi.dep. squabble with each other
αλλοιθωρίζω, vi. squint
αλλοιώνω, vt. alter, falsify, deteriorate
αμαρτάνω/αμαρταίνω, αμάρτησα, ημαρτημένος, 104,50, irr, vi. commit a sin
αμείβω, άμειψα, αμείφτηκα, vt. reward, recompense
αμπαλάρω, αμπαλάρισα, αμπαλαρίστηκα, αμπαλαρισμένος, 55,54, put in a package
αμφιβάλλω, αμφέβαλλα, 146, irr, vi. doubt
αναβάλλω, ανέβαλα, αναβλήθηκα, (αναβεβλημένος), 146,147, irr, vt. postpone, anabolic steroids
αναβιώ, vi. revive
αναβλέπω, ανέβλεψα, ανάβλεψα, 9, vt. look up, recover one's sight
αναβλύζω/αναβρύζω, ανέβλυσα, ανάβλυσα, ανέβρυσα, 33, vt. well up
ανάβω, άναψα, ανάφτηκα, αναμμένος, 7,8, vt. light, ignite, turn on
αναγαλλιάζω, αναγάλλιασα, αναγαλλιασμένος, 35, vi. exult
αναγγέλλω, ανάγγειλα/ανήγγειλα, αναγγέλθηκα, αναγγελμένος, 85,86, irr, vt. announce
αναγινώσκω, vt. read
αναγκάζω, ανάγκασα, αναγκάστηκα, αναγκασμένος, 35,36, vt. force
αναγνωρίζω, αναγνώρισα, αναγνωρίστηκα, αναγνωρισμένος, 33,34, vt. recognize
αναγορεύω, αναγόρευσα, αναγορεύτηκα/αναγορεύθηκα, αναγορευμένος, 19,20, vt. proclaim (ruler)
αναγράφω, ανέγραψα, αναγράφτηκα/αναγράφηκα, αναγραμμένος, 13,122, vt. inscribe
ανάγω, ανήγαγα, (να αναχθώ), 135,136, irr, vt. raise, reduce, trace back, vi. relate to, date from
αναδεικνύω/αναδείχνω, ανέδειξα/ανάδειξα, αναδείχθηκα/αναδείχτηκα, αναδειγμένος, 29,30,87,88, vt. set/show off, select, αναδεικνύομαι, vi.mid. distinguish oneself
αναδεύω, ανάδεψα, αναδεύτηκα, 17,18, vt.vi. stir, move
αναδέχομαι, vt. understand, sponsor, support
αναδίδω, 186, irr, vt. emit, give forth
αναδίνω, ανάδωσα, 131, irr, give off steam, smell
αναδίφω, αναδίφησα, 60, vt.act. search through, scrutinize
αναδύομαι, αναδύθηκα/ανεδύθην, 6, vi.dep. emerge, break surface
αναζητάω/αναζητώ, αναζήτησα, αναζητήθηκα, 58,73,74, vt. look up, search high and low for
αναζωογονώ, vt. revivify
αναζωπυρώ, vt. rekindle
αναθαρρεύω/αναθαρρώ, αναθάρρεψα/αναθάρρησα, αναθαρρεμένος/αναθαρρημένος, 17,73, vi.act.mid.ppp. take fresh courage
αναθεματίζω, αναθεμάτισα, αναθεματίστηκα, αναθεματισμένος, 33,34, vt. interdict, curse
αναθέτω, ανέθεσα/ανάθεσα, ανατίθεμαι, ανατέθηκα/ανετέθην, ανατεθειμένος, 137,138, irr, vt. charge, entrust, present offering
αναθρώσκω, vi. rise (of smoke), be kindled (of hope)
αναιρώ, αναίρεσα, αναιρέθηκα, αναιρεμένος, 76,77, vt. refute, revoke
αναισθητοποιώ, αναισθητοποίησα, αναισθητοποιήθηκα, αναισθητοποιημένος, 73,74,75, vt. anaesthetize
ανακαινίζω, ανακαίνισα, ανακαινίστηκα, ανακαινισμένος, 33,34, vt. renovate, renew
ανακαλύπτω, ανακάλυψα, ανακαλύφθηκα/ανακαλύφτηκα, ανακαλυμμένος, 11,12, vt. discover, find out
ανακαλώ, ανακάλεσα, ανακλήθηκα, ανακλημένος, 76,163, irr, vt. recall, revoke, countermand
ανακατεύω, ανακάτεψα, ανακατεύθηκα, ανακατεμένος, 17,18, vt. mix up, stir, involve, confuse, shake, ανακατεύομαι, vi.mid. get involved, interfere, feel sick
ανακατώνω, ανακάτωσα, ανακατώθηκα, ανακατωμένος, -> ανακατεύω
ανακινώ, ανακίνησα, ανακινήθηκα, ανακινημένος, 73,74, vt. stir up, revive
ανακλώ, ανάκλασα, ανακλώμαι, ανακλάστηκα, ανακλασμένος, 71,72, vt. reflect
ανακοινώνω/ανακοινώ, ανακοίνωσα, ανακοινώθηκα, ανακοινωμένος, 3,4, vt. announce
ανακτώ, ανέκτησα, ανακτώμαι, ανακτήθηκα, ανακτημένος, 60,61, vt. regain
αναλαμβάνω/αναλαβαίνω, ανέλαβα/ανάλαβα, αναλήφθηκα, ανειλημένος, 165,166, irr, vt. assume, recover, take over, undertake
αναλύω, ανέλυσα/ανάλυσα, αναλύθηκα, αναλυμένος, 5,6, vt. analyse, melt
αναμειγνύω/αναμιγνύω, ανέμειξα/ανάμειξα, ανεμείχθηκα/αναμείχτηκα, αναμεμειγμένος/αναμειγμένος, 87,88, irr, vt. mix together, αναμιγνύομαι, vi.mid. get involved, interfere
ανανεώνω, ανανέωσα, ανανεώθηκα, ανανεωμένος, 3,4, vt. renew, replace, reform
αναπαριστώ/αναπαριστάνω, αναπαρέστησα, αναπαρίσταμαι/αναπαριστάνομαι, αναπαραστάθηκα, αναπαραστημένος, 158,133,104,89, irr, vt. reconstruct, represent, depict, portray
αναπνέω, ανέπνευσα/ανάπνευσα, 42, vi. breathe
αναπτύσσω, ανέπτυξα/ανάπτυξα, αναπτύχθηκα, ανεπτυγμένος, 27,28, vt. unfold, develop, expound, evolve, deploy (troops), increase (speed)
ανασκάπτω, ανέσκαψα, ανασκάπτομαι, ανασκάφηκα/ανασκάφτηκα, ανασκαμμένος, 11,90, irr, vt. dig, excavate
ανασκευάζω, ανασκεύασα, ανασκευάστηκα, ανασκευασμένος, 35,36, vt. refute
ανασταίνω, ανάστησα, αναστήθηκα, αναστημένος, 50,51, vt. resurrect
αναστατώνω, αναστάτωσα, αναστατώθηκα, αναστατωμένος, 3,4, vt. disrupt, disturb, mess up
αναστέλλω, ανέστειλα, αναστέλλομαι, (ανεστάλη-ανεστάλησαν), 85,91, irr, vt. check, stay, inhibit, suspend, stop
αναστενάζω, αναστέναξα, 23, vi. sigh
αναστηλώνω, αναστήλωσα, αναστηλώθηκα, αναστηλωμένος, 3,4
ανασυγκροτώ, ανασυγκρότησα, ανασυγκροτήθηκα, ανασυγκροτημένος, 73,74
ανασυνδέω, 5,6, vt. reconnect
ανασυνθέτω, ανασύνθεσα/ανασυνέθεσα, ανασυντέθηκα, 138,139, irr,
ανασυντάσσω, ανασύνταξα/ανασυνέταξα, ανασυντάχθηκα, ανασυνταγμένος, 28, reply, regroup, rewrite
ανατέλλω, ανέτειλα/ανάτειλα, 85, irr, vi. rise, appear, dawn
ανατριχίαζω, ανατρίχιασα, 35, vi. shiver
αναφέρω, ανέφερα/ανάφερα, αναφέρθηκα, 217,218, irr, vt. mention, αναφέρομαι σε, vi.mid refer to
αναχωρώ, αναχώρησα, 73, vi. depart, go away, leave
ανεβάζω/αναβιβάζω, ανέβασα, (ανέβηκα), ανεβασμένος, 35, vt.act.ppp. raise, carry/lift/put up
ανεβαίνω/αναβαίνω, ανέβηκα, ανέβω/ανεβώ, (ανέβα, ανεβείτε), ανεβασμένος, 92, irr, vt.act.semi.ppp. ascend, climb passive of ανεβάζω: νέο έργο ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο
ανέχομαι, ανέχτηκα/ανέχθηκα, 32, vt.dep. tolerate, bear
ανήκω, (imperf. ανήκα), 93, irr, vt.def. belong
ανησυχώ, ανησύχησα, 73, vi. be worried, μην ανησυχείς, να είσαι καλά! don't worry; be happy!
ανηφορίζω, ανηφόρισα, 33
ανθίζω, άνθισα, ανθισμένος, 33, vi.act.mid.ppp. flower, blossom, thrive
ανθίσταμαι, αντιστάθηκα/αντέστην, 159,133, irr, vi.dep.def.pres. resist
ανθολογώ, ανθολόγησα, ανθολογήθηκα, ανθολογημένος, 73,74, select the best specimens, anthology
ανθοφορώ, 73
ανθρωπεύω, ανθρώπεψα, 17, civilize, improve, become civilized
ανθώ, άνθησα, ανθισμένος, 73, vi. blossom, flourish
ανιστορώ, ανιστόρησα, ανιστορήθηκα, ανιστορημένος, 73,74, recollect, relate, decorate
ανιχνεύω, ανίχνευσα, ανιχνεύτηκα/ανιχνεύθηκα, ανιχνευμένος, 19,20, vt. track, derect
ανοιγοκλείνω, ανοιγόκλεισα, 1, vt. open and close
ανοίγω, άνοιξα, ανοίχτηκα, ανοιγμένος, 21,22, vt. open
ανοικοδομώ, ανοικοδόμησα, ανοικοδομήθηκα, ανοικοδομημένος, 73,74, vt. rebuild
ανορθώνω, ανόρθωσα, ανορθώθηκα, ανορθωμένος, 3,4, vt. stand upright, raise, restore
ανοσιουργώ, ανοσιούργησα, 73
ανοσοποιώ, ανοσοποίησα, ανοσοποιήθηκα, ανοσοποιημένος, 73,74,75
ανταγωνίζομαι, ανταγωνίστηκα, 34, vt.dep. rival, conflict with
ανταλλάσσω/ανταλλάζω, αντάλλαξα, ανταλλάχθηκα/ανταλλάχτηκα, ανταλλαγμένος, 27,23,24,95, vt. exchange, antiallazo
ανταμείβω, αντάμειψα, ανταμείφτηκα/ανταμείφθηκα, 7,8, vt. reward
ανταμώνω, αντάμωσα, ανταμώθηκα, ανταμωμένος, 3,4, meet
αντανακλώ, αντανάκλασα, αντανακλάστηκα, αντανακλασμένος, 71,72, reflect
ανταπαιτώ, ανταπαίτησα, 73
ανταπαντώ, ανταπάντησα, 60
ανταποδίδω, ανταπέδωσα/ανταπόδωσα, ανταποδόθηκα, ανταποδομένος, 186,187, irr, vt. render, return, give back
ανταποκρίνομαι, ανταποκρίθηκα, 2
ανταριάζω, αντάριασα, ανταριασμένος, 35
ανταρτεύω, αντάρτεψα, 17
αντενδείκνυται, αντενδείκνυνται, be contradicted
αντεπεξέρχομαι, αντεπεξήλθα, 214, irr, vi.dep. face
αντεπιτίθεμαι, αντεπιτέθηκα, 138, counter-attack
αντερωτώ, αντερώτησα, 60
αντεύχομαι, αντευχήθηκα, 151
αντέχω, άντεχα/άντεξα, 31, vt.act. resist, endure, hold firm, vi. tolerate, withstand
αντιγράφω, αντέγραψα, αντιγράφτηκα/αντιγράφηκα, αντιγραμμένος, 13,122, vt. copy
αντιδρώ/αντιδράω, αντέδρασα, 71,68, vi. react, be opposed to
αντιθέτω, αντέθεσα, αντιτίθεμαι, αντετέθην/αντιτέθηκα, 137,138, irr, vt. set against, oppose, vi. be opposed
αντιλαμβάνομαι, αντιλήφθηκα, 166, irr, vt.dep. understand, perceive, notice
αντιλέγω, αντείπα, 94, irr, vt.act. contradict, vi.act. disagree, object, retort, say the opposite
αντιμετωπίζω, αντιμετώπισα, αντιμετωπίστηκα, 33,34, vt. resist, confront, face, brave
αντιπροσωπεύω, αντιπροσώπευσα, αντιπροσωπεύτηκα/αντιπροσωπεύθηκα, αντιπροσωπευμένος, 19,20, vt. represent
αντιτάσσω, αντέταξα, αντιτάχθηκα/αντιτάχτηκα, 27,28, array
αντιτείνω, αντέτεινα, 172, irr, vi. object to proposal
αντιτίθεμαι, αντιτέθηκα, 138, vi.dep. be opposed
αντλώ, άντλησα, αντλήθηκα, αντλημένος, 73,74, vt. draw (conclusion), find (information), pump (liquid)
αξίζω, άξισα 33, vi.def. be worth, cost, deserve
αξιολογώ, αξιολόγησα, αξιολογήθηκα, αξιολογημένος, 73,74, distinguish, noteworthy
αξιοποιώ, αξιοποίησα, αξιοποιήθηκα, αξιοποιημένος, 73,74,75, vt. develop, exploit
αξιώνω, αξίωσα, αξιώθηκα, 3,4, vt. judge worthy, αξιώνομαι, vi.mid. manage, contrive
απαγέλλω, απήγγειλα/απάγγειλα, απαγγέλθηκα, απαγγελμένος
απαγκιάζω, απάκιασα
απαγκιστρώνομαι, απαγκιστρώθηκα, απαγκιστρωμένος
απαγορεύω, απαγόρευσα/απαγόρεψα, απαγορεύτηκα/απαγορεύθηκα, απαγορευμένος, 19,17,20, vt. ban, forbid, prohibit
απάγω, απήγαγα, απήχθη - απήχθησαν, 135,136, irr, vt. abduct, carry off
απαιτώ, απαίτησα, απαιτήθηκα, 73,74, vt. demand, claim, require
απαλλάσσω, απάλλαξα, απαλλάσσομαι, απαλλάχθηκα/απαλλάχτηκα, να απαλλαχτώ/απαλλαγώ, απαλλαγμένος, 27,95, irr, vt. exempt, deliver, release, absolve, relieve (of duties)
απαντάω/απαντώ, απάντησα, απαντιέμαι/απαντώμαι, απαντήθηκα, απαντημένος, 58,59,61, vt. to answer
απατάω/απατώ, απάτησα, απατήθηκα, απατημένος, 58,59,61, vt. cheat, deceive, απατιέμαι/απατώμαι, vi.mid. be mistaken, misstep
απειλώ, απείλησα, απειλήθηκα, απειλημένος, 73,74,59, vt. threaten
απελαύνω, απέλασα/απήλασα, απηλάθηκα, 96,97, irr, vt. deport
απευθύνω, απηύθυνα/απεύθυνα, απευθύνθηκα, 48,49, vt. deliver, απευθύνομαι, vi.mid, address, appeal, apply to
απεχθάνομαι, 82, vi.dep.def. loathe
απέχω, απείχα, 190, irr, vi. be far from
απηχώ, 73
απιθώνω, απίθωσα, απιθώθηκα, απιθωμένος, 3,4
απλοποιώ, απλοποίησα, απλοποιήθηκα, απλοποιημένος, 73,74,75, vt. simplify
απλουστεύω, απλούστευσα/απλούστεψα, απλουστεύτηκα/απλουστεύθηκα, απλουστευμένος, 19,17,20, vt. simplify
απλώνω, άπλωσα, απλώθηκα, απλωμένος, 3,4, spread, stretch out, hang, απλώνομαι, vi.mid. extend one's activities
αποβαίνει, αποβαίνουν, (να αποβεί - να αποβούν), 145
αποβάλλω, απέβαλα, αποβλήθηκα, αποβλημένος, 146,147, irr, vt. cast off, dismiss, lose, vi. miscarry
απογίνομαι, απόγινα/απέγινα, 121 irr,
αποδεικνύω/αποδείχνω, απέδειξα/απόδειξα, αποδείχθηκα/αποδείχτηκα, αποδειγμένος/αποδεδειγμένος, 29,30,87,88, prove, demonstrate
αποδίδω, απέδωσα/απόδωσα, αποδόθηκα, αποδομένος/αποδοσμένος, 186,187, irr, vt. give back, return, attribute, credit with, render
αποθαρρύνω, αποθάρρυνα, αποθαρρύνθηκα, αποθαρρημένος, 48,49, vt. discourage, demoralize
αποθέτω, απέθεσα/απόθεσα, αποτίθεμαι, αποτέθηκα, 137,138, irr, vt. put down, deposit, confide, αποθήκη, store
αποθηκεύω, αποθήκευσα/αποθήκεψα, αποθηκεύτηκα/αποθηκεύθηκα, αποθηκευμένος, 19,17,20, vt. store
αποκαλύπτω, αποκάλυψα, αποκαλύφθηκα/αποκαλύφτηκα, 11,12, vt. uncover, reveal
αποκάνω/αποκάμνω, απόκανα/απόκαμα, αποκαμωμένος, 164, irr, vt.act. finish off, vi.act.mid.ppp. get tired, get weary
αποκλείω, απέκλεισα/απόκλεισα, αποκλείστηκα, αποκλεισμένος, 40,41, vt. close off, αποκλείεται! ausgeschloßen, out of the question!
αποκρίνομαι, αποκρίθηκα, 2
αποκρούω, απέκρουσα/απόκρουσα, αποκρούστηκα, 40,41, vt. refute, reject, repel, repulse
αποκτάω/αποκτώ/αποχτώ, απόκτησα/απέκτησα, αποκτιέμαι/αποκτώμαι, αποκτήθηκα/αποχτήθηκα, αποκτημένος, 58,59,61, vt. acquire, obtain, αποκτήστε το τώρα! get it today!
απολαμβάνω/απολαύω, απήλαυσα/απόλαυσα, απολαύσω, απέλαβον, 98, irr, vt.act. gain, get, enjoy, relish, vi.gen. enjoy, experience
απολεπίζω, απολέπισα, απολεπίστηκα, απολεπισμένος, 33,34
απολήγω, 21, def.
απολιθώνω, απολίθωσα, απολιθώθηκα, απολιθωμένος, 3,4
απολογούμαι/απολογιέμαι, απολογήθηκα, 74,59, vi.dep. defend onself, apologize
απολυμαίνω, απολύμανα, απολυμάνθηκα, απολυμασμένος, 44,46, vt. decontaminate, disinfect, fumigate
απολύω, απέλυσα/απόλυσα, απολύθηκα, απολυμένος, 5,6, vt. release, dismiss, let loose, (absolve -> απαλλάσσω)
απομακρύνω, απομάκρυνα, απομακρύνθηκα, απομακρυσμένος, 48,49, move away, entfernen
απομένω, απέμεινα/απόμεινα, 178, remain
απομονώνω, απομόνωσα, απομονώθηκα, απομονωμένος, 3,4, vt. insulate, isolate, separate, απομονώνομαι από, vi.mid. withdraw from
αποπαίρνω, αποπήρα, 185, irr.
αποπειρώμαι, αποπειράθηκα, 99, irr, vi.dep. attempt
αποπέμπω, απέπεμψα, αποπέμφθηκα, 9,10
αποπερατώνω, αποπεράτωσα, αποπερατώθηκα, αποπερατωμένος, 3,4
αποπλανώ, αποπλάνησα, αποπλανήθηκα, αποπλανημένος, 60,61
αποπλέω, απέπλευσα, 42
αποπνέω, 42
αποποιούμαι, αποποιήθηκα, 74,75
αποπροσανατολίζω, αποπροσανατόλισα, αποπροσανατολίστηκα, αποπροσανατολισμένος, 33,34
απορρέω, 42, vi.def. flow (from)
απορρίπτω, απέρριψα/απόρριψα, απορρίφθηκα/απορρίφτηκα, 11,12, vt. refuse
απορρίχνω, απόρριξα, miscarry
απορώ, απόρησα, απορημένος, 73, vi.act.mid.ppp. be astonished, surprised, wonder
αποσπώ/αποσπάω, απέσπασα, αποσπάστηκα, αποσπασμένος, 71,72,68, vt. detach
αποστάζω, απόσταξα/απέσταξα, αποσταγμένος/απεσταγμένος, 23, ppp
αποσταίνω, απόστασα, αποστασμένος, 52, vi.ppp. be tired
αποστασιοποιούμαι, αποστασιοποιήθηκα, αποστασιοποιημένος, 74,75
αποστατώ, αποστάτησα, 73
αποστειρώνω, αποστείρωσα, αποστειρώθηκα, αποστειρωμένος, 3,4
αποστέλλω, απέστειλα, απεστάλη-απεστάλησαν, απεσταλμένος, 85,91, irr,
αποσυνδέω, αποσύνδεσα, αποσυνδέθηκα, αποσυνδεμένος/αποσυνδεδεμένος, 5,6, vt. disconnect
αποσυντίθεμαι, αποσυντέθηκα, αποσυντεθειμένος, 138, irr, vi.dep. decompose, rot
αποσύρω, απόσυρα, αποσύρθηκα, αποσυρμένος, 217,218, irr, vt. withdraw, retract, take away
αποτελώ, αποτέλεσα, αποτελέστηκα, αποτελούμενος, 76,78, vt. to be, make up, form, constitute, αποτελούμαι, vi.mid.def. consist of
αποτίω/αποτίνω, απέτισα, αποτίομαι, 5,6, pay
αποτυχαίνω/αποτυγχάνω, απέτυχα/απότυχα, αποτυχημένος, 148, irr, vi.act.mid.ppp. fail, be unsuccesful
αποφασίζω, αποφάσισα, αποφασίστηκα, αποφασισμένος, 33,34, vt. decide on
αποφέρω, απέφερα, 217, irr, vi. produce
αποφεύγω, απέφυγα/απόφυγα, αποφεύγομαι, αποφεύχθηκα, 228,100, irr, vt. avoid, escape
αποφλοιώνω, αποφλοίωσα, αποφλοιώθηκα, αποφλοιωμένος, 3,4
αποφοιτώ, αποφοίτησα, 60
αποφορτίζω, αποφόρτισα, αποφορτίστηκα, αποφορτισμένος, 33,34
αποφράζω, απέφραξα/απόφραξα, αποφράχτηκα/αποφράχθηκα, 23,24
αποφυλακίζω, αποφυλάκισα, αποφυλακίστηκα, αποφυλακισμένος, 33,34
αποχαιρετάω/αποχαιρετώ/αποχαιρετίζω, αποχαιρέτισα, αποχαιρετίστηκα, 33,34,173
αποχαλινώνω,
αποχαυνώνω,
αποχρωματίζω,
αποχωρίζω, αποχώρισα, αποχωρίστηκα, αποχωρισμένος, 33,34, vt. separate, αποχωρίζομαι, vi.mid. part from
αποχωρώ, αποχώρησα, 73, vi. withdraw, resign
αποψιλώ,
άπτομαι,
απωθώ,
αραδιάζω,
αράζω, άραξα, αραγμένος, 23, moor, tie up, come to rest
αραιώνω, αραίωσα, αραιώθηκα, αραιωμένος, 3,4, thin or spread out, dilute, make or become fewer
αργάζω, άργασα, αργάστηκα, αργασμένος, 35,36, vt. tan
αργώ, άργησα, 73, vt.act. delay, make late, hold up, vi.act.mid be late, μην αργήσεις!
αρέσω, άρεσα, 101, irr, vi. be pleasing to, την αρέσω, she likes me.
αρκώ, άρκεσα/ήρκεσα, αρκέστηκα/ηρκέσθην, 76,78, irr, vt. suffice
αρμόζει, αρμόζουν, vi.impers. fit, be suitable
αρνούμαι/αρνιέμαι, αρνήθηκα, 74,59 vt.dep. deny, refuse, negate
αρπάζω, άρπαξα, αρπάχτηκα, αρπαγμένος, 23,24, vt. snatch, catch, seize, steal, grab, αρπάζομαι, vi.mid. come to blows, lose one's temper
αρραβωνιάζω, αρραβώνιασα, αρραβωνιάστηκα, αρραβωνιασμένος, 35,36, vt. betroth, αρραβωνιάζομαι, vi.mid. get engaged
αρρωσταίνω, αρρώστησα, αρρωστημένος, 50, vt.act. make sick/ill, vi.act.mid.ppp. get sick
αρταίνω, άρτυσα, αρτύθηκα, αρτυμένος/αρτυσμένος, 102,103, irr, vt. spice, αρταίνομαι
αρχαΐζω, 33
αρχίζω, άρχισα, αρχινισμένος, 33, vt.act. begin, start
αρχινάω/αρχινώ, αρχίνησα, αρχινισμένος, 58, vt. begin
αρωματίζω, αρωμάτισα, αρωματίστηκα, αρωματισμένος, 33,34,
ασβεστώνω, ασβέστωσα, ασβεστώθηκα, ασβεστωμένος, 3,4
ασεβώ, ασέβησα, 73
ασελγώ, ασέλγησα, 73
ασημώνω, ασήμωσα, ασημώθηκα, ασημωμένος, 3,4
ασθενώ, ασθένησα, 73
ασθμαίνω, 44, vi.def. pant, be out of breath
ασκητεύω, ασκήτεψα, 17
ασκώ, άσκησα, ασκήθηκα, ασκημένος, 73,74, vt. exercise, practise, ασκούμαι, vi.mid. exercise oneself, η άσκηση, the exercize
ασπάζομαι, ασπάστηκα, 36
ασπρίζω, άσπρισα, ασπρίστηκα, ασπρισμένος, 33,34
αστειεύομαι, αστειεύτηκα, 18, vi.dep. be joking
αστικοποιώ, αστικοποίησα, αστικοποιήθηκα, αστικοποιημένος, 73,74,75
αστοχώ, αστόχησα, 73
αστράφτω, άστραψα, 15, vi. flash, lighten, shine, sparkle, αστράφτει, vi.impers. it's lightening
αστυνομεύω, αστυνόμευσα, 19,20
ασφαλίζω, ασφάλισα, ασφαλίστηκα, ασφαλισμένος, 33,34
ασφαλτοστρώνω, ασφαλτόστρωσα, ασφαλτοστρώθηκα, ασφαλτοστρωμένος, 3,4
ασφύκτιώ, 60
ασχημαίνω, ασχήμυνα, 47
ασχημίζω, ασχήμισα, 33
ασχημονώ, 73
ασχολούμαι/ασχολιέμαι, ασχολήθηκα, 74,59, vi.dep.mid. engage in, keep busy, occupy myself
ατενίζω, ατένισα, 33
ατιμάζω, ατίμασα, ατιμάστηκα, ατιμασμένος, 35,36
ατονώ, ατόνησα, 73
ατροφώ, ατρόφησα, 73
ατσαλώνω, ατσάλωσα, ατσαλώθηκα, ατσαλωμένος, 3,4
ατυχώ, ατύχησα, 73, vi.act.mid. be unlucky
αυγοκόβω, αυγόκοψα, αυγοκομμένος, 7
αυθαδιάζω, αυθαδίασα, 35
αυθαιρετώ, αυθαιρέτησα, 73
αυθυποβάλλομαι, αυθυποβλήθηκα, 147,
αυλακώνω, αυλάκωσα, αυλακώθηκα, αυλακωμένος, 3,4,
αυνανίζομαι, αυνανίστηκα, 34,
αυξάνω/αυξαίνω, αύξησα, αυξήθηκα, αυξημένος, 104,105, irr, vt. increase
αυξομειώνω, αυξομείωσα, αυξομειώθηκα, 3,4,
αυτενεργώ, αυτενέργησα, 73,
αυτοεξυπηρετούμαι, αυτοεξυπηρετήθηκα, 74
αυτοκτονώ, αυτοκτόνησα, 73, vi. commit suicide, kill oneself
αυτοματοποιώ, αυτοματοποίησα, αυτοματοποιήθηκα, αυτοματοποιημένος, 73,74,75, vt. automate
αυτομολώ, αυτομόλησα, 73
αυτονομούμαι, αυτονομήθηκα, αυτονομημένος, 74
αυτοπατώμαι, 61
αυτοσχεδιάζω, αυτοσχεδίασα, 35
αφαιρώ, αφαίρεσα, αφαιρέθηκα, αφαιρεμένος, 76,77,63, vt. abstract, cut, remove, steal, distract
αφανίζω, αφάνισα, αφανίστηκα, αφανισμένος, 33,34, vt. annihilate, harass, αφανίζομαι vi.mid. vanish, be destroyed
αφηγούμαι, αφηγήθηκα, 74, vt.dep. narrate
αφήνω, άφησα/άφηκα, αφέθηκα, αφημένος, 106,107, irr, vt. let, leave
αφθονώ, 73, vi.def. abound
αφιερώνω, αφιέρωσα, αφιερώθηκα, αφιερωμένος, 3,4, vt. dedicate, devote, αφιερώνομαι σε κάτι, vi.mid. devote oneself to sth
αφιονίζω, αφιόνισα, αφιονίστηκα, αφιονισμένος, 33,34
αφίσταμαι, απέστην, dep. to differ, hold aloof
αφομοιώνω, αφομοίωσα, αφομοιώθηκα, αφομοιωμένος, 3,4, vt. assimilate
αφοπλίζω, αφόπλισα, αφοπλίστηκα, αφοπλισμένος, 33,34
αφορά-αφορούν, imperf. αφορούσε-αφορούσαν, vt.impers. relate to, concern
αφορίζω, αφόρισα, αφορίστηκα, αφορισμένος, 33,34
αφοσιώνομαι, αφοσιώθηκα, αφοσιωμένος, 4, vi.dep.mid. to devote oneself
αφουγκράζομαι, αφουγκράστηκα, 36
αφρίζω, άφρισα, αφρισμένος, 33
αφυπηρετώ, αφυπηρέτησα, 73
αφυπνίζω, αφύπνισα, αφυπνίστηκα, αφυπνισμένος, 33,34
αχνίζω, άχνισα, 33
αχνοφέγγω, 21,
αχολογάω/αχολογώ, αχολόγησα, 58
αχρηστεύομαι, αχρηστεύτηκα/αχρηστεύθηκα, αχρηστευμένος, 17,19,20
αψηφάω/αψηφώ, αψήφησα, 58, vt. brave, narguer, mépriser, neglect, forget, defy
αψιμαχώ, 73, vi.def. skirmish

βαβίζω, βάβισα, 33, vi. bark, cry, scream
βαδίζω, βάδισα, 33, vi. walk, march, move
βάζω/βάνω, έβαλα, βάλθηκα, βαλμένος, 108,182, irr, vt. lay, place, wear, put /down/in/on, ~ κάτω/μέσα/../
βαθαίνω, βάθυνα, 47, vt.act. make deeper, vi. get deeper, grow hollow, widen
βαθμολογώ, βαθμολόγησα, βαθμολογήθηκα, βαθμολογημένος, 73,74, vt. note, grade
βαθουλώνω, βαθούλωσα, βαθουλωμένος, 3, vt.act. sculpt, empty, hollow out, vi. become hollow
βαίνω, έβην, come, venir, go
βαλαντώνω, βαλάντωσα, βαλαντωμένος, 3, vi.ppp. be tired, exhausted
βάλλω, έβαλα, βλήθηκα/εβλήθην, βεβλημένος, 146,147, irr, vt. to throw
βαλσαμώνω, βαλσάμωσα, βαλσαμώθηκα, βαλσαμένος, 3,4, vt. embalm, stuff
βαλτώνω, βάλτωσα, βαλτωμένος, 3, vi.ppp. stagnate, sink, become a marsh
βαραθρώνω, βαράθρωσα, βαραθρώθηκα, βαραθρωμένος, 3,4, vt. throw over a precepice, destroy, ruin
βαραίνω, βάρυνα, 47, vt. be a burden on, vi. weigh, become heavy
βαράω/βαρώ, βάρεσα, βαρεμένος, 62, vt. bang, beat, kick, do, hit, shoot, vi. be hurt
βαριακούω, 83, vi.def. be hard on the ears
βαριαναστενάζω, βαριαναστέναξα, 23, vi. sigh, shiver
βαριαρρωστάω/βαριαρρωστώ, βαριαρρώστησα, 58, vi. become very sick
βαριέμαι, βαρέθηκα, (βαριεστισμένος), 63, vt.dep. be bored with, vi.dep. be bored
βαριεστάω, βαριέστησα, βαριεστημένος, 58, vi.ppp. have enough, be bored
βαριοφαίνεται-βαριοφάνηκα, 225, irr, vi.def.impers. displease
βαρυγκωμάω/βαρυγκωμώ, βαρυγκώμησα, 58
βαρύνω, βάρυνα, βαρύνθηκα-εβαρύνθην, βεβαρημένος, 48,49, vt. weigh down, βαρύνομαι, vi.mid.def. be laid to one's charge
βαρυστομαχιάζω, βαρυστομάχιασα, βαρυστομαχιασμένος, 35, vi.ppp. have indigestion, stomach ache
βασανίζω, βασάνισα, βασανίστηκα, βασανισμένος, 33,34, vt. torment, torture, βασανίζομαι, vi.mid. struggle, torture oneself
βασίζω, βάσισα, βασίστηκα, βασισμένος, 33,34, vt. base, βασίζομαι, vi.mid. rely
βασιλεύω, βασίλεψα, 17, vi. reign, set (sun)
βασκαίνω, βάσκανα, βασκάθηκα, βασκαμένος, 44,45, vt. cast evil eye upon
βαστάζω, βάσταξα, βαστάχτηκα, βασταγμένος, 23,24, vt. carry, support
βαστάω/βαστώ, βάσταξα/βάστηξα, βαστάχτηκα/βαστήχτηκα, βασταγμένος/βαστηγμένος, 64,65,66,67, vt. hold, contain, support, carry, keep, βαστιέμαι, vi.mid. control oneself
βατεύω, βάτεψα, βατεύτηκα, βατεμένος, 17,18, vt. cover an animal
βαυκαλίζω, βαυκάλισα, βαυκαλίστηκα, βαυκαλισμένος, 33,34, vt. rock/lull to sleep
βαφτίζω/βαπτίζω, βάφτισα, βαφτίστηκα, βαφτισμένος, 33,34, vt. baptize, name, call, christen
βάφω, έβαφα, έβαψα, βάψε, βάψου, βάφηκα/βάφτηκα, βαμμένος, 13,122, irr, vt. paint
βγάζω, έβγαλα, βγάλθηκα, βγαλμένος, 108, irr, vt. take out/off, get off, remove, extract
βγαίνω, βγήκα, βγω, (βγες/έβγα, βγείτε), βγαλμένος, 109, irr, vi.ppp.semi. come/go out, exit
βεβαιώνω, βεβαίωσα, βεβαιώθηκα, βεβαιωμένος, 3,4, vt. affirm, assure, βεβαιώνομαι, vi.mid. make sure
βεβηλώνω, βεβήλωσα, βεβηλώθηκα, βεβηλωμένος, 3,4, vt. desecrate
βελάζω, βέλαξα, 23, vi. bleat
βελονιάζω, βελόνιασα, βελονιάστηκα, βελονιασμένος, 35,36, vt. thread, stitch, prick
βελτιώνω, βελτίωσα, βελτιώθηκα, βελτιωμένος, 3,4, vt. improve, enhance, βελτιώνομαι, vi.mid. get/become better, η βελτίωση, improvement
βερνικώνω, βερνίκωσα, βερνικώθηκα, βερνικωμένος, 3,4, vt. varnish
βηματίζω, βημάτισα, 33, vi. walk, pace
βήχω, έβηξα, 31, vi.act. cough
βιάζω, βίασα/έβιασα, βιάστηκα, βιασμένος, 35,36, vt. force, urge, rape, βιάζομαι vi.mid, be in a hurry
βιαιοπραγώ, βιαιοπράγησα, 73, vi. act with violence
βιβλιοδετώ, βιβλιοδέτησα, βιβλιοδετήθηκα, βιβλιοδετημένος, 73,74, vt. bind a book
βιγλίζω, βίγλισα, 33, vt.act. keep a look-out (for), vi. keep guard,
βιδώνω, βίδωσα, βιδώθηκα, βιδωμένος, 3,4, vt. screw
βιντεοσκοπώ, βιντεοσκόπησα, βιντεοσκοπήθηκα, βιντεοσκοπημένος, 73,74, vt. video-record
βιομηχανοποιώ, βιομηχανοποίησα, βιομηχανοποιήθηκα, βιομηχανοποιημένος, 73,74,75, industrialize
βιράρω, βιράρισα, 55, vi. weigh anchor
βιώνω, βίωσα, βιώθηκα, βιωμένος, 3,4, vt. live, experience, participate
βλάπτω/βλάφτω, έβλαψα, βλάφτηκα, βλαμμένος, 11,12,15,16, vt. harm, damage
βλασταίνω/βλαστάνω/βλαστίζω, βλάστησα, 50, vi. sprout, grow shoots
βλαστημάω/βλαστημώ, βλαστήμησα, 58, vt.act.vi. curse, blaspheme
βλαστολογώ, βλαστολόγησα, 73,58, vt. ? vignard
βλασφημώ, βλασφήμησα, 73, vt.act.vi. blaspheme
βλέπω, είδα, (δω, δεις, δούμε...), (δες, δέστε/δείτε), βλέπομαι, ειδώθηκα, ιδωθώ, ιδωμένος, 110,111, irr, vt. to see, look, watch, be seen
βλογάω/βλογώ, βλόγησα, βλογήθηκα, βλογημένος, 58,59, vt. bless, ευλογώ,
βογκαώ/βογκώ/βογγάω, βόγκηξα, 66, vi. groan, moan
βοηθάω/βοηθώ, βοήθησα/βόηθησα, βοηθήθηκα, βοηθημένος, 58,59, vt. help
βολεί-βολούσε, βόλεσε, impers.
βολεύω, βόλεψα, βολεύτηκα, βολεμένος, 17,18, vt. fit in, cope with, manage, βολεύομαι, vi.mid. be comfortable
βολιδοσκοπώ, βολιδοσκόπησα, βολιδοσκοπήθηκα, βολιδοσκοπημένος, 73,74, vt. sound, fathom
βολοδέρνω, βολόδειρα, 120, irr, vi. break soil, struggle, wrestle
βολτάρω, βόλταρα/βολτάρισα, 53, vi. go for a walk
βομβαρδίζω, βομβάρδισα, βομβαρδίστηκα, βομβαρδισμένος, 33,34, vt. bomb
βοσκάω/βοσκώ/βόσκω/βοσκιέμαι/βόσκομαι, βόσκησα, βοσκήθηκα, βοσκημένος, 58,59,112,151, irr, vt. graze, browse, wander
βοτανίζω, βοτάνισα, βοτανίστηκα, βοτανισμένος, 33,34, vt. weed the garden
βουβαίνω, βούβανα, βουβάθηκα, βουβαμένος, 44,45, vt. make dumb
βουίζω, βούιξα, 23, vi. buzz, hum, roar, make a confused noise
βουλιάζω, βούλιαξα, βουλιαγμένος, 23, vt.act. ruin, collapse, vi.ppp. sink
βούλομαι, βουλήθηκα, 151, irr, vt.dep. wish, want
βουλώνω, βούλωσα, βουλωμένος, 3, vt.act. seal, stop up, block, close, vi.ppp. become stopped up
βουρκώνω, βούρκωσα, βουρκωμένος, 3, vi.ppp. brim with tears, threaten rain, get muddy
βουρλίζω, βούρλισα, βουρλίστηκα, βουρλισμένος, 33,34, vt. drive mad, βουρλίζομαι, vi.mid. become furious, desire madly
βουρτσίζω, βούρτσισα, βουρτσίστηκα, βουρτσισμένος, 33,34, vt. brush
βουτάω, βούτηξα, βουτήχτηκα, βουτηγμένος, 66,67, vt. dip, grab, snatch, steal, vi. jump, βουτιέμαι, vi.mid. fight
βουτυρώνω, βουτύρωσα, βουτυρώθηκα, βουτυρωμένος, 3,4, vt. butter
βραβεύω, βράβευσα, βραβεύτηκα/βραβεύθηκα, βραβευμένος, 19,20, vt. reward, give prize to
βραδιάζει, βράδιασε, 35, vi.impers. evening falls
βραδύνω, βράδυνα, 48, vi. be slow or late
βραδυπορώ, 73, vi.def. go slowly, lag
βράζω, έβρασα, βράστηκα, βρασμένος, 35,36, vt. boil, seethe, ferment
βραχνιάζω, βράχνιασα, βραχνιασμένος, 35, vt.act. make, vi.ppp. become hoarse
βραχυκυκλώνω, βραχυκύκλωσα, βραχυκυκλώθηκα, βραχυκυκλωμένος, 3,4, vt. short-circuit
βρέχω, έβρεξα, βράχηκα, βρεμένος/βρεγμένος, 31,113, irr, vt. wet, moisten, βρέχομαι, vi.mid. get wet, βρέχει, impers. it is raining
βρίζω, έβρισα, βρίστηκα, βρισμένος, 33,34, vt. abuse, revile, swear at
βρίθει-βρίθουν, έβριθε-έβριθαν, vi.def.third. (+gen) teem with, be full of, βρίθω
βρικολακιάζω, βρικολάκιασα, βρικολακιασμένος, 35, vi.ppp. become a vampire
βρίσκω, βρήκα/ήβρα, (βρω, βρεις..), (βρες, βρείτε), βρέθηκα, βρισκόμενος, 114,115, irr, vt.semi. find
βρομάω/βρωμάω/βρομώ, βρόμησα, 58, vi. stink, smell
βρομίζω, βρόμισα, βρομίστηκα, βρομισμένος, 33,34, vt. make/get dirty, vi. irritate, annoy, pollute
βρομοκοπάω/βρομοκοπώ, βρομοκόπησα, 58, vi. stink
βροντάω/βροντώ, βρόντηξα/βρόντησα, 66,58, vt.act. slam, bang on, vi. boom, βροντάει, impers. thunder
βροντοκοπάω/βροντοκοπώ, βροντοκόπησα, 58, vi. bang, thump
βροντοφωνάζω, βροντοφώναξα, 23, vi. yell, scream
βρυχιέμαι/βρυχώμαι, βρυχήθηκα, 59,61, vi.dep. roar
βυζαίνω, βύζαξα, βυζάχτηκα, βυζαγμένος, 116,117, irr, vt. suckle, breastfeed
βυθίζω, βύθισα, βυθίστηκα, βυθισμένος, 33,34, vt. immerse, plunge, sink, sank, sunk
βυθομετρώ/βυθομετράω, βυθομέτρησα, 73,58, vi. test the depth
βυσσοδομώ, βυσσοδόμησα, 73, vi. machinate, intrigue (against)

γαρνίρω, γαρνίρισα, γαρνιρίστηκα, γαρνιρισμένος, 56,57, vt. garnish
γδέρνω, έγδαρα, γδάρθηκα, γδαρμένος, 118,119, irr, vt. skin, scratch, scuff
γδύνω, έγδυσα, γδύθηκα, γδυμένος, 1,2, vt. undress, γδύνομαι, vi.mid. get undressed
γειτονεύω, γειτόνεψα, 17, be in the neighborhood of
γελάω/γελώ, γέλασα, γελάστηκα, γελασμένος, 68,69, vi. (with με) to laugh at, γελιέμαι, vi.mid. be deceived or mistaken
γεμίζω, γέμισα, γεμισμένος, 33, vt.act. fill, stuff, vi. be full
γεννάω/γεννώ, γέννησα, γεννήθηκα, γεννημένος, 58,59, vt. bear, γεννιέμαι, vi.mid. be born
γερνάω/γερνώ, γέρασα, γερασμένος, 68, vt.act. make old, vi.act.mid.ppp. get old
γέρνω, έγειρα, γερμένος, 120, irr, vt.act. tip, dip, bend, bow, vi.ppp. middle?
γεύομαι, γεύτηκα, 18, vt.dep. taste, try, η γεύση
γιατρεύω, γιάτρεψα, γιατρεύτηκα, γιατρεμένος, 17,18, vt. cure, heal
γίνομαι, έγινα/γίνηκα, γίνω/γένω, γινωμένος, 121, irr, vi.dep.semi. become, get, γίνεται, happen, occur, γεγονός, event, fact
γιορτάζω, γιόρτασα, γιορτάστηκα, γιορτασμένος, 35,36, vt. to celebrate
γκαστρώνω, γκάστρωσα, γκαστρώθηκα, γκαστρωμένος, 3,4, vt. make pregnant, keep waiting, pester
γκρεμίζω, γκρέμισα, γκρεμίστηκα, γκρεμισμένος, 33,34, vt. demolish, γκρεμίζομαι, vi.mid. collapse, be destroyed
γκρινιάζω, γκρίνιαξα, 23, vt.act. nag, vi. moan, grumble
γλεντάω/γλεντώ, γλέντησα, 58, vi. amuse oneself
γλιστράω/γλιστρώ, γλίστρησα, 58, vi. slip
γλιτώνω/γλυτώνω, γλίτωσα/γλύτωσα, γλιτωμένος, 3, vt.act. to save, rescue, vi.act.mid.ppp. escape, survive, get away with sthg, have a close shave
γνέφω, έγνεψα, 13, vt.act. nod/wave to, wink at, vi. signal
γνωρίζω, γνώρισα, γνωρίστηκα, 33,34, vt. know, introduce, γνωρίζομαι, vi.mid. be/get acquainted, meet/know each other
γονατίζω, γονάτισα, γονατισμένος, 33, vt.act. make kneel, weigh down
γονιμοποιώ, γονιμοποίησα, γονιμοποιήθηκα, γονιμοποιημένος, 73,74,75, fertilize
γουστάρω, γούσταρα/γουστάρισα, 53, vt.act. like, want, please, το γούστο, taste
γράφω, έγραψα, γράφηκα/γράφτηκα, γραμμένος, 13,122, irr, vt. write
γρηγορώ, 73, def. watch, be vigilant
γρικάω/γρικώ, γρίκησα, 58,59, hear
γριπιάζομαι/γριπώνομαι, γριπάστηκα/γριπώθηκα, γριπιασμένος/γριπωμένος, 36,4, vi. have a cold
γρονθοκοπάω/γρονθοκοπώ, γρονθοκόπησα, γρονθοκοπήθηκα, γρονθοκοπημένος, 58,59, vt. fist-fight
γρούζω, έγρουξα, 23, vi. grogner, gronder, groan, complain
γρουσουζεύω, γρουσούζεψα, 17, vt. bring bad luck
γρυλίζω, γρύλισα, 33, vi. grogner, grincer
γυαλίζω, γυάλισα, γυαλίστηκα, γυαλισμένος, 33,34, vt. polish, shine
γυμνάζω, γύμνασα, γυμνάστηκα, γυμνασμένος, 35,36, vt. exercize
γυμνώνω, γύμνωσα, γυμνώθηκα, γυμνωμένος, 3,4, vt. undress, make nude
γυναικοκρατούμαι, 74, vi.dep. be dominated by women, effeminize
γυναικοφέρνω, 226, vi. act like a woman
γυρεύω, γύρεψα, 17, vt.vi. look, search for
γυρνάω/γυρνώ/γυρίζω, γύρισα, γυρίζομαι, γυρίστηκα, γυρισμένος, 70,33,34, vt. to turn, return, go around
γυροφέρνω, γυρόφερα, 226, vi. parade
γυψώνω, γύψωσα, γυψώθηκα, γυψωμένος, 3,4, vt. plaster
γωνιάζω, γώνιασα, γωνιάστηκα, γωνιασμένος, 35,36, vt. make square

δαγκώνω/δαγκάνω, δάγκωσα, δαγκώθηκα, δαγκωμένος, 3,4, vt. bite
δαιμονίζω, δαιμόνισα, δαιμονίστηκα, δαιμονισμένος, 33,34
δακρύζω, δάκρυσα, δακρυσμένος, 33, vi.act.mid.ppp. shed tears, cry, δακρύνω
δακτυλογραφώ, δακτυλογράφησα, δακτυλογραφήθηκα, δακτυλογραφημένος, 73,74, vt. type
δαμάζω, δάμασα, δαμάστηκα, δαμασμένος, 35,36, vt. tame
δανείζω, δάνεισα, δανείστηκα, δανεισμένος, 33,34, vt. lend, δανείζομαι, vt.mid. borrow, δανεικός, adj. borrowed
δανειοδοτώ, δανειοδότησα, δανειοδοτήθηκα, δανειοδοτημένος, 73,74, accord loans, lend
δαπανάω/δαπανώ/δαπανιέμαι/δαπανώμαι, δαπάνησα, δαπανήθηκα, δαπανημένος, 58,59,61, vt. spend
δασκαλεύω, δασκάλεψα, δασκαλεύτηκα, δασκαλεμένος, 17,18, vt. teach, give lessons to, instruct
δασμολογώ, δασμολόγησα, δασμολογήθηκα, δασμολογημένος, 73,74, vt. impose import duties
δασύνομαι, 49 vt.dep.def. mettre l'esprit rude? δασύνω
δειλιάζω, δείλιασα, 35, vi. be afraid, lack courage
δεινοπαθώ, δεινοπάθησα, 73, vi. be sick, suffer
δειπνώ, δείπνησα, 73, vi. dine, eat
δείχνω/δεικνύω, έδειξα, δείχτηκα, δειγμένος, 29,30, vt. show, point out
δεκάζω, δέκασα, δεκάστηκα, δεκασμένος, 35,36
δεκαπλασιάζω, δεκαπλασίασα, δεκαπλασιάστηκα, δεκαπλασιασμένος, 35,36
δελεάζω, δελέασα, δελεάστηκα, δελεασμένος, 35,36, vt. allure, tempt
δένω, δέσω, έδεσα, δέθηκα, δεμένος, 1,2, vt. tie, bind
δεξιώνομαι, δεξιώθηκα, 4, vt.dep. receive, welcome, entertain
δέομαι, δεήθηκα, 151, vi.dep. pray, supplicate, beg
δέρνω, έδειρα, δάρθηκα, δαρμένος, 120,119, irr, vt. beat, δέρνομαι, vi.mid. wail, mourn
δεσμεύω, δέσμευσα, δεσμεύτηκα/δεσμεύθηκα, δεσμευμένος, 19,20, vt. bind
δεσπόζω, 35, def. vi. reign, dominate
δευτερολογώ, δευτερολόγησα, 73, vi. reply, respond
δέχομαι, δέχτηκα/δέχθηκα(/εδέχθην), (δεδεγμένος), 32, vt.dep. accept, receive
δηλητηριάζω, δηλητηρίασω, δηλητηριάστηκα, δηλητηριασμένος, 35,36, vt. poison
δηλώνω, δήλωσα, δηλώθηκα, δηλωμένος, 3,4, vt. declare
δημιουργώ, δημιούργησα, δημιουργήθηκα, δημιουργημένος, 73,74, vt. create
δημοπρατώ, δημοπράτησα, δημοπρατήθηκα, δημοπρατημένος, 73,74, vt. auction
δημοσιεύω, δημοσίευσα, δημοσιεύτηκα/δημοσιεύθηκα, δημοσιευμένος, 19,20, vt. publish
δημοσιογραφώ, δημοσιογράφησα, 73, vi. be a journalist, journalize, report
διαβάζω, διάβασα, διαβάστηκα, διαβασμένος, 35,36, vt. read, study
διαβαίνω, διάβηκα, διαβώ, 92, irr, vt.semi. cross, pass by
διαβάλλω, διέβαλα, διαβκήθηκα, 146,147, irr, defame, calumniate, curse, accuse
διαβεβαιώνω, διαβεβαίωσα, διαβεβαιώθηκα, διαβεβαιωμένος, 3,4, vt. assure, affirn, confirm, certify, swear
διαβιβάζω, διαβίβασα, διαβιβάστηκα, διαβιβασμένος, 35,36, vt. transmit, send
διαβλέπω, διέβλεψα/διείδα, 123, vt.act. discern
διαγράφω, διέγραψα, διαγράφηκα/διαγράφτηκα, διαγραμμένος, 13,122, delete, erase
διαθέτω, διέθεσα, διατίθεμαι, διατέθηκα, διατεθειμένος, 137,138, irr, vt. have at one's disposal, bequeath, διαθήκη, last will and testament, διάθεση, disposition
διαθλώ, (διέθλασα), (διαθλάστηκα), 71,72, vt. refract
διαιρώ, διαίρεσα, διαιρέθηκα, διαιρεμένος, 76,77, vt. divide
διαισθάνομαι, διαισθάνθηκα, 82, vt. see in advance, sense, prescient
διαιωνίζω, διαιώνισα, διαιωνίστηκα, διαωνισμένος, 33,34, vt. perpetuate
διακανονίζω, διακανόνισα, διακανονίστηκα, διακανονισμένος, 33,34, organize, regiment
διακατέχω/διακατέχομαι, 190,191, irr, vt.act.def.def, inhabit, motivate, animate
διάκειμαι, διέκειντο, 158, vi.dep.def. de disposed/inclined to
διακηρύσσω, διακήρυψα, διακηρύχθηκα/διακηρύχτηκα, διακηρυγμένος, 27,28, vt. proclaim
διακινδυνεύω, διακινδύνευσα/διακινδλυνψα, 19,17, vt.act. risk, bet, compromise, expose oneself, gamble, play
διακινώ, διακίνησα, διακινήθηκα, 73,74, vt. distribute, transport
διακλαδίζομαι/διακλαδώνομαι, διακλαδίστηκα/διακλαδώθηκα, διακλαδισμένος/διακλαδωμένος, 34,4, vi.dep. branch
διακομίζω, διακόμισα, διακομίστηκα, διακομισμένος, 33,34, vt. transport (the sick or injured)
διακονεύω, διακόνεψα, 17
διακόπτω, διέκοψα, διακόπτομαι, διακόπηκα, διακεκομμένος, 11,124, irr, vt. interrupt, disrupt, cut off
διακοσμώ, διακόσμησα, διακοσμήθηκα, διακοσμημένος, 73,74, vt. decorate
διακρίνω, διέκρινα, διακρίθηκα, διακεκριμένος, 172,2, irr, distinguish, differentiate, vi.mid. be outstanding
διαλέγω, διάλεξα, διαλέχτηκα, διαλεγμένος, 21,22, vt. choose, pick out, select
διαλύω, διέλυσα/διάλυσα, διαλύθηκα, διαλυμένος, 5,6, vt. dissolve, dismantle, wear out
διαμαρτύρομαι, διαμαρτυρήθηκα, 151, irr, vi.dep. (για κάτι) protest
διαμαρτυρώ, διαμαρτύρησα, διαμαρτυρήθηκα, διαμαρτυρημένος, 73,74, vt. protest (bill), διαμαρτυρούμαι, vi.mid. protest
διανέμω, διένειμα, διανεμήθηκα, διανεμημένος, 125,126, irr, vt. distribute
διαρρέω, διέρρευσα, 42,43, vi. flow (through), διαρρέομαι, def. ?
διαρρηγνύω, διέρρηξα, 87,88, irr, vt. tear, burst, break, burgle
διασκεδάζω, διασκέδασα, διασκεδάστηκα, διασκεδασμένος, 35,36, vt. entertain sbdy, vi. amuse/enjoy myself, have fun, διασκεδάζομαι, vt.dep. resolve, remove
διασκευάζω, διασκεύασα, διασκευάστηκα, διασκευασμένος, 35,36, vt. arrange, adapt (a book)
διασπώ/διασπάω, διέσπασα, διασπάστηκα, διασπασμένος, 71,72,68, vt. split
διατάζω, διέταξα, διατάχθηκα/διατάχτηκα, 23,24, vt. command, order, vi. give orders
διατάσσω, διέταξα, διατάχθηκα/διατάχτηκα, διαταγμένος/διατεταγμένος, 27,28, vt. arrange, order, position, η διάταξη, arrangement
διατηρώ, διατήρησα, διατηρήθηκα, διατηρημένος, 73,74, vt. conserve, keep, maintain
διατυπώνω, διατύπωσα, διατυπώθηκα, διατυπωμένος, 3,4, vt. express, declare, ask, formulate, word, η διατύπωση, expression, statement, phrasing, style
διαφαίνομαι, διαφάνηκα, (διαφαινόμενος), 225, irr, vi.dep.mid. show through
διαφεντεύω, διαφέντεψα, διαφεντεύτηκα, διαφεντε(υ)μένος, 17,18
διαφέρω, διέφερα, 217, irr, vi.act.mid. be different
διαφεύγω, διέφυγα, 228, irr, vt.act. escape, vi. leak
διαφημίζω, διαφήμισα, διαφημίστηκα, διαφημισμένος, 33,34, vt. advertise, promote, η διαφήμιση, advertisement, publicity
διαφθείρω, διέφθειρα, διαφθάρηκα, διεφθαρμένος, 217,229, irr, corrupt, seduce
διαφιλονικώ, διαφιλονίκησα, 73
διαφοροποιώ, διαφοροποίησα, διαφοροποιήθηκα, διαφοροποιημένος, 73,74,75
διαφυλάσσω, διαφύλαξα, διαφυλάχθηκα/διαφυλάχτηκα, διαφυλαγμένος, 27,28
διαφωνώ, διαφώνησα, 73, vt.act. disagree
διαφωτίζω, διαφώτισα, διαφωτίστηκα, διαφωτισμένος, 33,34, vt. solve, clear up, enlighten
διαχειμάζω, διαχείμασα, 35, vi. winter
διαχειρίζομαι, διαχειρίστηκα, 34, vt.dep. manage, handle, administer
διαχέω/διαχύνω, διέχυσα, διαχύθηκα, 5,127, irr, vt. spread, give off, διαχέομαι
διαχωρίζω, διαχώρισα, διαχωρίστηκα, διαχωρισμένος, 33,34, partition, split, sort out
διαψεύδω, διέψευσα, διαψεύστηκα, διαψευσμένος, 128,129, irr, vt. prove false, deny
διδάσκω, δίδαξα, διδάχτηκα/διδάχθηκα, διδαγμένος, 25,26, vt. teach
διεγείρω, διήγειρα/διέγειρα, διεγέρθηκα, διεγερμένος, 143,144, irr, excite, arouse, stimulate
διέγνωσα (να διαγνώσω), (ag.aor. διαγιγνώσκω), 71
διεθνοποιώ, διεθνοποίησα, διεθνοποιήθηκα, διεθνοποιημένος, 73,74,75
διεισδύω, διείσδυσα, 5
διεκδικώ, διεκδίκησα, διεκδικήθηκα, 73,74
διεκπεραιώνω, διεκπεραίωσα, διεκπεραιώθηκα, διεκπεραιωμένος, 3,4
διεκτραγωδώ, διεκτραγώδησα, διεκτραγωγήθηκα, 73,74
διενεργώ, διενήργησα/διενέργησα, διενεργήθηκα, 73,74
διεξάγω, διεξήγαγα, διεξάχθηκα, 135,136
διέπω/διέπομαι, 9,10, vt.dep.dep. govern, determine
διερευνώ, διερεύνησα, διερευνώμαι, διερευνήθηκα, 60,61, vt. investigate
διευθετώ, διευθέτησα, διευθετήθηκα, διευθετημένος, 73,74, vt. arrange, settle
διευθύνω, διηύθυνα/διεύθυνα, (def. διευθύνθηκα), 48,49, vt. manage, direct, διευθύνομαι προς, vi.mid. head for
διευκολύνω, διευκόλυνα, διευκολύνθηκα, 48,49, vt. facilitate, make easy
διευκρινίζω, διευκρίνισα, διευκρινίστηκα, διευκρινισμένος, 33,34, vt. clarify
διευρύνω, διεύρυνα, διευρύνθηκα, διευρυμένος, 48,49, vt. widen
διηγούμαι/διηγιέμαι, διηγήθηκα, 74,59, vt.dep. relate, tell
δικάζω, δίκασα, δικάστηκα, δικασμένος, 35,36, vt. judge, try
δικαιολογώ, δικαιολόγησα, δικαιολογήθηκα, δικαιολογημένος, 73,74, vt. excuse, justify
δικαιούμαι, 130, irr, vi.dep.def. be entitled to
δικαιώνω, δικαίωσα, δικαιώθηκα, δικαιωμένος, 3,4, vt. justify, δικαιώνομαι, vi.mid. be vindicated
δίνω/δίδω, έδωσα, δόθηκα/εδόθην, δοσμένος/δεδομένος, 131,132, irr, vt. give
διορθώνω, διόρθωσα, διορθώθηκα, διορθωμένος, 3,4, vt. correct
διορίζω, διόρισα, διορίστηκα, διορισμένος, 33,34, vt. appoint
διπλασιάζω, διπλασίασα, διπλασιάστηκα, διπλασιασμένος, 35,36, vt. double
διπλώνω, δίπλωσα, διπλώθηκα, διπλωμένος, 3,4, vt. fold, wrap, vi. double up, διπλώνομαι, vi.mid, curl up
διστάζω, δίστασα, 35, vi. hesitate
διψάω/διψώ, δίψασα, διψασμένος, 68, vi.act.mid.ppp. be thirsty
διώχνω, έδιωξα, διώχτηκα, διωγμένος, 29,30, vt. send away, dismiss
δοκιμάζω, δοκίμασα, δοκιμάστηκα, δοκιμασμένος, 35,36, vt. try out/on
δολοφονώ, δολοφόνησα, δολοφονήθηκα, δολοφονημένος, 73,74, vt. murder
δολώνω, δόλωσα, δολώθηκα, δολωμένος, 3,4,
δομώ, δόμησα, δομήθηκα, δομημένος, 73,74
δονώ, δόνησα, δονήθηκα, 73,74
δοξάζω, δόξασα, δοξάστηκα, δοξασμένος, 35,36
δοξολογώ, δοξολόγησα, 73
δουλεύω, δούλεψα, δουλεύτηκα, δουλεμένος, 17,18, vt. work, kid, joke
δραματοποιώ, δραματοποίησα, δραματοποιήθηκα, δραματοποιημένος, 73,74,75, dramatize
δραπετεύω, δραπέτευσα, 19, vi. escape
δρασκελίζω, δρασκέλισα, 33, stride
δραστηριοποιώ, δραστηριοποίησα, δραστηριοποιήθηκα, δραστηριοποιημένος, 73,74,75, vt. activate, vi.mid. take action
δράττομαι, (επωφελούμαι) της ευκαιρίας
δρέπω, έδρεψα, 9
δρομολογώ, δρομολόγησα, δρομολογήθηκα, δρομολογημένος, 73,74, schedule, route
δροσίζω, δρόσισα, δροσίστηκα, δροσισμένος, 33,34, vt. make cool, refresh, δροσίζει, impers. it's getting cool
δρω, έδρασα, 71, vi.act.mid. act, be active
δύναμαι, ηδυνήθην, 159, irr, vi.dep.mid.def.pres. be able, can, δυνατότητα possibility, capability
δυναμιτίζω, δυναμίτισα, δυναμιτίστηκα, 33,34
δυναμώνω, δυνάμωσα, δυναμωμένος, 3, vi. boost, pump up the volume
δυναστεύω, δυνάστευσα, δυναστεύτηκα/δυναστεύθηκα, δυναστευμένος, 19,20
δυσανασχετώ, δυσανασχέτησα, 73, vi.act.mid. be indignant
δυσαρεστώ, δυσαρέστησα, δυσαρεστήθηκα, δυσαρεστημένος, 73,74
δυσκολεύω, δυσκόλεψα, δυσκολεύτηκα, 17,18, vt. hamper, impede, make difficult/hard, δυσκολεύομαι, vi.mid. have difficulty, hesitate
δυσπιστώ, 73
δυστυχώ, δυστύχησα, δυστυχισμένος, 73, vi.act.mid.ppp. be unfortunate, unhappy, in distress
δυσφημώ/δυσφημίζω, δυσφήμησα/δυσφήμισα, δυσφημήθηκα/δυσφημίστηκα, δυσφημημένος/δυσφημισμένος, 73,74,33,34, defame, vilify, slander
δυσφορώ, δυσφόρησα, 73, vi. be displeased, have a malaise
δυσχεραίνω, δυσχέρανα, 44,46
δύω, έδυσα, 5, vi.act.mid. set, decline, be on the wane
δωρίζω, δώρισα, δωρίστηκα, δωρισμένος, 33,34, vt. give as a present
δωροδοκώ, δωροδόκησα, δωροδοκήθηκα, δωροδοκημένος, 73,74, vt. bribe

εγγράφω, ενέγραψα, εγγράφηκα, εγγεγραμμένος, 13,122, vt. enroll, register
εγγυώμαι, εγγυήθηκα, εγγυημένος, 61, vt.dep. guarantee
εγείρω, ήγειρα, ηγέρθην, εγερμένος, 143, irr, vt.act.def. raise, erect, waken, rouse, εγείρομαι, vi.mid. get up
εγκαθιστώ/εγκαθίσταμαι, εγκατέστησα, εγκαταστάθηκα, εγκατεστημένος/εγκαταστημένος, 158,133, irr, vt. install, vi. settle, establish oneself
εγκαινιάζω, εγκαινίασα, εγκαινιάστηκα, εγκαινιασμένος, 35,36, inaugurate
εγκαταλείπω, εγκατέλειψα, εγκαταλείφθηκα, εγκαταλελειμμένος/εγκαταλειμμένος, 9,10, vt. abandon, desert
εθνικοποιώ, εθνικοποίησα, εθνικοποιήθηκα, εθνικοποιημένος, 73,74,75, vt. nationalize
ειδικεύω, ειδίκευσα, ειδικεύομαι, ειδικεύτηκα/ειδικεύθηκα, ειδικευμένος, 19,20, vt. specify, vi.mid. (with σε) specialize in
ειδοποιώ, ειδοποίησα, ειδοποιήθηκα, ειδοποιημένος, 73,74,75, vt. notify, inform
είμαι, ήμουν, 134, irr, vi.def. to be
ειρηνέυω, ειρήνευσα/ειρήνεψα, 19,17, vi. pacify, calm, make peace, live in peace
ειρωνεύομαι, ειρωνεύτηκα/ειρωνεύθηκα, 20, vi.dep. speak ironically, mock
εισάγω, εισήγαγα, (εισάχθηκε) εισήχθη - εισήχθησαν, (εισαγμένος), 135,136, irr, vt. insert, put in, introduce, import
εισπράττω, εισέπραξα, εισπράχθηκα, εισπραγμένος, 27,28, cash, collect, receive
εκδηλώνω, εκδήλωσα, εκδηλώθηκα, εκδηλωμένος, 3,4, vt. show, manifest
εκδίδω, εξέδωσα, εκδόθηκα, 186,187, irr, vt. issue, publish
εκθέτω, εξέθεσα, εκτίθεμαι, εκτέθηκα, εκτεθειμένος, 137,138, irr, vt. expose, put out in the open, vi. be exposed/compromised
εκλαμβάνω, εξέλαβα, (εξελήφθη-εξελήφθησαν), 165,166, irr, vt. take, interpret, construe
εκλέγω, εξέλεξα, εκλέξω, εκλέχθηκα/εκλέχτηκα, εκλεγμένος, 139,140, irr, vt. elect
εκλείπω, εξέλειψα/εξέλιπε, 9, vi. vanish, be hidden, η έκλειψη, eclipse
εκμεταλλεύομαι, εκμεταλλεύτηκα/εκμεταλλεύθηκα, 20, vt.dep. exploit, operate, take advantage of
εκμυστηρεύομαι, εκμυστηρεύτηκα/εκμυστηρεύθηκα, 20, vt.dep. confide in
εκνευρίζω, εκνεύρισα, εκνευρίστηκα, εκνευρισμένος, 33,34, vt. irritate, annoy
εκπέμπω, εξέπεμψα, εξεπέμφθην, 9,10, vt. emit, broadcast
εκπίπτω, εξέπεσα, 141, irr, vi. decline in value
εκπλήττω/εκπλήσσω, εξέπληξα, εκπλήγηκα, (εξεπλάγην, εκπλαγώ), 27,198, irr, vt. astonish, surprise, εκπληκτικός adj., έκπληξη n.
εκπνέω, εξέπνευσα, 42, vi. expire, die
εκποιώ, εκποίησα, εκποιήθηκα, 73,74, vt. sell, dispose of
εκρήγνυμαι, εξερράγην, εκραγώ, 142, irr, vi.dep. explode, η έκρηξη, n. explosion
εκτείνω, εξέτεινα, εκτάθηκα, εκτεταμένος, 188, vt. stretch, vi. extend, last
εκτελώ, εκτέλεσα, εκτελέστηκα, εκτελεσμένος, 76,78, vt. execute, carry out, operate, perform
εκτελωνίζω, εκτελώνισα, εκτελωνίστηκα, εκτελωνισμένος, 33,34, vt. clear through customs
εκτιμάω/εκτιμώ, εκτίμησα, εκτιμώμαι, εκτιμήθηκα, εκτιμημένος, 58,61, appreciate, estimate, esteem
εκτίω/εκτίομαι, εξέτισα, 5,6, serve sentence, pay penalty
εκφράζω, εξέφρασα/έκφρασα, εκφράστηκα, εκφρασμένος 35,36, vt. express, εκφράζομαι, vi.mid. express onself
ελαττώνω, ελάττωσα, ελαττώθηκα, ελατωμένος, 3,4, reduce, decrease, ελαττώνομαι, vi.mid. diminish
ελέγχω, έλεγξα, ελέγχομαι, ελέγχθηκα/ελέγχτηκα, ελεγμένος/ηλεγμένος, 31,32, vt. check, control
ελευθερώνω, ελευθέρωσα, ελευθερώθηκα, ελευθερωμένος, 3,4, vt. (set) free, ελευθερώνομαι, vi.mid. give birth, η ελευθερία, freedom, liberty
ελκύω, έλκυσα, ελκύστηκα, ελκυσμένος, 5,41, vt. attract, charm
ελπίζω, έλπισα/ήλπισα, 33, vt.act. hope (for), expect vi.
εμμένω, ενέμεινα, 178, irr, vt.εις abide by, adhere to
εμπιστεύομαι, εμπιστεύτηκα/εμπιστεύθηκα, 20, vt.dep. trust, have confidence in
εμπλέκω, ενέπλεξα, ενεπλάκη-ενεπλάκησαν, 25,212, irr, involve, μπλέκω
εμπλουτίζω, εμπλούτισα, εμπλουτίστηκα, εμπλουτισμένος, 33,34
εμπνέω, ενέπνευσα, εμπνεύστηκα, εμπνευσμένος, 42,43, vt. inflate, inspire, εμπνέομαι, vi.mid. draw inspiration, conceive idea of
εμποδίζω, εμπόδισα, εμποδίστηκα, εμποδισμένος, 33,34, vt. impede, prevent, hinder, obstruct, prohibit
εμποιώ, vt. cause, inspire
εμπορεύομαι, εμπορεύτηκα/εμπορεύθηκα, 20
εμποτίζω, εμπότισα, εμποτίστηκα, εμποτισμένος, 33,34, vt. impregnate, imbue
εμφανίζω, εμφάνισα, εμφανίστηκα, εμφανισμένος, 33,34, vt. present, show, reveal, εμφανίζομαι, vi.mid. appear, show up, emerge, come into view, manifest itself
ενδείκνυται/ενδέχεται, ενδεδειγμένος, vi.impers. it is likely/possible
ενδιαφέρω, ενδιέφερα, ενδιαφέρθηκα, (ενδιαφερόμενος), 217,218, irr, vt.def. interest, ενδιαφέρομαι (για), vi.mid. be interested (in)
ενεργοποιώ, ενεργοποίησα, ενεργοποιήθηκα, ενεργοποιημένος, 73,74,75, vt. activate
ενεργώ, ενήργησα/ενέργησα, ενεργήθηκα, 73,74, vi.act. take steps, vi.mid. take place
ενημερώνω, ενημέρωσα, ενημερώθηκα, ενημερωμένος, 3,4, vt. inform, update
ενθαρρύνω, ενθάρρυνα, ενθαρρύνθηκα, 48,49, vt. encourage
ενθουσιάζω, ενθουσίασα, ενθουσιάστηκα, ενθουσιασμένος, 35,36, vt. fill with enthusiasm, ενθουσιάζομαι, vi.mid. am/become enthusiastic
εννοώ, εννόησα, εννοήθηκα, 73,74, vt. mean, intend, expect, understand
ενοικιάζω, ενοικίασα, ενοικιάστηκα, ενοικιασμένος, 35,36, for rent
ενοποιώ, ενοποίησα, ενοποιήθηκα, ενοποιημένος, 73,74,75, vt. unify
ενοχλώ, ενόχλησα, ενοχλήθηκα, ενοχλημένος, 73,74, vt. annoy, trouble, molest, pester, bother
ενοχοποιώ, ενοχοποίησα, ενοχοποιήθηκα, ενοχοποιημένος, 73,74,75, vt. incriminate
εντάσσω, ενέταξα, εντάχθηκα/εντάχτηκα, ενταγμένος, 27,28, vt. place, εντάσσομαι, vi.mid. fit into
εντυπώνω, εντύπωσα, εντυπώθηκα, εντυπωμένος, 3,4, vt. remember, take note
εντυπωσιάζω, εντυπωσίασα, εντυπωσιάστηκα, εντυπωσιασμένος, 35,36, vt. impress
εξαγριώνω, εξαγρίωσα, εξαγριώθηκα, εξαγριωμένος, 3,4, vt. outrage, εξαγριώνομαι, vi.mid. go wild
εξάγω, εξήγαγα, (εξάχθηκε) εξήχθη - εξήθησαν, (εξαγμένος), 135,136, irr, vt. export, smuggle out, extract
εξαίρω, εξήρα, (εξάρθηκα) εξήρθην, (εξηρμένος), 80,81, stress, praise
εξαιρώ, εξαίρεσα, εξαιρέθηκα, 76,77, vt. except, exempt, exclude, leave off
εξακολουθώ, εξακολούθησα, 73, vi. continue
εξακριβώνω, εξακρίβωσα, εξακριβώθηκα, εξακριβωμένος, 3,4, vt. verify, ascertain, check up, find out
εξανίσταμαι, εξανέστη-εξανέστησαν, 159, irr, vi.dep. revolt, protest
εξαντλώ, εξάντλησα, εξαντλήθηκα, εξαντλημένος, 73,74, vt. use up, exhaust, εξαντλούμαι, vi.mid. run out
εξαπατάω/εξαπατώ, εξαπάτησα, εξαπατήθηκα, εξαπατημένος, 58,61, cheat, deceive, εξαπατώμαι
εξαργυρώνω, εξαργύρωσα, εξαργυρώθηκα, εξαργυρωμένος, 3,4, vt. cash
εξαρτώ, εξάρτησα, εξαρτήθηκα, εξαρτημένος, 60,61,59, vt. make dependent, εξαρτώμαι, vi.mid. be dependent (από) upon
εξασφαλίζω, εξασφάλισα, εξασφαλίστηκα, εξασφαλισμένος, 33,34, vt. secure
εξαφανίζω, εξαφάνισα, εξαφανίστηκα, εξαφανισμένος, 33,34, vt. obliterate, hide, spirit away, get rid of, wipe out, eliminate, kill off, εξαφανίζομαι, vi.mid. disappear, become extinct
εξαχρειώνω, εξαχρείωσα, εξαχρειώθηκα, εξαχρειωμένος, 3,4, vt. corrupt, deprave
εξεγείρω, εξήγειρα/εξέγειρα, εξεγέρθηκα, εξεγερμένος, 143,144, irr, vt. rouse, εξεγείρομαι, vi.mid. revolt, be indignant
εξελίσσομαι, εξελίχθηκα/εξελίχτηκα, εξελιγμένος, 28, vi.dep. evolve, develop, unfold, η εξέλιξη, n. evolution, development
εξετάζω, εξέτασα, εξετάστηκα, εξετασμένος, 35,36, vt. examine
εξηγώ, εξήγησα, εξηγήθηκα, εξηγημένος, 73,74, vt. explain
εξολοθρεύω, εξολόθρευσα/εξολόθρεψα, εξολοθρεύτηκα/εξολοθρεύθηκα, εξολοθρευμένος/εξολοθρεμένος, 19,17,20, vt. destroy utterly, exterminate, wipe out
εξορίζω, εξόρισα, εξορίστηκα, εξορισμένος, 33,34, vt. banish, exile
εξουσιάζω, εξουσίασα, 35,36, vt. rule, master, τον εαυτό μου, be one's own master, εξουσιάζομαι, vi.mid. be in charge
εξυψώνω, εξύψωσα, εξυψώθηκα, εξυψωμένος, 3,4, vt. exalt, extoll, elevate, raise
επαινώ, επαίνεσα, επαινέθηκα, επαινεμένος, 76,77, vt. praise
επαναλαμβάνω, επανέλαβα, επαναλήφθηκα, επανειλημμένος, 165,166, irr, vt. repeat
επαναστατώ, επαναστάτησα, επαναστατημένος, 73, vi. rebel, revolt, η επανάσταση, revolution
επεκτείνω, επέκτεινα, επεκτάθηκα, επεκταμένος, 172,188, irr, vt. extend, spread
επεμβαίνω, επέμβηκα/επενέβην, 145, irr, vt.act.semi. intervene, interfere
επεξεργάζομαι, επεξεργάστηκα, επεξεργασμένος, 36, vt.dep. process, work on
έπεται οτι, impers. it follows, επόμενος, adj. next
επηρεάζω, επηρέασα, επηρεάστηκα, επηρεασμένος, 35,36, vt. influence
επιβάλλω, επέβαλα, επιβλήθηκα, επιβεβλημένος, 146,147, irr, vt. impose, enforce
επιδεικνύω/επιδείχνω, επέδειξα, επιδείχθηκα/επιδείχτηκα, 87,88, display, exhibit, show off
επιδεινώνω, επιδείνωσα, επιδεινώθηκα, επιδεινωμένος, 3,4, vt. make worse
επιδένω, επέδεσα, επιδέθηκα, 1,2
επιδέχομαι, 32, vt.dep.def. admit of, put up with
επιδίδω, επέδωσα, επιδόθηκα, 186,187, irr, vt. hand over, present, επιδίδομαι, vi.mid. apply oneself
επιδικάζω, επιδίκασα, επιδικάστηκα, επιδικασμένος, 35,36, vt. (law) award
επιδιορθώνω, επιδιόρθωσα, επιδιορθώθηκα, επιδιορθωμένος, 3,4, vt. repair
επιδιώκω, επιδίωξα/επεδίωξα, 25, vt. seek, be ambitious of, aim at, επιδιώκεται
επιδοκιμάζω, επιδοκίμασα, επιδοκιμάστηκα, επιδοκιμασμένος, 35,36, vt. approve of
επιδοτώ, επιδότησα, επιδοτήθηκα, επιδοτημένος, 73,74, subsidize
επιδρώ/επιδράω, επέδρασα, 71,68, vi. influence, have an effect on
επιζώ, επέζησα, 73, vi. survive
επιθέτω, επίθεσα/επέθεσα, vt. place/apply on top of, το επίθετο, epithet, adjective
επιθυμώ, επιθύμησα/πεθύμησα, 73, vt. desire, wish for, την επιθύμησε, he missed her
επικάθομαι, επικάθισα, 160, irr,
επικαλούμαι, επικαλέστηκα, 78, vt.dep. invoke, appeal to
επικασσιτερώνω, επικασσιτέρωσα, επικασσιτερώθηκα, επικασσιτερωμένος, 3,4,
επίκειται, επίκεινται, vi.impers be imminent
επικεντρώνω, επικέντρωσα, επικεντρώθηκα, επικεντρωμένος, 3,4, vt. focus, επικεντρώνομαι, vi.mid. be focused (σε)on
επικηρύσσω, επικήρυξα, επικηρύχθηκα/επικηρύχτηκα, επικηρυγμένος, 27,28, vt. reward, put a price on the head of
επικοινωνώ, επικοινώνησα, 73, vi. (με) communicate
επικολλώ, επικόλλησα, επικολλώμαι, επικολλήθηκα, επικολλημένος, 60,61, vt. stick on, paste
επικρατώ, επικράτησα, 73, vi. (+ gen) prevail agaonst, predominate
επικρέμαται, επικρέμανται, vi.dep.impers. threaten, be imminent
επικρίνω, επέκρινα, επικρίθηκα, 172,2, irr, vt. criticize, censure
επικροτώ, επικρότησα, επικροτήθηκα, 73,74, vt. approve, applaud
επικυρώνω, επικύρωσα, επικυρώθηκα, επικυρωμένος, 3,4, vt. ratify, confirm
επιλαμβάνομαι, επιλήφθηκα, 166, irr, vi.dep. (+ gen) broach (subject), address oneself to (task)
επιλέγω, επέλεξα, επιλέχθηκα/επιλέχτηκα, επιλεγμένος, 139,140, irr, vt. choose, select
επιλύω, επέλυσα, επιλύθηκα, 5,6, vt. resolve
επιμελούμαι, επιμελήθηκα, επιμελημένος, 74, vt.dep. look after, care for
επιμένω, επέμεινα, 178, irr, vi. (+ να) insist
επισκέπτομαι, επισκέφτηκα/επισκέφθηκα, 12, vt.dep. visit, η επίσκεψη, the visit
επισκευάζω, επισκεύασα, επισκευάστηκα, επισκευασμένος, 35,36, vt. repair
επιστρέφω, επέστρεψα, επιστράφηκα, 13,210, irr, vt. return something, vi. return
επιτείνω, επέτεινα, επετάθην, επιτεταμένος, 172,188, irr, vt. intensify
επιτελώ, επιτέλεσα, επιτελέστηκα, επιτελεσμένος, 76,78, επιτέλους, adv. finally, at last
επιτηδεύομαι, 20, vi.dep.def.mid. feign, affect, be skilled in
επιτηρώ, επιτήρησα, επιτηρήθηκα, 73,74, vt. supervise, keep watch on
επιτίθεμαι, επιτέθηκα, 138, vt.dep. attack, assault, η επίθεση, attack
επιτιμώ, επιτίμησα, επιτιμώμαι, επιτιμήθηκα, επιτιμημένος, 60,61, vt. reprimand
επιτρέπω, επέτρεψα, επιτράπηκα, (επιτετραμμένος), 9,180, irr, vt. permit
επιτυγχάνω/πετυχαίνω, επέτυχα/πέτυχα, επιτεύχθηκα, επιτυχημένος, 148,149, irr, vt. attain, achieve, manage, succeed
εργάζομαι, εργάστηκα, (εργασμένος), 36, vt.dep. work, function
ερεθίζω, ερέθισα, ερεθίστηκα, ερεθισμένος, 33,34, vt. excite, inflame, irritate, stimulate
ερειπώνω, ερείπωσα, ερειπώθηκα, ερειπωμένος, 3,4, vt. demolish, destroy, ruin
ερευνάω/ερευνώ/ερευνώμαι, ερεύνησα, ερευνήθηκα, 58,61, research
ερμηνεύω, ερμήνευσα, ερμηνεύτηκα/ερμηνεύθηκα, ερμηνευμένος, 19,20, vt. explain, expound, interpret, play, sing
έρπω, 9, vi.def. crawl
έρχομαι, ήρθα/ήλθα, έρθω/έλθω, (έλα, ελάτε), 150, irr, vi.dep. come
ερωτεύομαι, ερωτεύθηκα, ερωτευμένος, 18, vt.dep. fall in love (with), vi.dep.mid. fall in love
ερωτώ, ερώτησα/ηρώτησα, ερωτήθηκα/ηρωτήθην, 60,61, vt. ask
εστιάζω, εστίασα, εστιάστηκα, εστιασμένος, 35,36, vt. focus
ετοιμάζω, ετοίμασα, ετοιμάστηκα, ετοιμασμένος, 35,36, vt. prepare, ετοιμάζομαι, vi.mid. get ready, prepare oneself
ευαισθητοποιώ, ευαισθητοποίησα, ευαισθητοποιήθηκα, ευαισθητοποιημένος, 73,74,75, vt. make aware, η ευαισθησία, sensitivity
ευθυμώ, ευθύμησα, 73, vi. be gay, a litle drunk
ευθύνομαι, 49, vi.dep.def. be responsable
ευκαιρώ, ευκαίρησα, 73, vi. have free time
ευκολύνω, ευκόλυνα, ευκολύνθηκα, 48,49, vt. simplify, make easy, facilitate
ευλογώ/ευλογάω, ευλόγησα, ευλογήθηκα, ευλογημένος, 73,74,58, vt. bless, consecrate
ευνουχίζω, ευνούχισα, ευνουχίστηκα, ευνουχισμένος, 33,34, vt. emasculate, castrate
ευνοώ, ευνόησα, ευνοήθηκα, ευνοημένος, 73,74, vt. favor, priviledge, encourage
ευοδώνομαι, ευοδώθηκα, 4, dep. succeed, acomplish
ευπορώ, 73, def. be rich, prosper
ευπρεπίζω, ευπρέπισα, ευπρεπίστηκα, ευπρεπισμένος, 33,34, vt. make presentable
ευρίσκω, εύρον, ευρέθην, find
ευρύνω, εύρυνα, ευρύνθηκα, ευρθμμένος, 48,49, vt. enlarge
ευσταθεί-ευσταθούν, ευσταθούσε-ευσταθούσαν, vi.impers. hold, be valid
ευτυχώ, ευτύχησα, ευτυχισμένος, 73, vi.act.mid.ppp. prosper, be happy
ευφραίνω, εύφρανα, ευφράνθηκα, 44,46, enjoy oneself, relax
ευχαριστώ, ευχαρίστησα, ευχαριστήθηκα, ευχαριστημένος, 73,74,59, vt. thank you, ευχαριστούμαι/ευχαριστιέμαι, vi.mid. be pleased/content/happy
εύχομαι, ευχήθηκα, 151, irr, vt.dep. wish
ευχρηστώ, vi. be in common use
εφαρμόζω, εφάρμοσα, εφαρμόστηκα, εφαρμοσμένος, 35,36, vt. fit, apply, put into effect, η εφαρμογή, the (software) application
εφευρίσκω, εφεύρα/εφηύρα, εφευρέθηκα, (εφευρεμένος), 152,153, irr, vt. invent, contrive
εφημερεύω, 19, vi.def. be on call
εφησυχάζω, εφησύχασα, εφησυχασμένος, 35, vi.ppp. (με) rely (on)
εφιστώ, επέστησα, 158, irr, vt.act. draw attention [to]
εφοδιάζω, εφοδίασα, εφοδιάστηκα, εφοδιασμένος, 35,36, vt. supply
εχθρεύομαι, εχθρεύτηκα, 18, vt.dep. hate, ο εχθρός, enemy
έχω, είχα, 154, irr, vt.def. have, possess

ζαλίζω, ζάλισα, ζαλίστηκα, ζαλισμένος, 33,34, vt. make dizzy, ζαλίζομαι, vi.mid. feel dizzy
ζεσταίνω, ζέστανα, ζεστάθηκα, ζεσταμένος, 44,45, vt. heat, make hot, warm up, ζεσταίνομαι, vi.mid. i am hot
ζεύω, έζεψα, ζεύτηκα, ζεμένος, 17,18, vt. yoke, harness
ζηλεύω, ζήλεψα, ζηλεμένος, 17, vt.act. envy, be jealous of
ζημιώνω, ζημίωσα, ζημιώθηκα, ζημιωμένος, 3,4, vt. damage, ζημιώνομαι, vi.mid. be harmed, take a loss
ζητάω/ζητώ, ζήτησα, ζητήθηκα, (ζητημένος), 58,59,73,74, vt. ask, seek, look for, search
ζητωκραυγάζω, ζητωκραύγασα, 35, vt. defeat, acclaim
ζορίζω, ζόρισα, ζορίστηκα, ζορισμένος, 33,34, vt. force, push, become difficult
ζουλάω, ζούληξα, ζουλήχτηκα, ζουληγμένος, 66,67, vt. squeeze
ζουπάω, ζούπηξα, ζουπήχτηκα, ζουπηγμένος, 66,67, vt. squeeze
ζουρλαίνω, ζούρλανα, ζουρλάθηκα, ζουρλαμένος, 44,45, vt. drive crazy, annoy
ζοχαδιάζω, ζοχάδιασα, ζοχαδιάστηκα, ζοχαδιασμένος, 35,36, vt. annoy, drive crazy
ζυγιάζω, ζύγιασα, ζυγιάστηκα, ζυγιασμένος, 35,35, vt. weigh, balance
ζυγίζω, ζύγισα, ζυγίστηκα, ζυγισμένος, 33,34, vt. weigh, ζυγίζομαι, vi.mid. fall in rank
ζυμώνω, ζύμωσα, ζυμώθηκα, ζυμωμένος, 3,4, vt. knead (dough), ζυμώνομαι, vi.mid. ferment
ζω, έζησα, 73, vt.act. experience, do, vi. live, be alive, exist
ζωγραφίζω, ζωγράφισα, ζωγραφίστηκα, ζωγραφισμένος, 33,34, to paint, draw

ηγεμονεύω, ηγεμόνευσα, 19, vi. rule, prince
ηγούμαι, ηγήθηκα/ηγήθην, 74, vi.gen. lead, be in command
ηδονίζομαι, ηδονίστηκα, 34, dep. pleasure
ηθικολογώ, 73, vi. moralize
ηλεκτρίζω, ηλέκτρισα, ηλεκτρίστηκα, ηλεκτρισμένος, 33,34, electrify, rouse to enthusiasm
ημερώνω, ημέρωσα, ημερώθηκα, ημερωμένος, 17, vt. tame, cultivate, civilize
ηρεμώ, ηρέμησα, 73, vt.act. calm down, vi.act.mid. be calm, ηρέμησε!, calme-toi!
ησυχάζω, ησύχασα, ησυχασμένος, 35, vt.act. make quiet, calm, vi.act.mid.ppp. be/come calm, quiet
ηττώμαι, ηττήθηκα/ηττήθην, ηττημένος, 61, vi. be defeated
ηχογραφώ, ηχογράφησα, ηχογραφήθηκα, ηχογραφημένος, 73,74, vt. record on disc or tape
ηχώ, ήχησα, 73, vi. sound, ring, echo

θάβω, έθαψα, θάβομαι, θάφτηκα/τάφηκα, θαμμένος, 7,155, ?
θαμπώνω, θάμπωσα, θαμπώθηκα, θαμπωμένος, 3,4, vt. amaze, blur, dazzle, dim
θαρρώ, θάρρεψα, 156, irr, vt. think, believe
θαυμάζω, θαύμασα, θαυμάστηκα, 35,36, vt. admire, marvel, wonder
θέλω, ήθελα, θέλησα, 157, irr, vt. want, wish
θερίζω, θέρισα, θερίστηκα, θερισμένος, 33,34, vt. harvest
θερμαίνω, θέρμανα, θερμάνθηκα, θερμασμένος, 44,46, vt. warm up
θέτω, έθεσα, τίθεμαι, τέθηκα, (βαλμένος), 137,138, irr, vt. put, set, impose, submit
θεωρώ, θεώρησα, θεωρήθηκα, θεωρημένος, 73,74, vt. consider
θίγω, έθιξα, θίχτηκα/εθίγην, θιγμένος, 21,22, vt. touch upon, offend
θυμάμαι/θυμούμαι, θυμήθηκα, 79, vt.dep. remember, recall
θυμίζω, θύμισα, θυμισμένος, 33, vt.act.ppp. remind, recall
θυμώνω, θύμωσα, θυμωμένος, 3, vt.act. make angry, vi.act.mid.ppp. be/become/get angry
θυσιάζω, θυσίασα, θυσιάστηκα, θυσιασμένος, 35,36, vt. sacrifice

ιδρύω, ίδρυσα, ιδρύθηκα, ιδρυμένος, 5,6, vt. found, establish
ιδρώνω, ίδρωσα, ιδρωμένος, 3, vi.act.mid.ppp. sweat, perspire
ικανοποιώ, ικανοποίησα, ικανοποιήθηκα, ικανοποιημένος, 73,74,75, vt. satisfy
ικετεύω, ικέτεψα/ικέτευσα, 17,19, vt.act. beg, implore, supplicate
ισοσκελίζω, ισοσκέλισα, ισοσκελίστηκα, ισοσκελισμένος, 33,34, vt. balance an account
ίσταμαι, έστην/εστάθην, vi. stand
ισχύω, ίσχυσα, 5, vt.act. have effect on, vi.act.mid. be valid

καθαρίζω, καθάρισα, καθαρίστηκα, καθαρισμένος, 33,34, vt. clean
καθίζω, κάθισα, καθισμένος, 33, vt.act. seat, place, strand (ship)
καθιστώ, κατέστησα, καθίσταμαι, κατέστην - κατέστησαν, κατεστημένος, 158,159, irr, vt. make, appoint, set up, render
κάθομαι, έκατσα/κάθισα, καθισμένος, 160, irr, vi.dep. be seated, sit down, κάτσε!
καθορίζω, καθόρισα, καθορίστηκα, καθορισμένος, 33,34, vt. define, determine, set, fix, state precisely
καθρεφτίζω, καθρέφτισα, καθρεφτίστηκα, καθρεφτισμένος, 33,34, vt. mirror, reflect, καθρεφτίζομαι, vi.mid. look in the mirror, mirror oneself
καθυστερώ, καθυστέρησα, καθυστερημένος, 73, vt.act. delay, make late, vi.act.mid. be late
καίω, έκαψα, καίγομαι, κάηκα, καμένος, 161,162, irr, vt. burn, shrivel
κακοποιώ, κακοποίησα, κακοποιήθηκα, κακοποιημένος, 73,74,75, vt. ill-treat, rape
καλλιεργώ, καλλιέργησα, καλλιεργήθηκα, καλλιεργημένος, 73,74, vt. farm, grow, cultivate
καλύπτω, κάλυψα, καλύφθηκα/καλύφτηκα, καλυμμένος, 11,12, vt. conceal, cover
καλώ, κάλεσα, καλέστηκα, καλεσμένος, 76,78,163, irr, vt. call, summon
καλωσορίζω, καλωσόρισα, 33, vt.act. welcome
κανονίζω, κανόνισα, κανονίστηκα, κανονισμένος, 33,34, vt. regulate, arrange, adjust
κάνω/κάμω, έκανα/έκαμα, - , καμωμένος, 164, irr, vt.act. do, make
καπνίζω, κάπνισα, καπνισμένος, 33, vt.act. smoke
καρτεράω/καρτερώ, καρτέρεσα, 62,73, vi. wait patiently
καρυδώνω, καρύδωσα, 3, vt.act. strangle
καρυκεύω, καρύκευσα/καρύκεψα, καρυκεύτηκα/καρυκεύθηκα, καρυκευμένος, 19,17,20, vt. season, spice
καρφιτσώνω, καρφίτσωσα, καρφιτσώθηκα, καρφιτσωμένος, 3,4, épingler
καρφώνω, κάρφωσα, καρφώθηκα, καρφωμένος, 3,4, vt. nail, plunge, stab, καρφώνομαι, vi.mid. stick
καταβάλλω, κατέβαλα, καταβλήθηκα, καταβεβλημένος/καταβλημένος, 146,147, irr, vt. exhaust, lay low
καταβαραθρώνω, καταβαράθρωσα, καταβαραθρώθηκα, καταβαραθρωμένος, 3,4
καταβιβάζω, κατεβάζω
καταβρέχω, κατάβρεξα, καταβρέχτηκα/καταβράχηκα, καταβρεγμένος, 31,32,113, vt. spray, sprinkle, water the gardin
καταβροχθίζω, καταβρόχθισα, καταβροχθίστηκα, 33,34, vt. devour
καταβυθίζω, καταβύθισα, καταβυθίστηκα, καταβυθισμένος, 33,34, vt. sink (in liquid)
καταγγέλλω, κατήγγειλα/κατάγγειλα, καταγγέλθηκα, καταγγελμένος, 85,85, irr, vt. charge, denounce
καταγίνομαι, 121, vi.dep.mid.def. be busy
κατάγω, κατήχθην, κατηγμένος, vt. win, κατάγομαι, 136, irr, vi.dep.mid. be descended from
καταδεικνύω/καταδείχνω, κατέδειξα, καταδείχθηκα/καταδείχυηκα, 87,29,88,30, irr, vt. prove, demonstrate
καταδέχομαι, καταδέχτηκα, 32, vt. deign to accept, take notice of
καταδίδω/καταδίνω, κατέδωσα/κατάδωσα, καταδόθηκα, 186,131,187,132, irr, vt. betray
καταδικάζω, καταδίκασα, καταδικάστηκα, καταδικασμένος, 35,36, vt. condemn, sentence
καταδιώκω, καταδίωξα, καταδιώχτηκα/καταδιώχθηκα, καταδιωγμένος, 25,26, vt. pursue, chase, persecute
καταδυναστεύω, καταδυνάστευσα/καταδυνάστεψα, καταδυναστεύτηκα/καταδυναστεύθηκα, καταδυναστευμένος, 19,17,20, vt. oppress
καταδύομαι, καταδύθηκα, 6, vi.dep. dive
καταζητώ, καταζητούμαι, 73,74, vt.def. search for, hunt, want (for crime)
καταθέτω, κατέθεσα/κατάθεσα, κατατίθεμαι, κατατέθηκα, κατετέθην, κατατεθειμένος, 137,138, irr, vt. deposit, testify
κατακαθίζω, κατακάθισα, 33,160, vi. sink, κατακάθομαι, 160, irr, vi.dep.
κατακαίω, κατάκαψα/κατέκαψα, κατακάηκα, κατακαμένος, 161,162, irr,
κατακλίνομαι, vi.dep. lie down
κατακλύζω, κατέκλυσα, κατακλύστηκα, κατακλυσμένος, 33,34, vt. inundate, flood
κατακόβω, vt. cut deeply or in many places vi.mid. get exhausted, make great efforts
κατακοτώνω,
κατακρατώ, κατακράτησα, κατακρατήθηκα, κατακρατημένος, 73,74, vt. withhold unlawfully
κατακρεουργώ, καταρεούργησα, κατακρεουργήθηκα, κατακρεουργημένος, 73,73, vt. butcher
κατακρημνίζω, vt. hurl down, demolish
κατακρίνω, κατέκρινα/κατάκρινα, κατακρίθηκα, 172,2, irr, vt. censure, blame
κατακτώ/κατακτάω/κατακτιέμαι/κατακτώμαι, κατέκτησα/κατάκτησα, κατακτήθηκα, κατακτημένος, 58,59,61, vt. conquer, gain, win
κατακυρώνω, κατακύρωσα, κατακυρώθηκα, κατακυρωμένος, 3,4,vt. award
καταλαβαίνω, κατάλαβα, 176, irr, vt. understand
καταλαγιάζω, καταλάγιασα, 35, vi.calm down
καταλαμβάνω, κατέλαβα, καταλήφθηκα, κατειλημμένος, 165,166, irr, vt. occupy, take, hijack, seize
καταλήγω, κατέληξα, 21, vi. lead (σε) to, end, conclude, η κατάληξη, ending, conclusion
καταλογίζω, καταλόγισα, καταλογίστηκα, καταλογισμένος, 33,34, vt. impute, charge up
καταλύω, κατέλυσα, καταλύθηκα, 5,6, abolish, be billeted
καταλώ, vt. wear out, use up, digest
καταμερίζω, vt. apportion
καταμετρώ, καταμέτρησα, καταμετρήθηκα, καταμετρημένος, 73,74, vt. measure, count, survey
καταναγκάζω, κατανάκασα, καταναγκάστηκα, καταναγκασμένος, 35,36,
καταναλώνω/καταναλίσκω, κατανάλωσα, καταναλώθηκα, καταναλωμένος, 3,4, vt. consume, spend, use up
κατανέμω, κατένειμα, κατανεμήθηκα, κατανεμημένος, 125,126, irr, vt. divide up, allot, assign
κατανεύω, vi. nod assent
κατανικώ, κατανίκησα, κατανικήθηκα, κατανικημένος, 60,61,
κατανοώ, κατανόησα, κατανοήθηκα, 73,74, vi.vt. fully understand
καταντάω/καταντώ, 58, vi.act.mid. be reduced to, end up as
καταξιώνω, καταξίωσα, καταξιώθηκα, καταξιωμένος, 3,4
καταξοδεύω, καταξόδεψα, καταξοδεύτηκα, 17,18
καταπατώ/καταπατάω, καταπάτησα, καταπατήθηκα, καταπατημένος, 73,74,58, vt. trample on, violate, trespass
καταπέφτω, κατάπεσα, 193, irr,
καταπιάνομαι, καταπιάστηκα, 39, dep. start work on, take up
καταπιέζω, καταπίεσα, καταπιέστηκα, καταπιεσμένος, 35,36, vt. oppress
καταπίνω, κατάπια, καταπιώθηκα, καταπιωμένος, 167,2, irr, vt. swallow (up)
καταπίπτω, κατέπεσα, 141, irr, vi. fall, collapse, subside, decline
καταπλακώνω, καταπλάκωσα, καταπλακώθηκα, καταπλακωμένος, 3,4, vt. flatten, squash
καταπλέω, κατέπλευσα, 42, sail in, down (a river)
καταπλήσσω, κατέπληξα, κατεπλάγην, 27,198, vt.irr. amaze
καταπνίγω, κατέπνιξα, καταπνίγηκα, 21,199, irr, vt. stifle, suppress
καταπολεμάω/καταπολεμώ, καταπολέμησα, καταπολεμήθηκα, 58,61,59, vt. combat
καταποντίζομαι, καταποντίστηκα, καταποντισμένος, 34, sink, founder
καταπονώ, καταπόνησα, καταπονήθηκα, καταπονημένος, 73,74, vt. tire out, exhaust, vi.mid. get exhausted
καταπραΰνω, καταπράυνα, καταπραΰνθηκα, καταπραϋμένος, 48,49,
καταπτοώ, καταπτόησα, καταπτοήθηκα, καταπτοημένος, 73,74,
καταργώ, κατάργησα/κατήργησα, καταργήθηκα, καταργημένος, 73,74, vt. abolish, abrogate
καταριέμαι, καταράστηκα, καταραμένος, 69, vt.dep. curse, καταρώμαι, curse
καταρρακώνω, καταρράκωσα, καταρρακώθηκα, καταρρακωμένος, 3,4, vt. tear/wear to shreds
καταρρέω, κατέρρευσα, 42, vi. crumble, collapse
καταρρίπτω, κατέρριψα, κατερρίφθην, 11,12, vt. fell, shoot down, demolish, beat record
καταρτίζω, κατάρτισα, καταρτίστηκα, καταρτισμένος, 33,34, vt. form, put together, prepare
κατασκευάζω, κατασκεύασα, κατασκευάστηκα, κατασκευασμένος, 35,36, vt. make, build, construct
κατασκοτώνω, vt. beat unmercifully, vi.mid. get tired
κατασπαράσσω, vt. tear to pieces
κατασταίνω, κατάστησα, καταστάθηκα, καταστημένος
κατασταλάζω, vi. (sediment) settles, reach a decision
καταστέλλω, vt. repress, curb
καταστρατηγώ, vt. get around the law
καταστρέφω, κατέστρεψα/κατάστρεψα, καταστράφηκα, κατεστραμμένος/καταστραμμένος 13,210, irr, vt. destroy, ruin
καταστρώνω,
κατάσχω, κατάσχω, κατάσχεσα, κατασχέθηκα, κατασχεμένος, 168,169, irr, vt. sequestrate, confiscate
κατατάσσω, vt. classify, vi.mid. enlist
κατατοπίζω, vt. direct, κατατοπίζομαι, vi. get one's bearings
κατατρέχω, vt. persecute
κατατρίβω, vt. wear down, vi.mid. waste one's time
κατατροπώνω, vt. rout
κατατρύχω, vt. torment
καταυλίζομαι,vi. bivouac
καταφέρνω, κατάφερα, 226, irr, vt.act. accomplish, manage, persuade, beat, succeed
καταφέρω, κατέφερα, καταφέρθηκα, 218, irr, vt. inflict, land/deal/strike a blow, καταφέρομαι, vi.mid. speak against, attack
καταφεύγω, κατέφυγα, 228, irr, vi. take refuge in
καταφθάνω, κατέφθασα, 1, vi. arrive unexpectedly, catch up with
καταφρονώ, καταφρόνησα, καταφρονήθηκα, καταφρονημένος/καταφρονεμένος, 73,74, vt. disdain, scorn
καταχερίζω, καταχέρισα, 33, vt. smack
καταχρώμαι, καταχράστηκα, 72, vt.dep. abuse, embezzle
καταχωνιάζω, καταχώνιασα, καταχωνιάστηκα, καταχωνιασμένος, 35,36, vt. swallow up, hide away
καταχωρίζω/καταχωρώ, καταχώρισα, καταχωρίστηκα, καταχωρισμένος, 33,34, vt. enter
καταψηφίζω, καταψήφισα, καταψηφίστηκα, καταψηφισμένος, 33,34, vt. vote against
καταψύχω, κατέψυξα/κατάψυξα, καταψύχθηκα, κατεψυγμένος/καταψυγμένος, 31,32, vt. refrigerate
κατεβάζω, κατέβασα, κατεβασμένος, 35, bring/carry/take/let down
κατεβαίνω, κατέβηκα, κατέβω/κατεβώ, (κατέβα, κατεβείτε), κατεβασμένος, 92, irr, vt.semi. descend, go down
κατεδαφίζω, κατεδάφισα, κατεδαφίστηκα, κατεδαφισμένος, 33,34, vt. demolish building
κατεργάζομαι, κατεργάστηκα, κατεργασμένος, 36, vt.dep. work, fashion, plot
κατέρχομαι, κατήλθα, irr, vt.dep.log. descend, come down
κατευδώνω, κατευόδωσα, 3
κατευθύνω, κατηύθυνα/κατεύθυνα, κατευθύνθηκα, 48,49, vt. direct, turn, orient, point, lead, vi. turn, go, head for
κατευνάζω, κατεύνασα, κατευνάστηκα, κατευνασμένος, 35,36, vt. appease, calm, assuage
κατέχω, κατείχα, 154, irr, vt. have, hold, occupy, know, κατοχή, possession
κατηγορώ, κατηγόρησα, κατηγορήθηκα, κατηγορημένος, 73,74,58, vt. accuse, blame
κατηφορίζω, κατηφόρισα, 33, vi. go downhill
κατηχώ, κατήχησα, κατηχήθηκα, κατηχημένος, 73,74, vt. catechize, initiate, admonish
κατοικώ, κατοίκησα, κατοικήθηκα, κατοικημένος, 73,74, vt. dwell, live, κατοικούμε, catacombs, We live (underground)
κέκτημαι, εκτήθην, κεκτημένος
κεντάω/κεντώ, κέντησα, κεντήθηκα, κεντημένος, 58,59, vt. embroider
κερδίζω, κέρδισα, κερδήθηκα, κερδισμένος, 33,232, irr, vt. win
κερνάω/κερνώ, κέρασα, κεράστηκα, κερασμένος, 68,69, vt.acc.acc. offer, invite, treat, stand, buy
κηρύσσω/κηρύττω, εκήρυξα/κήρυξα, εκηρύχθην/κηρύχθηκα/κηρύχτηκα, κηρυγμένος/κεκηρυγμένος, 27,28, vt. preach, herald, proclaim, announce
κινδυνεύω, κινδύνεψα, 17, vt.act. endanger, risk, (vi.act.mid. be in danger, threatened - no mp)
κινηματογραφώ, κινηματογράφησα, κινηματογραφήθηκα, κινηματογραφημένος, 73,74, vt. film
κινητοποιώ, κινητοποίησα, κινητοποιήθηκα, κινητοποιημένος, 73,74,75 vt. mobilize, κινητικότητα mobility
κινώ/κινάω, κίνησα, κινήθηκα, 73,58,74, vt. move, κίνηση movement
κιτρινίζω, κιτρίνισα, κιτρινισμένος, 33, vi.act.mid.ppp. turn yellow
κλαδεύω, κλάδεψα, κλαδεύτηκα, κλαδεμένος, 17,18, vt. prune, cut back
κλαίω, έκλαψα, κλαίγομαι, κλαύτηκα, κλαμένος, 161,170, irr, vi.ppp. cry, weep, vi.mid. grumble, mumble, moan, complain
κλατάρω, κλάταρα/κλατάρισα, κλαταρισμένος, 53, vi.act.mid.ppp. burst, give way
κλέβω/κλέπτω, έκλεψα, κλέφτηκα/κλάπηκα, κλεμμένος/κεκλεμμένος, 7,8,171, irr, vt. steal
κλειδώνω, κλείδωσα, κλειδώθηκα, κλειδωμένος, 3,4, vt. lock, vi. lock, κλειδώνομαι, vi.mid. lock oneslf away
κλείνω/κλείω, έκλεισα, κλείστηκα, κεκλεισμένος/κλεισμένος, 1,39, vt. shut, close
κληρονομώ/κληρονομάω, κληρονόμησα, κληρονομήθηκα, κληρονομημένος, 73,74,58,59, vt. inherit
κληρώνω, κλήρωσα, κληρώθηκα, κληρωμένος, 3,4, draw, choose by lot, κληρώνομαι, vi.mid. be drawn
κλίνω, έκλινα, κλίθηκα, κεκλιμένος, 172,2, irr, vi. vt. lean, decline
κλωτσάω/κλωτσώ/κλοτσάω, κλώτσησα/κλότσησα, 58, vt.act. kick, vi.act. recoil (of a gun)
κόβω, έκοψα, κόπηκα, κομμένος, 7,171, irr, vt. cut
κοιμάμαι/κοιμούμαι, κοιμήθηκα, κοιμισμένος, 79, vi.dep. sleep
κοιμίζω, κοίμισα, κοιμισμένος, 33, vt.act.ppp. put someone to sleep
κοινοποιώ, κοινοποίησα, κοινοποιήθηκα, κοινοποιημένος, 73,74,75, vt. communicate, present, notify
κοινωνάω/κοινωνώ, κοινώνησα, 58
κοινωνικοποιώ, κοινωνικοποίησα, κοινωνικοποιήθηκα, κοινωνικοποιημένος, 73,74,75
κοιτάζω/κοιτάω/κοιτώ, κοίταξα, κοιτάχτηκα, κοιταγμένος, 23,24,64,65, vi. look at
κολλάω/κολλώ, κόλλησα, κολλήθηκα, κολλημένος, 58,59, vt. glue, stick together
κολυμπώ/κολυμπάω, κολύμπησα, 58, vi. swim
κοντεύω, κόντεψα, 17, vi. draw near, approach
κορνάρω, κόρναρα/κορνάρισα, 53, vi. honk (my horn)
κοροϊδεύω, κορόιδεψα, 17, vt.act. mock, make fun of
κορτάρω, κόρταρα/κορτάρισα, 53, vt.act. court, flirt with
κορυφώνομαι, κορυφώθηκα, 4, vi.dep. reach culmination
κορώνω, κόρωσα, 3, vt.act. heat, inflame, vi.act.mid. get hot, inflamed
κοσκινίζω, κοσκίνισα, κοσκινίστηκα, κοσκινισμένος, 33,34, vt. sift
κοσμώ, κόσμησα, 73, vt.act. decorate, adorn
κοστίζω, κόστισα, 33, vi. cost
κουβαλάω/κουβαλώ, κουβάλησα, κουβαλήθηκα, κουβαλημένος, 58,59, vt. carry, bring, κουβαλιέμαι, vi.mid. turn up uninvited
κουβεντιάζω, κουβέντιασα, κουβεντιάστηκα, κουβεντιασμένος, 35,36, talk
κουμπώνω, κούμπωσα, κουμπώθηκα, κουμπωμένος, 3,4, vt. button, κουμπώνομαι, vi.mid. be stand-offish
κουνάω/κουνώ, κούνησα, κουνήθηκα, κουνημένος, 58,59, vt. displace, move, set in motion, stir, κουνιέμαι, vi.mid. hurry up
κουράζω, κούρασα, κουράστηκα, κουρασμένος, 35,36, vt. tire, κουράζομαι, vi.mid. get tired
κουρδίζω/κουρντίζω, κούρδισα/κούρντισα, κουρδίστηκα/κουρντίστηκα, κουρδισμένος/κουρντισμένος, 33,34, vt. wind up, tune
κρατάω/κρατώ, κράτησα, κρατιέμαι, κρατήθηκα, κρατημένος, 58,59, vt. hold, tener
κρεμνώ/κρεμώ/κρεμάω, κρέμασα, κρεμάστηκα, κρεμασμένος, 68,69, vt. hang, suspend, κρεμιέμαι, vi.mid. hang on (από to), hang (από from), hang oneself, κρέμομαι, 2, vi.dep.def. be hanging
κρίνω, έκρινα, κρίθηκα, κεκριμένος, 172,2, irr, vt. judge
κριτικάρω, κριτικάρισα, κριτικαρίστηκα, 55,54, vt. criticize, judge
κρούω, έκρουσα, κρουστήκα, κρουσμένος, 40,41, vt. strike, knock on, ring bell, play instrument
κρύβω, έκρυψα, κρύφτηκα, κρυμμένος, 7,8, vt. hide, κρύβομαι, vi.mid. hide myself
κρυολογώ, κρυολόγησα, κρυολογημένος, 73, vi.act.mid. catch a cold
κρυώνω, κρύωσα, κρυωμένος, 3, vt.act. chill, cool, vi.act.mid.ppp. be cold, mir ist kalt
κυβερνάω/κυβερνώ, κυβέρνησα, κυβερνήθηκα, κυβερνημένος, 58,59, govern, rule
κυλάω/κυλώ, κύλησα, κυλιέμαι, κυλίστηκα, κυλισμένος, 58,173, irr, roll over/along
κυμαίνομαι, κυμάνθηκα, 46, vi.dep. fluctuate, vary
κυματίζω, 33, vt.def. wave, flap, vi.def. fly, το κύμα, wave, μήκος κύματος, wavelength, κύμα καύσωνα/ζέστης, heat wave
κυνηγάω/κυνηγώ, κυνήγησα, κυνηγήθηκα, κυνηγημένος, 58,59, vt. chase, hunt
κυριαρχώ, κυριάρχησα, κυριαρχούμαι, , 73,74, vt. dominate
κυριεύω, κυρίευσα/κυρίεψα, κυριεύτηκα/κυριεύθηκα, κυριευμένος, 19,17,20, conquer, seize

λαμβάνω/λαβαίνω, έλαβα, (ελήφθη-ελήφθησαν), (ειλημμένος), 165,166,176, irr, vt. take, receive, get, accept
λάμνω, 1, vi.def. to row
λάμπω, έλαμψα, 9, vi. glitter, shine
λανθάνω, έλαθον, λανθασμένος, 176, irr, vi.ppp. be latent, vi.ppp be mistaken
λατρεύω, λάτρεψα, λατρεύτηκα, λατρεμένος, 17,18, vt. adore, worship, love
λαχαίνω, έλαχα, 176, irr, vt. meet by chance, vi. befall
λαχανιάζω, λαχάνιασα, λαχανιασμένος, 35, vi. gasp, pant
λείβομαι, λείφτηκα, vi.dep.mid. be insufficent, lacking
λείπω, έλειψα/έλειπα, 9, vi.(+gen) lack, be absent, miss
λειτουργαώ/λειτουργώ, λειτούργησα, λειτουργήθηκα, λειτουργημένος, 58,59,73,74, vt. function, work, λειτουργούμαι/λειτουργιέμαι, vi.mid. go to church
λεπταίνω, λέπτυνα, 47, vi. lose weight, become thin
λέω/λέγω, είπα, πω, (πες, πέστε/πείτε), λέγομαι, ειπώθηκα, ειπωμένος, 174,175, irr, vt. say, tell
λήγω, έληξα, 21, vi. terminate, expire, end
λησμονώ/λησμονάω, λησμόνησα, λησμονήθηκα, λησμονημένος, 73,74,58,59, vt. forget, λησμονούμαι, vi.mid. be forgetful, η λησμοσύνη, n. forgetfulness
λιποθυμάω/λιποθυμώ, λιποθύμησα, λιποθυμισμένος, 58, vi.ppp. faint
λιώνω, έλιωσα, λιωμένος, 1, vi.act.mid.ppp. melt
λογαριάζω, λογάριασα, λογαριάστηκα, λογαριασμένος, 35,36, vt. count, calculate
λογικεύομαι, λογικεύτηκα, λογικευμένος, 18, vi.dep. think sensibly, become sensible, come to one's senses, (reason)
λούζω, έλουσα, λούστηκα, λουσμένος, 35,36, vt. wash, ablute, bathe, give a bath, λούζομαι, vi.mid. bathe, take a bath
λυγίζω/λυγάω, λύγισα, λυγιέμαι, λυγισμένος, 33,70,173, irr, bend, λυγιέμαι, vi.mid.def. sway
λύνω, έλυσα, λύθηκα, λυμένος, 1,2, vt. solve, untie
λυπώ, λύπησα, λυπάμαι/λυπούμαι, λυπήθηκα, λυπημένος, 73,79, vt. sadden, distress, vi.mid. be sorry

μαγαρίζω, μαγάρισα, μαγαρίστηκα, μαγαρισμένος, 33,34, vt. pollute, make dirty
μαγειρεύω, μαγείρεψα, μαγειρεύτηκα, μαγειρεμένος, 17,18, vt. cook, plot
μαγεύω, μάγεψα, μαγεύτηκα, μαγεμένος, 17,18, vt. bewitch, fascinate
μαγκώνω, μάγκωσα, μαγκώθηκα, μαγκωμένος, 3,4
μαγνητίζω, μαγνήτισα, μαγνητίστηκα, μαγνητισμένος, 33,34, vt. magnetize
μαγνητοσκοπώ, μαγνητοσκόπησα, μαγνητοσκοπήθηκα, μαγνητοσκοπημένος, 73,74,
μαγνητοφωνώ, μαγνητοφώμησα, μαγνητοφωνήθηκα, μαγνητοφωνημένος, 73,74
μαδάω/μαδώ, μάδησα, μαδήθηκα, μαδημένος, 58,59, pluck, moult, shed hair
μαζεύω, μάζεψα, μαζεύτηκα, μαζεμένος, 17,18, vt. gather, collect
μαζώνω, μάζωξα, μαζώχτηκα, μαζωμένος, 29,30, vt. gather, collect
μαθαίνω, έμαθα, (μαθεύομαι), μαθεύτηκα-μαθεύτηκαν, μαθημένος, 176,18, irr, vt.act. teach, learn
μαθητεύω, μαθήτεψα/μαθήτευσα, 17,19, vi. be a learner or apprentice
μαϊμουδίζω, 33, vi. ape, imitate
μαϊνάρω, μαϊνάρισα, 55
μαίνομαι, εμαινόμην, 46, vi.dep. rage
μακαρίζω, μακάρισα, 33, vt. envy
μακραίνω, μάκρυνα, 47, vt.act. lengthen, make longer, vi.act.mid. grow, get longer, drag on
μαλακώνω, μαλάκωσα, μαλακωμένος, 3, vt.act. soften
μαλώνω, μάλωσα, μαλωμένος, 3, vt.act. quarrel, reprimand, vi.
μαντεύω, μάντεψα, 17, vt.act. guess, divine, prophesy, predict, vi.act.mid. guess
μαρτυράω/μαρτυρώ, μαρτύρησα, μαρτυρείται - μαρτυρούνται, 58,73, vt.act. bear witness to, betray
μασάω/μασώ, μάσησα, μασήθηκα, μασημένος, 58,59, vt. chew
ματώνω/αιματώνω, μάτωσα, ματωμένος, 3, vt.act, stain with blood, vi. bleed
μαυρίζω, μαύρισα, μαυρισμένος, 33, vt.act. blacken, tan, vi.ppp. get dark
μάχομαι, 32, vt.dep.def. fight, struggle
μεγαλοποιώ, μεγαλοποίησα, μεγαλοποιήθηκα, μεγαλοποιημένος, 73,74,75, vt. exaggerate
μεγαλώνω, μεγάλωσα, μεγαλωμένος, 3, vt.act. increase, raise (a child), vi.mid. grow up, become taller (bigger, greater)
μεθάω/μεθώ, μέθυσα, μεθυσμένος, 177, irr, vt.act. make drunk, vi.ppp. become drunk
μειγνύω, mix
μειώνω, μείωσα, μειώθηκα, μειωμένος, 3,4, vt. cut, reduce, lower, diminish, decrease
μελετάω/μελετώ/μελετιέμαι/μελετώμαι, μελέτησα, μελετήθηκα, μελετημένος, 58,59,61, vt. study, investigate
μέλλει-έμελλε, def.impers. be about/destined to, have the intention, want, μέλλεται
μένω, έμενα, έμεινα, 178, irr, vi.act.mid. stay, remain
μεταβαίνω, vi. go, proceed
μεταβάλλω, μετέβαλα, μεταβλήθηκα, 146,147, irr, vt. change, alter
μεταγράφω, μετέγραψα, μεταγράφτηκα/μεταγράφηκα, μεταγραμμένος, 13,122, irr, vt. transcribe
μεταδίδω, μετέδωσα/μετάδωσα, μεταδόθηκα, μεταδομένος, 186,187, irr, vt. transmit
μεταθέτω, μετέθεσα, μετατίθεμαι, μετατέθηκα, 137,138, irr, vt. shift, transfer, postpone
μετακινώ, μετακίνησα, μετακινήθηκα, μετακινημένος, 73,74, vt. move, transfer
μετακομίζω, μετακόμισα, 33, vt.act. transport, vi.act.mid. change one's residence
μεταλαβαίνω/μεταλαμβάνω, μετάλαβα, 200, vi. receive holy communion
μεταλαμπαδεύω, μεταλαμπάδευσα, 19, carry the torch of, diffuse
μεταμελούμαι, μεταμελήθηκα, μεταμελημένος, 74, vi.dep.mid. be repentant
μεταμορφώνω, μεταμόρφωσα, μεταμορφώθηκα, μεταμορφωμένος, 3,4, vt. transform
μεταμοσχεύω, μεταμόσχευσα, μεταμοσχεύτηκα/μεταμοσχεύθηκα, μεταμοσχευμένος, 19,20, vt. transplant
μεταμφιέζω, μεταφίεσα, μεταμφιέστηκα, μεταμφιεσμένος, 35,36, vt. disguise, vi. disguise oneself
μεταναστεύω, μετανάστευσα/μετανάστεψα, 19,17, vi. emigrate, migrate
μετανιώνω, μετάνιωσα, μετανιωμένος, 3, vi. change one's mind (about sth)
μετανοώ, μετανόησα, μετανοημένος, 73, vi.act.mid. change one's mind, repent
μεταποιώ, μεταποίησα, μεταποιήθηκα, μεταποιημένος, 73,74,75, vt. refashion, change style or shape of
μεταφέρω, μετέφερα/μετάφερα, μεταφέρθηκα, μεταφερμένος, 217,218, irr, vt. transport, transfer, translate, adapt, transpose, carry, send
μεταφράζω, μετέφρασα/μετάφρασα, μεταφράστηκα, μεταφρασμένος, 35,36, vt. translate
μεταχειρίζομαι, μεατχειρίστηκα, μεταχειρισμένος, 34, use, treat, behave to
μετέχω, (μετείχα), 190, irr, vi. +σε take part in, partake of, participate
μετράω/μετρώ, μέτρησα, μετρήθηκα, μετρημένος, 58,59, vt. count, measure
μετριάζω, μετρίασα, μετριάστηκα, μετριασμένος, 35,36, vt. temper, correct, moderate, attenuate, become mild
μηδενίζω, μηδένισα, μηδενίστηκα, μηδενισμένος, 33,34, vt. complete, zero, annul
μηνάω/μηνώ, μήνυσα, 177, irr, vi. send a message, inform
μηνύω, μήνυσα, μηνύθηκα/εμηνύθην, 5,6, vt. lodge a complaint against, summons
μηρυκάζω, μηρύκασα, 35, vt. cows ruminate, chew?
μηχανεύομαι, μηχανεύτηκα, 18, vt.dep. machinate, intrigue
μηχανογραφώ, μηχανογράφησα, μηχανογραφήθηκα, μηχανογραφημένος, 73,74, μηχανορραφώ, 73, vt.def. automate, computerize, manage
μιαίνω, μίανα, μιάνθηκα, μιασμένος, 44,46, vt. make dirty
μικραίνω/μικρύνω, μίκρυνα, 47, vt. rejuvinate, diminish, vi. get shorter
μιλώ, μίλησα, μιλήθηκα, μιλημένος, 58,59, vt. speak, talk
μιμούμαι, μιμήθηκα, 74, vt.dep. imitate, copy
μισώ, μίσησα, μισήθηκα, μισημένος, 73,74, vt. hate
μοιάζω, έμοιασα, 35, vt.act. resemble, look alike
μοιράζω, μοίρασα, μοιπάστηκα, μοιπασμένος, 35,36, vt. divide, distribute, give, hand out, μοιράζομαι, vt.mid. share, split, be torn between (ανάμεσα σε)
μολύνω, μόλυνα, μολύνθηκα, μολυσμένος, 48,49, vt. contaminate, defile, infect, pollute, taint
μορφώνω, μόρφωσα, μορφώθηκα, μορφωμένος, 3,4, vt. educate, μορφώνομαι, vi.mid. get an education
μουρμουρίζω/μουρμουράω, μουρμούρισα, 33,70, vt.act. murmur, vi. murmur
μπάζω, έμπασα, μπασμένος, 35, vt.act. put in, take in
μπαίνω, έμπαινα, μπήκα, μπω, (μπες/έμπα, μπείτε), μπασμένος, 179, irr, vi. come/go in, enter
μπερδεύω, μπέρδεψα, μπερδεύτηκα, μπερδεμένος, 17,18, vt. confuse, entangle, mix up, perplex, tangle, μπερδεύομαι, vi.mid. get caught, involved
μπλέκω, έμπλεξα, μπλέχτηκα, μπλεγμένος, 25,26, vt. tangle, confuse, vi.act. get involved, μπλέκομαι, vi.mid. be crossed, get involved, get caught
μπορώ, μπορούσα, μπόρεσα, 76, vi. be able, can
μποτιλιάρω, μποτιλιάρισα, μποτιλιαρίστηκα, μποτιλιαρισμένος, 55,54
μπουκάρω, μπούκαρα/μπουκάρισα
μπουκώνω, μπούκωσα, μπουκωμένος, 3, vt. stuff, take, fill up, vi. be full, be blocked, stall
μπουμπουκιάζω, μπουμπούκιασα, μπουμπουκιασμένος, 35, vt. shoot sb
μπουμπουνίζει, v.impers. it's thundering
μπουνατσάρει,
μπουρδουκλώνω, μπουρδούκλωσα, μπουρδουκλώθηκα, μπουρδουκλωμένος, 3,4
μπουσουλάω, μπουσούλησα, 58, no -ώ
μπουχτίζω, μπούχτισα, μπουχτισμένος, 33, vi.act.mid.ppp. be full, be fed up with
μυγιάζομαι, 36
μυρίζω, μύρισα, μυρίστηκα, μυρισμένος, 33,34, vt. smell, μυρίζομαι, vi.mid. smell
μυρώνω, μύρωσα, μυρώθηκα, μυρωμένος, 3,4
μυώ, μύησα, μυήθηκα, μυημένος, 73,74
μωραίνω, μώρανα, μωράθηκα, 44,45
μωρουδίζω, 33

ναυαγώ, ναυάγησα, ναυαγισμένος, 73, vi. become shipwrecked
νευριάζω, νευρίασα, νευριασμένος, 35, vt.act. make or become exasperated. neurotic
νικάω/νικώ, νίκησα, νικιέμαι, νικήθηκα, νικημένος, 58,59, vt. defeat, win, πήγα, είδα, νίκησα veni, vidi, vici
νιώθω/νοιώθω, ένοιωσα, 37, vt.act. feel, sense, be aware of, realize, understand, sympathize with
νοιάζει, ένοιαξε, νοιάστηκα, 36, vi.impers. look after, care about, δε με νοιάζει!, i don't mind, νοιάζομαι, vi.mid. be concerned
νοικιάζω, νοίκιασα, νοικάστηκα, νοικιασμένος, 35,36, vt. let, rent, hire
νομίζω, νόμισα, 33, vt.act. think, consider, opinion
νομιμοποιώ, νομιμοποίησα, νομιμοποιήθηκα, νομιμοποιημένος, 73,74,75, vt. legalize, legitimize
νοώ, νοείται, understand, think
ντρέπομαι, ντράπηκα, 180, irr, vi.dep. be ashamed, be bashful
ντροπιάζω, ντρόπιασα, ντροπιάστηκα, ντροπιασμένος, 35,36, vt. humiliate, dishonor
ντύνω, έντυσα, ντύθηκα, ντυμένος, 1,2, vt. dress, ντύνομαι, vi.mid. get dressed
νυστάζω, νύσταξα, νυσταγμένος, 23, vi.act.mid.ppp. feel sleepy

ξαίνω, έξανα, ξάστηκα, ξασμένος, 44,181, irr, comb (wool), braide (hair)
ξαναβλέπω, ξαναείδα/ξανάδα/ξανάειδα, 110,111, irr, vt.act. see again, ξαναβλέπομαι vi.mid.def. see each other again
ξανοίγω, ξάνοιξα, ξανοίχτηκα, ξανοιγμένος, 21,22, vt. make/become lighter/brighter, ξανοίγομαι, vi.mid. go out on a limb, put out to sea
ξαπλώνω, ξάπλωσα, ξαπλώθηκα, ξαπλωμένος, 3,4, vt. lie (something) down, spread out, stretch, ξαπλώνομαι, vi.mid. lie (oneself) down
ξαποστέλνω, ξαπόστειλα, ξαποστάλθηκα, ξαποσταλμένος, 208, irr, dispatch, send packing
ξαφνιάζω, ξάφνιασα, ξαφνιάστηκα, ξαφνιασμένος, 35,36, take by surprise, scare, startle, ξαφνιάζομαι, vi.mid. be surprised
ξεβάφω, ξέβαψα, ξεβάφτηκα, ξεβαμμένος, 13,14, vi. discolor, ξεβάφομαι, vi.mid. remove one's make-up
ξεβγάζω, ξέβγαλα, ξεβγάλθηκα, ξεβγαλμένος, 108,182, irr, rinse, get rid off
ξεδιπλώνω, ξεδίπλωσα, ξεδιπλώθηκα, ξεδιπλωμένος, 3,4, vt. unfold, unfurl, reveal
ξεκινάω/ξεκινώ, ξεκίνησα, ξεκινημένος, 58, vi. set off, start out, vt.act. start
ξεκουράζω, ξεκούρασα, ξεκουράστηκα, 35,35, rest. ξεκουράζομαι, vi.mid. relax
ξεμένω, ξέμεινα, 178, irr, vi. be stranded
ξεμπλέκω, ξέμπλεξα, 25, vi.act. untangle
ξενοιάζω/ξεννοιάζω, ξένοιασα, ξενοιασμένος, 35, vi.mid.ppp. become free from care
ξεντύνω, ξέντυσα, ξεντύθηκα, ξεντυμένος, 1,2, vt. undress, ξεντύνομαι, vi.mid. get undressed
ξενυχτάω/ξενυχτώ, ξενύχτησα, ξενυχτισμένος, 58, vt.act. keep awake (vi. stay awake) all night
ξεπλένω, ξέπλυνα, ξεπλύθηκα, ξεπλυμένος, 195,196, irr, vt. rinse, ξεπλένομαι, vi.mid. wash onself down
ξεπληρώνω, ξεπλήρωσα, ξεπληρώθηκα, ξεπληρωμένος, 3,4, vt. repay, pay off
ξερνάω/ξερνώ, ξέρασα, (ξεράστηκα, ξερασμένος), 68,(69) vt.vt. vomit
ξεροβήχω, ξερόβηξα, 31, vi. dry cough
ξεροκαταπίνω, ξεροκατάπια, 167, vi. swallow one's saliva
ξεροσταλιάζω, ξεροστάλιασα, 35, vi. poireauter
ξεροψήνω, ξερόψησα, ξεροψήθηκα, ξεροψημένος, 1,2, vt. cook well done
ξέρω, imperf. ήξερα, (μαθημένος), 217, irr, vt.def. know, be acquainted with
ξετυλίγω, ξετύλιξα, ξετυλίχτηκα, ξετυλιγμένος, 21,22, vt. unfold, unroll, unwind, unwrap
ξεφεύγω, ξέφυγα, 228, vi. escape
ξεχνάω/ξεχνώ, ξέχασα, ξεχάστηκα, ξεχασμένος, 68,69, vt. forget
ξεχρεώνω, ξεχρέωσα, ξεχρεώθηκα, ξεχρεωμένος, 3,4, pay off debt, complete payment
ξεχύνω/ξεχύνομαι, ξεχύθηκα, 2, vi. pour forth, overflow
ξεχωρίζω, ξεχώρισα, ξεχωρίστηκα, ξεχωισμένος, 33,34, vt. separate, distinguish, differentiate, vi.act. be visible
ξεψαχνίζω, ξεψάχνισα, ξεψαχνίστηκα, ξεψαχνισμένος, 33,34, vt. research, investigate
ξεψυχάω/ξεψυχώ, ξεψύχησα, ξεψυχισμένος, 58, vi. feel ardent desire
ξηλώνω, ξήλωσα, ξηλώθηκα, ξηλωμένος, 3,4, take apart, unmake
ξημερώνει, ξημέρωσε, ξημερώθηκα, vi.impers. day breaks, ξημερώνομαι, 4, vi.mid. be late, stay up till morning
ξοδεύω, ξοδέψω, ξοδεύτηκα, ξοδεμένος, 17,18, vt. spend, consume
ξύνω, έξυσα, ξύστηκα/ξύθηκα, ξυσμένος 1,39,2, vt. scratch, scrape, sharpen
ξυπνάω/ξυπνώ, ξύπνησα, (ξύπνιος, -α, -ο), 58, vi. wake up, rouse
ξυπολιέμαι, ξυπολύθηκα, 183, irr, dep. barefoot?
ξυρίζω, ξύρισα, ξυρίστηκα, ξυρισμένος, 33,34, vt. shave, ξυρίζομαι, vi.mid. get a shave, have a shave

ογκώνομαι, ογκώθηκα, ογκωμένος, 4, dep.
οδεύω, όδευσα, 19, vi. go, proceed
οδηγώ/οδηγάω, οδήγησα, οδηγήθηκα, οδηγημένος, 58,73,74, vt. guide, lead, drive
οδοιπορώ, 73, vi.def. journey
οδύρομαι, 144, irr, vi.dep.def. lament, wail
οικειοποιούμαι, οικειοποιήθηκα, 74,75, vt.dep. appropriate
οικοδομώ, οικοδόμησα, οικοδομήθηκα, οικοδομημένος, 73,74, vt. build
οικονομάω/οικονομώ, οικονόμησα, οικονομήθηκα, οικονομημένος, 58,59, vt. save, husband, find, get hold of, make ends meet
οικτίρω, 143, pity
οκταπλασιάζω/οχταπλασιάζω, οκταπλασίασα/οχταπλασίασα, οκταπλασιάστηκα/οχταπλασιάστηκα, οκταπλασιασμένος/οχταπλασιασμένος, 35,36
ολιγωρώ, ολιγώρησα, 73
ολισθαίνω, ολίσθησα, 50, vi. slip
ολοκληρώνω, ολοκλήρωσα, ολοκληρώθηκα, ολοκληρωμένος, 3,4, vt. complete, finish, consummate, integrate (math)
ομιλώ/ομιλούμαι, 73,74, vi.def. speak
ομολογώ, ομολόγησα, ομολογήθηκα, ομολογημένος, 73,74, confess, admit
ομορφαίνω, ομόρφυνα, 47, vt. embellish, make vi. become beautiful
ονειδίζω, ονείδισα, ονειδίστηκα, ονειδισμένος, 33,34
ονειρεύομαι, ονειρεύτηκα, ονειρεμένος, 18, vt.dep. dream of, vi.dep. dream
ονειροπολώ, ονειροπόλησα, 73, vt. dream of, vi. daydream
ονομάζω, ονόμασα, ονομάστηκα, ονομασμένος, 35,36, vt. name, call
ονοματίζω, ονομάτισα, 33
οξειδώνω, οξείδωσα, οξειδώθηκα, οξειδωμένος, 3,4, oxydize
οξυγονώνομαι, οξυγονώθηκα, οξυγονωμένος, 4, vt.dep. oxygenate
οργανώνω, οργάνωσα, οργανώθηκα, οργανωμένος, 3,4, vt. organize, οργανώνομαι, vi.mid. get organized, become a signed-up member
ορίζω, όρισα, ορίστηκα, ορισμένος, 33,34, vt. limit, define
ορκίζω, όρκισα, ορκίστηκα, ορκισμένος, 33,34, vt. put under oath, swear in, ορκίζομαι, vi.mid. swear, promise
ορμάω/ορμώ, όρμησα/όρμηξα, 58,66, vi. dash, rush
οφείλω, όφειλα, οφειλόμενος, 184, irr, vt.def. owe, vi. must, be due/owed
οχυρώνω, οχύρωσα, οχυρώθηκα, οχυρωμένος, 3,4, vt. fortify, οχυρώνομαι, vi.mid. occupy strong defensive position, arm oneself with excuse or pretext

παγιδεύω, παγίδεψα/παγίδευσα, παγιδεύτηκα, παγιδευμένος, 17,19,18, entrap, trap
παγώνω, πάγωσα, παγωμένος, 3, vt.act. freeze, vi.act.mid.ppp. be frozen
παθαίνω, έπαθα, 176, irr, vt.act. suffer, sustain, vi.act.mid. be moved
παίζω, έπαιζα, έπαιξα, παίχτηκα, παιγμένος, 23,24, vt. play
παίρνω, έπαιρνα, πάρω, πήρα, πάρθηκα, παρμένος, 185,119, irr, take, carry off, get, receive, accept
παλεύω, πάλέψα, 17, vi. wrestle, struggle with
πάλλω, 233,234, irr, vt.def.def. vibrate, πάλλομαι
παντρεύω, πάντρεψα, παντρεύτηκα, παντρεμένος, 17,18, vt. marry, match, παντρεύομαι, vi.mid. get married
παραβαίνω, παρέβηκα, να παραβώ, 145, irr, vt.act. break, disobey, infringe, transgress, violate
παραγγέλλω/παραγγέλνω, παράγγειλα/παρήγγειλα, παραγγέλθηκα, παραγγελμένος, 85,86,208, irr, order, command
παραγίνομαι, παραέγινα, παραγινωμένος, become to excess, go too far
παράγω, παρήγαγα, παράχθηκα, 135,136, irr, vt. yield, produce, παράγομαι, vi. be derived
παραδειγματίζω, παραδειγμάτισα, παραδειγματίστηκα, παραδειγματισμένος, 33,34,
παραδέρνω, παράδειρα, 120, def.
παραδέχομαι, παραδέχτηκα/παραδέχθηκα, (παραδεδεγμένος), 32, vt.dep. acknowledge, admit
παραδίδω/παραδίνω, παρέδωσα/παράδωσα, παραδόθηκα, παραδομένος, 186,187,131,132, irr, vt. surrender, give up, hand over
παραείμαι, παραήμουν, be exceedingly, too much
παραθερίζω, παραθέρισα, 33,
παραθέτω, παρέθεσα, παρατέθηκα, 137,138, irr, juxtapose, compare, cite, quote, offer, serve
παραιτούμαι, παραιτήθηκα, παραιτημένος, 74,
παρακαλώ/παρακαλάω, παρακάλεσα, 76,78,62, vt.act. ask, request, je vous prie, παρακαλούνται οι κύριοι επιβάτες να παραμείνουν στις θέσις τους...
παρακάμπω, παρέκαμψα, παρακάμφθηκα, 11,12
παρακάνω, παράκανα, 164, irr
παρακινώ, παρακίνησα, παρακινήθηκα, παρακινημένος, 73,74,
παρακμάζω, παράκμασα/παρήκμασα, παρακμασμένος, 35, vi.act.mid.ppp. decline
παρακολουθώ, παρακολούθησα, παρακολουθήθηκα, 73,74,58,59, vt. watch, surveille, follow, attend, vi.
παρακούω, παράκουσα, 83, vt.act. vi. misunderstand, disobey
παρακρατάω/παρακρατώ, παρακράτησα, παρακρατήθηκα, παρακρατημένος, 58,73,74,
παρακωλύω, παρακώλυσα, παρακωλύθηκα, 5,6
παραλαμβάνω/παραλαβαίνω, παρέλαβα, παραλήφθηκα, 165,166, irr, vt. receive
παραλείπω, παρέλειψα, παραλείφθηκα/παραλείφτηκα, 9,10, omit, leave out, neglect
παραλύω, παρέλυσα/παράλυσα, παραλυμένος, 5, vt. paralyse, vi.ppp. become shaky, profligate
παραμένω, παρέμεινα, 178, irr, vi. linger, remain, stay
παρανοώ, παρανόησα, παρανοήθηκα, 73,74, vt. misinterpet
παραπατάω/παραπατώ, παραπάτησα, 58, vi. stagger, totter, take a false step
παραποιώ, παραποίησα, παραποιήθηκα, παραποιημένος, 73,74,75, vt. distort
παραπονιέμαι/παραπονούμαι, παραπονέθηκα, παραπονεμένος, 63,77, vi.dep. complain
παρασκευάζω, παρασκεύασα, παρασκευάστηκα, παρασκευασμένος, 35,36, vt. prepare
παραστέκομαι, παραστάθηκα
παρατάω/παρατώ, παράτησα, παρατήθηκα, παρατημένος, 58,59, vt. abandon, stop, quit, drop, dump
παρατείνω, παρέτεινα, παρατάθηκα, παρατεταμένος, 172,188, irr, vt. prolong, extend
παρατηρώ, παρατήρησα, παρατηρήθηκα, παρατηρημένος, 73,74, vt. observe, remark
παρεισφρέω, παρεισέφρησα, 189, irr, vi.act. intrude oneself
παρελαύνω, παρέλασα/παρήλασα, 96, irr, vi. march past, parade, pass through
παρεμβαίνω, παρενέβηκα
παρέρχομαι, παρήλθα, 214, irr, vi. pass, το παρελθόν, past
παρευρίσκομαι, παρευρέθηκα
παρέχω, παρείχα, παρασχέθηκα, παράσχω, παρέσχον, 190,191, irr, vt. afford, provide, occasion, cause
παρίσταμαι, παρέστην, να παραστώ, 159, irr, vi. be present, attend, assist, participate, παριστώ, def.
παριστάνω/παρασταίνω, παράστησα/παρέστησα, παρεστάθην, 104,89,50, irr, vt. represent, depict, perform, pretend to be
παρκάρω, πάρκαρα/παρκάρισα, παρκαρισμένος, 53, vt.act. park
παρουσιάζω, παρουσίασα, παρουσιάστηκα, παρουσιασμένος, 35,36, vt. present, display, exhibit, παρουσιάζομαι, vi.mid. appear, make an appearance, present myself
πάσχω, (έπαθα), 31, vi.act.def.mid. stand, tolerate, bear, (suffer)
πατάω/πατώ, πάτησα, πατήθηκα, πατημένος, 58,59, tread on, set foot
παύω, έπαψα/έπαυσα, παύτηκα/παύθηκα, 17,19,20, vt. pause, stop, relieve someone of one's duties, fire, vi. stop
πάω, πηγαίνω, πήγα, πάω, (πήγαινε, πηγαίνετε), 192, irr, vi. go
πεδικλώνω/περδικλώνω, vt.
πεθαίνω, πέθανα, πεθαμένος, 44, vi.ppp. die, vt.act. kill
πείθω, έπεισα, πείστηκα, πεισμένος, 37,38, persuade
πεινάω/πεινώ, πείνασα, πεινασμένος, 68, vi.act.mid.ppp. be hungry
πειράζω, πείραξα, πειράχτηκα, πειραγμένος, 23,24, vt. vex, πειράζει, impers. to matter, πειράζομαι, vi.mid. be irritated
πέμπω, έπεμψα, επέμφθην, send
περατώνω, vt. finish
πέρδομαι, vi.dep. fart, break wind
περεχύνω, vt. pour liquid over, drench
περηφανεύομαι, περηφανεύτηκα
περιαρπάζω, vt. seize, abuse
περιαυτολογώ, vi. brag
περιβάλλω, περιέβαλλα, περιβλήθηκα, περιβλημένος/περιβεβλημένος, 146,147, irr, vt. surround, clothe, το περιβάλλον, environment, η περιβολή, attire, dress
περιγελώ, vt. mock, cheat
περιγράφω, περιέγραψα, περιγράφτηκα/περιγράφηκα, περιγεγραμμένος, 13,122, irr, vt. describe
περιδιαβάζω, vi. stroll
περιεργάζομαι, vt. scrutinize
περιέρχομαι, περιήλθα, 214, irr, vi.dep. travel through
περιέχω, περιείχα, περιέχομαι, 190,191, irr, vt.def.def. include, contain, η περιοχή region, area, district, το περιεχόμενο contents
περιηγούμαι, vt.dep. travel through, tour
περιθάλπω, vt. tend, care for
περικλείω, vt. enclose, contain
περικόπτω, vt. curtail
περικυκλώνω, vt. encircle
περιλαμβάνω/περιλαβαίνω, περιέλαβα/περίλαβα, περιλήφθηκα/περιλήφτηκα, 165,166,200, irr, vt. contain, hold, include
περιλούζω, περιέλουσα, περιλούστηκα, περιλουσμένος, 35,36, vt. shower
περιμαζεύω, περιμάζεψα, περιμαζεύτηκα, 17,18, vt. pick up
περιμένω, (περίμεινα), 178, irr, vt. await
περιοδεύω, περιόδευσα, 19, vi. tour
περιορίζω, περιόρισα, περιορίστηκα, περιορισμένος, 33,34, vt. confine, restrict
περιπαίζω, περιέπαιξα, 23, vt.act. mock, dupe
περιπίπτω, vt. fall into hands, η περίπτωση, case, circumstance
περιπλανιέμαι/περιπλανώμαι/περιπλανώ, περιπλανήθηκα, περιπλανημένος, 59,61, vi.dep. wander, roam
περιπλέκω, περιέπλεξα, περιπλέχθηκα/περιπλέχτηκα, περιπεπλεγμένος, 25,26,212, vt. interlace, entangle, complicate
περιπλέω, περιέπλευσα, 42, vt. sail
περιποιούμαι/περιποιώ, περιποιήθηκα, περιποιημένος, 75, vt.dep. look after, ich kümmere mich um ...
περισπώ, περιέσπασα, περισπώμαι, περιεσπάσθν, 72, vt.dep. distract (attention)
περισσεύω, περίσσεψα, 17, vi. be left over, περισσευούμενα
περιστέλλω, vt. restrict, check, curb
περιστοιχίζω, vt. surround
περιστρέφω, περιέστρεψα, περιστράφηκα, περιστραμμένος, 13,210, irr, vt. rotate
περισυλλέγω, vt. pick up, harbor, rescue
περισώζω, vt. preserve, rescue
περιτοιχίζω, vt. build a wall around
περιτριγυρίζω, vt. encircle, go around, court
περιτυλίγω/περιτυλίσσω, περιτύλιξα, περιτυλίχτηκα, περιτυλιγμένος, 21,22,
περιφέρω, περιέφερα, 217,218, (def. περιφέρομαι)
περιφράζω, περιέφραξα, περιφράχτηκα, περιφραγμένος, 23,24, vt. periprhase, summarize
περιφρονώ, περιφρόνησα, περιφρονήθηκα, περιφρονημένος, 73,74,59, vt. despise, disdain
περιχύνω, περιέχυσα, περιχύθηκα, περιχυμένος, 1,2, vt. splash, pour over
περνάω/περνώ, πέρασα, περάστηκα, περασμένος, 68,69, vt. pierce, thread, cross, go through, vi. blow over, pass through, drop by
περονιάζω, vt. pierce
περπατάω/περπατώ, περπάτησα, περπατημένος, 58, vi.mid.ppp. walk
πετάω/πετώ, πετάξα, πετάχτηκα, πεταμένος/πεταγμένος, 64,65,22. vt. throw, let drop, toss, waste, vi. fly, πετιέμαι/πετάγομαι, vi.mid. hurry
πετρώνω, vt. petrify
πέφτω, έπεσα, πεσμένος, 193, irr, vi.ppp. fall, μου έπεσε το βιβλίο, i dropped the book
πηγάζω, πήγασα, 35, vi. rise, spring, stem from
πηδάω/πηδώ, πήδηξα/πήδησα, πηδήχτηκα, 58,66,67, jump, leap
πήζω, vt. curdle, thicken
πηλαλώ, vi. run
πιάνω, έπιασα, πιάστηκα, πιασμένος 1,39, vt. catch, clutch, grasp, seize, take hold of, πιάνομαι, vi.mid. catch on, get the idea, get caught, get stiff, hold on, quarrel with
πιέζω, πίεσα, πιέστηκα, πιεσμένος/πεπιεσμένος, 35,36, vt. press, squeeze
πικραίνω, make or become bitter, πικραίνομαι, vi.mid. be grieved
πικρίζω, vi. taste bitter
πίνω, ήπια, πιώθηκα, πιωμένος, 194,2, irr, drink, πίνομαι, def.
πιστεύω, πίστεψα, 17,18, vt.act. believe, think, πιστεύεται, impers. man glaubt, it is believed
πλάθω, έπλασα, πλάστηκα, πλασμένος, 37,38, vt. shape, form, create
πλανώ/πλανιέμαι/πλανώμαι, πλανήθηκα, 59,61, vt. mislead, vi.mid. wander, be mistaken
πλέκω, έπλεξα, πλέχτηκα, πλεγμένος, 25,26, vt. knit
πλένω/πλύνω, έπλυνα, πλύθηκα, πλυμένος, 195,196, irr, vt. wash, πλένομαι, vi.mid. wash (oneself)
πλέω, έπλεα, έπλευσα, 42, vi. float, sail
πληγώνω, πλήγωσα, πληγώθηκα, πληγωμένος, 3,4, vt. wound, hurt, offend
πληθαίνω, πλήθυνα, 47, vt.act. multiply, vi.act. increase
πληροφορώ, πληροφόρησα, πληροφορήθηκα, πληροφορημένος, 73,74, vt. inform
πληρώ, πληρούμαι, 197,130, irr, vt.def. fill, fulfil
πληρώνω, πλήρωσα, πληρώθηκα, πληρωμένος, 3,4, vt. pay for
πλησιάζω, πλησίασα, 35, vt.act. approach, vi. get near, πλησιάζομαι, vi.mid. approach
πλήττω, έπληξα, πλήγηκα, 27,198, irr, vt. strike, wound, afflict, πλήττομαι, vi.mid. be bored
πνέω, έπνευσα, 42, vt.act. blow, vi.mid. breathe one's last
πνίγω, έπνιξα, πνίγηκα, πνιγμένος, 21,199, irr, vt. drown, suffocate, choke, strangle
ποικίλλω, εποίκιλα, ποικιλμένος, 233, irr, vt.act. vary, vi.act.mid.ppp. be diverse, varied, η ποικιλία, diversity, assortment
ποιούμαι/ποιώ, ποιήθηκα, ποιημένος, make, do
πολεμάω/πολεμώ, πολέμησα, πολεμήθηκα, 58,59, vt. fight
πολιορκώ, πολιόρκησα, πολιορκήθηκα, πολιορκημένος, 73,74, vt. besiege
πολλαπλασιάζω, πολλαπλασίασα, πολλαπλασιάστηκα, πολλαπλασιασμένος, 35,36, vt. multiply
πολώνω, πόλωσα, πολώθηκα, πολωμένος, 3,4, vt. polarize
ποναώ/πονώ, πονούσα, πόνεσα, πονεμένος, 62, vt.act. hurt smbdy, be attracted to, care for, vi.act.mid.ppp.mid. hurt, feel pain
ποτίζω, πότισα, ποτίστηκα, ποτισμένος, 33,34, vt. water, irrigate, vi. steep in water, saturate
πουλαώ/πουλώ, πούλησα, πουλιέμαι, πουλήθηκα, πουλημένος, 58,59, vt. sell
πραγματοποιώ, πραγματοποίησα, προγματοποιήθηκα, πραγματοποιημένος, 73,74,75, vt. realize, carry out, fulfill
πράττω, έπραψα, επράχθην, πεπραγμένος, 27, vt.act. do, πράγμα thing, πράξη deed
πρέπει, έπρεπε, irr, vi.impers.def. it is necessary, must
πρήζω, έπρηξα, πρήστηκα, πρησμένος, 23,34, irr, vt. swell, inflate, πρήζομαι, vi.mid. pester
πριμοδοτώ, πριμοδότησα, πριμοδοτήθηκα, πριμοδοτημένος, 73,74, vt. subsidize, favor
πριονίζω, πριόνισα, πριονίστηκα, πριονισμένος, 33,34, vt. cut with a saw (ένα πριόνι)
προάγω, προήγαγα, (προάχθηκα), προηγμένος, 135,136, irr, vt. advance, promote, facilitate
προαισθάνομαι, προαισθάνθηκα, 82, irr, vt.dep. know in advance
προαλείφομαι, 14, vi.dep.def.pres. +για prepare oneself for
προαναγγέλλω, προανήγγειλα/προανάγγειλα, προαναγγέλθηκα, προαναγγελμένος, 85,86, irr, vt. announce in advance, predict
προαναφέρω, προανέφερα/προανάφερα, προαναφέρθηκα/προανεφέρθην, 217,218, irr, vt. mention in advance
προασπίζω, προάσπισα, 33, vt. defend
προβαίνω, (προέβη-προέβησαν), (να προβώ), 145, irr, vi. advance
προβάλλω, πρόβαλα/προέβαλα, προβλήθηκα, προβεβλημένος, 146,147, irr, vt. stick out, highlight, project, extend, cast (shadow), offer (resistance), show (film), raise (objection), vi. appear, προβάλλομαι, vi.mid. sell oneself
προβάρω, πρόβαρα/προβάρισα, 53, vt.act. try on clothes, rehearse
προγραμματίζω, προγραμμάτισα, προγραμματίστηκα, προγραμματισμένος, 33,34
προγράφω, προέγραψα, προγράφτηκα/προγράφηκα, προγραμμένος
προδιαθέτω, προδιέθεσα/προδιάθεσα, προδιατίθεμαι, προδιατέθηκα, προδιατεθειμένος, 137,138, irr,
προδίδω/προδίνω, πρόδωσα, προδόθηκα, προδομένος, 186,187,131,132, irr, vt. betray, η προδοσία, betrayal
προειδοποιώ, προειδοποίησα, προειδοποιήθηκα, προειδοποιημένος, 73,74,75, vt. forewarn, notify in advance
προηγούμαι, προηγήθηκα, 74, vi.dep.gen. precede, come first, προηγούμενος adj. previous
προϊσταμαι, προέστην, προϊστάμενος vi.gen.dep. be at the head of
προκαλώ, προκάλεσα, προκλήθηκα, 73,163, irr, vt. challenge, provoke
προκαταλαμβάνω, προκατέλαβα, προκατειλημμένος, 166, irr, vt.act. occupy in advance, prepare, bias, spin
πρόκειται, επρόκειτο, vi.impers. it is a matter of, has to do with
προλαμβάνω/προλαβαίνω, πρόλαβα, να προληφθώ, 165,166,200, irr, vt. avert, prevent, anticipate, forestall, wait (for the bus), πριν προλάβει να ρωτήσει, before he could ask
προοδεύω, προόδευσα/προόδεψα, προοδευμένος, 19,17, vi.ppp. progress
προσαρμόζω, προσάρμοσα, προσαρμόστηκα, προσαρμοσμένος, 35,36, vt. fit, fix, adapt, adjust
προσαρτώ, προσάρτησα, προσαρτήθηκα, προσαρτημένος, 60,61, vt. annex
προσαυξάνω, προσαύξησα, προσαυξήθηκα, προσαυξημένος, 104,105, irr, vt. increase even more
προσβάλλω, πρόσβαλα/προσέβαλα, προσβλήθηκα, προσβλημένος/προσβεβλημένος, 146,147, irr, vt. insult, offend, affront, attack, το προσβολή, insult, attack
προσβλέπω, προσέβλεψα, 9, vt.act, expect, count on
προσγειώνω, προσγείωσα, προσγειώθηκα, προσγειωμένος, 3,4, vt. land (a plane)
προσδένω, προσέδεσα, προσδέθηκα, προσδεμένος/προσδεδεμένος, 1,2, vt. attach
προσδίδω, προσέδωσα, προσδόθηκα, 186,187, irr, vt. lend, impart
προσδιορίζω, προσδιόρισα, προσδιορίστηκα, προσδιορισμένος, 33,34, vt. determine, fix, ascertain
προσδοκώ, προσδοκώμαι, 60,61, vt.def.def. hope for, expect
προσεγγίζω, προσέγγισα, προσεγγίστηκα, 33,34, vt. bring near, approach, draw near, approximate, vi. approach
προσελκύω, προσέλκυσα, προσελκύστηκα, 5,41, vt. attract attention
προσέρχομαι, προσήλθα, 214, irr, vi.dep. present oneself
προσεταιρίζομαι, προσεταιρίστηκα, 34, vt.dep. join forces, associate
προσεύχομαι, προσευχήθηκα, 151, vt. pray
προσέχω, πρόσεξα, προσεγμένος, 31, vt.act. observe, pay attention to, mind, care for, look after, vi.act.mid.ppp. be careful
προσηλυτίζω, προσηλύτισα, προσηλυτίστηκα, προσηλυτισμένος, 33,34, vt. proselytize, convert
προσηλώνω, προσήλωσα, προσηλώθηκα, προσηλωμένος, 3,4, vt. nail, fix
προσθαλασσώνω, προσθαλάσσωσα, προσθαλασσώθηκα, προσθαλασσωμένος, 3,4
προσθέτω, πρόσθεσα, προστίθεμαι, προστέθηκα, 137,138, irr, vt. add, η πρόσθεσις, (process of) addition, η προσθήκη, thing added
προσκαλώ, προσκάλεσα, προσκλήθηκα, προσκαλεσμένος/προσκεκλημένος, 76,163, vt. invite, call, summon, cause, effect
πρόσκειμαι, 159, vi.dep.def.log. be near, sympathize with, προσκείμενος, adjacent
προσκολλώμαι, προσκολλήθηκα, προσκολλημένος, 61, vt.dep. adhere, be fixed/attached
προσκομίζω, προσκόμισα, προσκομίστηκα, 33,34, vt. bring forward, produce
προσκρούω, προσέκρουσα, 40, vi. collide
προσκυνάω/προσκυνώ, προσκύνησα, προσκυνημένος, 58, vt.act. worship, pay respects to
προσλαμβάνω, προσέλαβα, προσλήφθηκα, 165,166, irr, vt. employ, engage, assume
προσμένω, (impf. πρόσμενα), 178, irr, vt.act.def. wait/hope for
προσορμίζω, προσόρμισα, προσορμίστηκα, 33,34, vi. put into port
προσπαθώ, προσπάθησα, 73, vt.act. make an attempt, vi. try, προσπάθεια
προσπερνάω/προσπερνώ, προσπέασα, 68, vt.act. overtake, overcome, out distance, pass
προστατεύω, προσστάτεψα, προστατεύτηκα, προστατευμένος, 17,18, vt. protect
προστυχαίνω, προστύχεψα, vt. make vulgar, vi. become vulgar
προσυπογράφω, προσυπέγραψα, προσυπογράφτηκα/προσυπογράφτηκα, προσυπογραμμένος, 13,122, vt. countersign, approve
προσφέρω, πρόσφερα/προσέφερα, προσφέρθηκα/προσεφέρθην, 217,218, irr, vt. offer, προσφέρομαι, vi.mid. offer one's services, be suitable for
προσφεύγω, προσέφυγα, 228, irr, vi. (+σε), resort to
προσφωνώ, προσφώνησα, 73, vt. address, salute
προσχεδιάζω, προσχεδίασα, προσχεδιάστηκα, προσχεδιασμένος, 35,36, draft, plan, prepare in advance
προσχωρώ, προσχώρησα, 73, vi. (+σε) adhere to
προσωποποιώ, προσωποποίησα, προσωποποιήθηκα, προσωποποιημένος, 73,74,75, vt. personify
προτάσσω, προέταξα/πρόταξα, προτάχθηκα/προτάχτηκα, 27,28, put ahead, preceed, appose
προτείνω, πρότεινα, προτάθηκα, προτεταμένος, 172,188, irr, vt. propose, suggest
προτιμάω/προτιμώ, προτίμησα, προτιμήθηκα, 58,59,61, vt. prefer
προϋποθέτει-προϋποθέτουν, προϋπέθετε-προϋπέθεταν, προϋποτίθεται def.
προϋπολογίζω, προϋπελόγισα, προϋπελογίσθν
προφταίνω, πρόφτασα, 52, vt.act. anticipate, forestall, catch up with, vi. be or act in time
προφυλάσσω/προφυλάω, προφύλαξα, προφυλάσσομαι/προφυλάγομαι, προφυλάχθηκα/προφυλάχτηκα, προφυλαγμένος, 27,231,28,22, irr, protect (oneself)
προχωράω/προχωρώ, προχώρησα, προχωρημένος, 58,73, vi.act.mid.ppp. proceed, progress, move forward
πυρώνω, πύρωσα, πυρώθηκα, πυρωμένος, 3,4, vt. make red hot or warm
πωλώ, πώλησα, πωλήθηκα, 73,74, vt. sell, πωλείται, for sale

ραβδίζω, ράβδισα, 33, vt.act. beat with a stick
ράβω, έραψα, ράφτηκα, ραμμένος, 7,8, vt. sew
ραγίζω/ραΐζω, ράγισα/ράισα, ραγισμένος/ραϊσμένος, 33, crack
ραδιουργώ, ραδιούργησα, 73, vi. intrigue against
ραίνω, έρανα, 44, vt.act. sprinkle
ραμφίζω, ράμφισα, 33, vt.act. peck
ραντίζω, ράντισα, ραντίστηκα, ραντισμένος, 33,34, vt. sprinkle, shower
ραπίζω, ράπισα, 33, vt.act. slap the face of
ραφινάρω, ραφινάρισα, ραφιναρίστηκα, ραφιναρισμένος, 55,54, vt. refine
ρέβω/ρεύω, έρεψα/έσκαψα, 7, vi. decay, melt
ρεγουλάρω, ρεγουλάρισα, ρεγουλαρισμένος, 55, vt. regulate
ρεζιλεύω, ρεζίλεψα, ρεζιλεύτηκα, ρεζιλεμένος, 17,18, vt. ridicule, humiliate
ρελιάζω, ρέλιασα, ρελιάστηκα, ρελιασμένος, 35,36, hem (a dress)
ρεμβάζω, ρέμβασα, 35,
ρέπω, 9, vt. incline
ρετουσάρω, ρετουσάρισα, ρετουσαρισμένος, 55, vt. retouch (a photo)
ρεύομαι, ρεύτηκα, 18, vi. burp. belch
ρευστοποιώ, ρευστοποίησα, ρευστοποιήθηκα, ρευστοποιημένος, 73,74,75, vt. liquify (a gas)
ρεφάρω, ρεφάρισα, 55, vi. (se) refaire, remake, catch up (in a game)
ρέω, έρρευσα, 42, vi. flow, το ρεύμα, current
ρημάζω, ρήμαξα, ρημαγμένος, 23, vt.act. ruin, devastate, vi.act.mid.ppp. fall into ruin, neglect
ριγάω/ριγώ, ρίγησα, 58, vt.act. rule, make lines
ριγώνω, ρίγωσα, ριγωμένος, 3, vt.act. rule, make lines
ριζώνω, ρίζωσα, ριζώθηκα, ριζωμένος, 3, vt. root, fix
ρισκάρω, ρισκάρισα, 55, vt.act. risk
ρίχνω, έριξα, ρίχτηκα, ριγμένος, 29,30, vt. throw, cast, drop, pour, sprinkle, knock/pull down, cheat, post a letter
ριψοκινδυνεύω, ριψοκινδύνεψα/ριψοκινδύνευσα, 17,19, vt.act. risk, vi.act. take risks
ρουφάω/ρουφώ, ρούφηξα, ρουφήχτηκα, ρουφηγμένος, 66,67, vt. sip, suck, gulp, slurp, swallow, absorb, kiss passionately
ροχαλίζω, ροχάλισα, 33, vi. snore
ρυθμίζω, ρύθμισα, ρυθμίστηκα, ρυθμισμένος, 33,34, vt. regulate, arrange, configure, set up
ρυμουλκώ, ρυμούλκησα, ρυμουλκήθηκα, ρυμουλκημένος, 73,74, vt. tow, lead by the nose
ρυπαίνω, ρύπανα, ρυπάνθηκα, 44,46, vt. make dirty
ρωτάω/ρωτώ, ρώτησα, ρωτιέμαι, ρωτήθηκα, 58,59, vt. ask

σαπίζω, σάπισα, σαπισμένος, 33, vi.act.mid.ppp. rot, spoil
σαπουνίζω, σαπούνισα, σαπουνίστηκα, σαπουνισμένος, 33,34, vt. soap
σατιρίζω, σατίρισα, σατιρίστηκα, σατιρισμένος, 33,34, vt. satirize
σβήνω, έσβησα, σβήστηκα, σβησμένος, 1,39, vi.vt. extinguish, quench, put out
σέβομαι, σεβάστηκα, 201, irr, vt.dep. respect
σείω, έσεισα, σείστηκα, 40,41,202,203, irr, vt. shake, σείομαι/σειέμαι, vi.mid. sway
σερβίρω/σερβίρομαι/σερβιρίζομαι, σέρβιρα/σερβίρισα, σερβιρίστηκα, σερβιρισμένος, 56,57,34, vt. serve
σέρνω, έσυρα, σύρθηκα, συρμένος, 204,205, irr, vt. draw, pull, drag
σηκώνω, σήκωσα, σηκώθηκα, σηκωμένος, 3,4, vt. stand/stood up, lift up, σηκώνομαι, vi.mid. get up, σήκωσε!, stand up!
σημαίνω, σήμανα, σεσημασμένος, 44, vt. mean, signify, vi.act.mid.ppp. matter, be important
σημειώνω, σημείωσα, σημειώθηκα, σημειωμένος, 3,4, vt. mark, note, σημειώνεται, -ονται, impers. there is/are
σιδερώνω, σιδέρωσα, σιδερώθηκα, σιδερωμένος, 3,4, vt. iron
σιχαίνομαι, σιχάθηκα, σιχαμένος, 45, vt.dep.mid.ppp. hate, be sick of
σιωπώ, σιώπησα, 60, vi.act.mid. be/remain silent
σκάβω, έσκαψα, σκάφτηκα, σκαμμένος, 7,8, vt. dig, carve, hollow out
σκάζω/σκάω, έσκαγα, έσκασα, σκασμένος, 35,206, irr, vt.act. burst, vex, exasperate, be the death of, vi.act.mid.ppp. be chapped, burst open, σκάσε! shut up!
σκεπάζω, σκέπασα, σκεπάστηκα, σκεπασμένος, 35,36, vt. cover, protect, roof, screen
σκέφτομαι/σκέπτομαι, σκέφτηκα/σκέφθηκα/σκέπτηκα, (εσκεμμένος), 16,12, vt.dep. think, vi.dep.
σκηνοθετώ, σκηνοθέτησα, σκηνοθετήθηκα, σκηνοθετημένος, 73,74, vt. stage
σκιαγραφώ, σκιαγράφησα, σκιαγραφήθηκα, σκιαγραφημένος, 73,74, vt. sketch
σκιάζω, σκίασα, σκιάστηκα, σκιασμένος, 35,36, vt. shade, cast a shadow over
σκιάζω, έσκιαξα, σκιάχτηκα, σκιαγμένος, 23,24, vt. frighten, σκιάζομαι, vi.mid. be scared/frightened
σκιαμαχώ, 73, def.
σκίζω/σχίζω, έσκισα/έσχισα, σκίστηκα/σχίστηκα, σκισμένος/σχισμένος, 33,34, vt. tear
σκληραίνω/σκληρύνω, σκλήρυνα, 47, vt.act. harden
σκοπεύω, σκόπευσα, 19, vt.act. vi. aim, intend
σκορπίζω/σκορπάω, σκόρπισα, σκορπίστηκα, σκορπισμένος, 33,34,70,173, vt. scatter, σκορπίζομαι/σκορπιέμαι
σκοτίζω, σκότισα, σκοτίστηκα, σκοτισμένος, 33,34, vt. darken
σκοτώνω, σκότωσα, σκοτώθηκα, σκοτωμένος 3,4, vt. kill, σκοτώνομαι, vi.pass. be killed, vi.mid. kill oneself, suicide
σκούζω, έσκουξα, 23, vi. howl
σκουληκιάζω, σκουλήκιασα, σκουληκιασμένος, 35
σκουντάω/σκουντώ, σκούντησα/σκούντηξα, (σκουντήχτηκα), (σκουντηγμένος), 58,66,(67), vt. prod, push, shove
σκουντουφλάω, σκουντούφλησα, 58
σκουντουφλιάζω, σκουντούφλιασα, σκουντουφλιασμένος, 35
σκουπίζω, σκούπισα, σκουπίστηκα, σκουπισμένος, 33,34, vt. sweep, vacum, clean, wipe, dry, η σκούπα, broom
σκύβω, έσκυψα, σκυμμένος, 7, vi.ppp. bend down, stoop over
σοκάρω, σόκαρα/σοκάρισα, σοκαρίστηκα, σοκαρισμένος, 53,54
σοτάρω, σόταρα/σοτάρισα, σοταρίστηκα, σοταρισμένος, 53,54
σουτάρω, σούταρα/σουτάρισα, 53
σοφάρω, σοφάρισα, 55
σπάζω/σπάω/σπω, έσπαγα, έσπασα, σπάστηκα, σπασμένος, 35,36,206, irr, vt. break, smash, rack, ο σπαστικός pain-in-the-ass, (adj. -ή, -ό), handicapped, spastic, spasmodic
σπαταλώ/σπαταλάω, σπατάλησα, σπαταλήθηκα, σπαταλημένος, 58,59, vt. waste
σπείρω/σπέρνω, έσπειρα, σπάρθηκα, σταρμένος, 120,119, irr, vt. sow
σπεκουλάρω, σπεκουλάρισα, 55
σπεύδω, έσπευσα, εσπευσμένος, 128, irr, vi. hasten, hurry, rush into
στάζω, έσταξα, 23, vt.act. drip, leak
σταματάω/σταματώ, σταμάτησα, σταματημένος, 58, vt.act. stop
στεγνώνω, στέγνωσα, στεγνωμένος, 3, vt.act. dry, vi.act.mid.ppp. dry oneself
στέκω/στέκομαι, στάθηκα, 207, irr, vi.dep.semi. stand up/still, στάση station, στάσου! stand still! stop! detente!
στελεχώνω, στελέχωσα, στελεχώθηκα, στελεχμένος, 3,4, executive
στέλνω/στέλλω, έστειλα, στάλθηκα, σταλμένος, 208,209, irr, vt. send
στενάζω, στέναξα, 23, vi. lament, sigh, groan
στενεύω, στένεψα, στενεμένος, 17, vt. take in, be too tight for, vi. be narrow
στενοχωρώ/στεναχωρώ/στεναχωράω, στενοχώρησα/στεναχώρησα/στεναχώρεσα, στενοχωρήθηκα/στεναχωρήθηκα/στεναχωρέθηκα, στενοχωρημένος/στεναχωρημένος, 73,76,62,59,63,74, vt. upset, στενοχορούμαι, vi.mid. be upset, get upset
στέργω, έστερξα, 21
στερεοποιώ, στερεοποίησα, στερεοποιήθηκα, στερεοποιημένος, 73,74,75, make firm
στερεύω, στέρεψα, 17, vt. dry (up)
στερεώνω, στερέωσα, στερεώθηκα, στερεωμένος, 3,4, vt. fasten, make firm, make stable, fix, prop up, cement
στεριώνω, στέριωσα, στεριωμένος, 3
στερώ, στέρησα, στερήθηκα, στερημένος, 73,74, vt. deprive sb of sth, στερούμαι, vi.mid. miss, lack, want for, do without
στεφανώνω, στεφάνωσα, στεφανώθηκα, στεφανωμένος, 3,4, vt. crown, vi. be the best man, στεφανώνομαι, vi.mid. get married
στέφω, έστεψα, στέφθηκα, εστεμμένος, 13,14
στηλιτεύω, στηλίτευσα, στηλιτεύτηκα/στηλιτεύθηκα, 19,20, pillar
στήνω, έστησα, στήθηκα, στημένος, 1,2, vt. stand/set upright
στηρίζω, στήριψα, στηρίχτηκα/στηρίχθηκα, στηριγμένος, 23,24, vt. prop, support, vi. lean for support, be based or grounded on, στηρίζομαι σε, vi.mid. rely on
στιγματίζω, στιγμάτισα, στιγματίστηκα, στιγματισμένος, 33,34, spot, condemn, mark, tarnish
στιλβώνω, στίλβωσα, στιλβώθηκα, στιλβωμένος, 3,4
στιχουργώ, στιχούργησα, 73, versify
στοιβάζω, στοίβαξα, στοιβάχτηκα, στοιβαγμένος, 23,24, to pile up, put in a pile, στοιβάζομαι, vi.mid. cram
στοιχηματίζω, στοιχημάτισα, 33, vt.act. bet, vi. bet, το στοίχημα, bet
στοιχίζω, στοίχισα, 33, vt.act. cost, upset, line up, ο στοίχος, line, vi. cost (alot), στοιχίζομαι, vi.mid. get in line
στολίζω, στόλισα, στολίστηκα, στολισμένος, 33,34, vt. adorn, embellish, trim, στολίζομαι, vi.mid. dress up
στρέφω, έστρεψα, στράφηκα, στραμμένος, 13,210, irr, vt. turn, vi.mid. turn oneself around, do an about face
στρίβω, έστριψα, στρίφτηκα, στριμμένος, 7,8, vt.vi. turn, twist, twirl, spin, στρίβομαι...
στρυμώχνω, στρύμωξα, στρυμώχτηκα, στρυμωγμένος, squeeze, squash in crowd, press hard
στρώνω, έστρωσα, στρώθηκα, στρωμένος, 3,4, vt. spread, cover, tile, pave, tidy, vi. fit, lie flat, settle down, run smoothly, στρώνομαι, vi.mid. install oneself
στύβω, έστυψα, στύφτηκα, στυμμένος, 7,8, vt. squeeze, press, wring, drain, bleed dry
συγγράφω, συνέγραψα, συγγράφηκα, συγγραμμένος, 13,122, irr, vt. write, author
συγκαλύπτω, συνεκάλυψα, συνεκαλύφθν, συγκεκλυμμένος, 11,12, vt. conceal, hush up
συγκρίνω, συνέκρινα, συνεκρίθην, συγκεκριμένος, 172,2, irr, vt. compare
συγχαίρω, συγχάρηκα, 211, irr, vt.semi. congratulate
συγχέω, συνέχυσα, συγχύθηκα, συγκεχυμένος, 5,6, vt.dep.dep.* confound, confuse
συγχωράω/συγχωρώ, συγχώρεσα/συγχώρησα, συγχωρέθηκα/συγχωρήθηκα, συγχωρεμένος/συγχωρημένος, 73,58,76,62,74,59,77,63, vt. forgive
συζητάω/συζητώ, συζήτησα, συζητιέμαι/συζητούμαι, συζητήθηκα, συζητημένος, 58,59,74, discuss, talk about
συζώ, 73, vi.def. live together, σύζυγος, spouse
συκοφαντώ, συκοφάντησα, συκοφαντήθηκα, συκοφαντημένος, 73,74, vt. calumniate, slander
συλλαβίζω, συλλάβισα, συλλαβίστηκα, συλλαβισμένος, 33,34, vt. spell, read with difficulty
συλλαμβάνω, συνέλαβα, (συνελήφθη-συνελήφθησαν), 165,166, irr, vt. catch, seize, apprehend, arrest, capture, conceive a child
συλλέγω, συνέλεξα, συλλέχθηκα/συλλέχτηκα, συλλεγμένος, 139,140, irr, collect, gather, pick
συλλογίζομαι/συλλογιέμαι, συλλογίστηκα, συλλογισμένος, 34,173, irr, vt. think about, consider, vi. think
συλλυπούμαι, συλλυπήθηκα, 74, send condolence
συλώ, σύλησα, συλήθηκα, συλημένος, 73,74
συμβαδίζω, συμβάδισα, 33, vt. keep up with
συμβαίνει - συμβαίνουν, συνέβη-συνέβησαν/συνέβηκε-συνέβηκαν, να συμβεί, 145, irr, vi.semi.impers. happen, occur
συμβάλλω, συνέβαλα, συμβλήθηκα, συμβεβλημένος, 146,147, irr, vt. contribute to
συμβιβάζω, συμβίβασα, συμβιβάστηκα, συμβιβασμένος, 35,36, vt. reconcile, συμβιβάζομαι, vi.mid. compromise, be reconciled with
συμβιώνω, συμβίωσα, 3, coexist
συμβολίζω, συμβόλισα, συμβολίστηκα, συμβολισμένος, 33,34, vt. symbolize
συμβουλεύω, συμβούλεψα, συμβουλεύτηκα, 17,18, vt. advise, συμβουλεύομαι, vt.mid. consult
συμμαζεύω, συμμάζεψα, συμμαζεύτηκα, συμμαζεμένος, 17,18, vt. pick up, get together, tidy up, put in order, restrain, curb, vi.
συμμαχώ, συμμάχτησα, 73, ally
συμμερίζομαι, συμμερίστηκα, 34, vt.dep. sympathize with, share
συμμετέχω, (συμμετείχα), (να συμμετάσχω), 190, irr, vi. + σε participate, take part, join in
συμμορφώνω, συμμόρφωσα, συμμορφώθηκα, συμμορφωμένος, 3,4, vt. bring into line, improve, knock into shape, smarten up, συμμορφώνομαι, vi.mid. tidy oneself up, comply with
συμπαθώ, συμπάθησα, 73, like, feel for
συμπαραστέκομαι, συμπαραστάθηκα, 207, irr, vt.dep. support, assist, συμπαρίσταμαι
συμπαρασύρω, συμπαρέυσα, 217, irr
συμπάσχω, συνέπασχα, 31
συμπεθεριάζω, συμπεθέριασα, 35
συμπεραίνω, συμπέρασα, 44, vt. conclude, infer, suppose, συμερεαίνεται, impers.
συμπεριλαμβάνω, συμπεριέλαβα, συμπεριλήφθηκα, 165,166, irr, vt. include
συμπεριφέρομαι, συμπεριφέρθηκα, 218, irr, vi. behave
συμπιέζω, συμπίεσα, συμπιέστηκα, συμπιεσμένος, 35,36, vt. compress
συμπίπτω, συνέπεσα, 141, irr, vi. coincide, converge, befall, so happen, η σύμπτωση, coincidence
συμπλέκω, συνέπλεξα, (συμπλέχθηκα/συνεπλάκην) συνεπλάκη - συνεπλάκησαν, (συμπλεγμένος), 25,212, irr, vt. assemble, combine, interlace, ο συμπλέκτης, clutch, το σύμπλεγμα, assembly, συμπλέκομαι, vi.mid. clash, come to blows, η συμπλοκή, affray, clash
συμπλέω, συνέπλευσα, 42, sail together
συμπληρώνω, συμπλήρωσα, συμπληρώθηκα, συμπληρωμένος, 3,4, vt. complete, finish off, complement
συμπτύσσω, συνέπτυξα, συνεπτύχθην, συνεπτυγμένος, 27,28, vt. shorten, abbreviate, vi. fall back (of troops)
συμφέρει, συνέφερε, vi.impers. it is to ones advantage, it pays
συμφιλιώνω, συμφιλίωσα, συμφιλιώθηκα, συμφιλιωμένος, 3,4, vt. reconcile, συμφιλιώνομαι με, vi.mid. become reconciled with
συμφωνώ, συμφώνισα, συμφωνήθηκα, συμφωνημένος, 73,74, vt. agree
συναγωνίζομαι, συναγωνίστηκα, 34, vt.dep.def. fight together, compete with
συνανταώ/συναντώ, συνάντησα, συναντιέμαι/συναντώμαι, συναντήθηκα, 58,59,61, vt. to meet, vi. be found (of quotations)
συνάπτω, σύναψα/συνήψα, συνάφθηκα/συνήφθην, συνημμένος, 213,12, irr, vt. append, contract, conclude, join (hands, battle)
συνδέω, σύνδεσα/συνέδεσα, συνδέθηκα, συνδεμένος/συνδεδεμένος, 5,6, vt. connect, συνδέομαι, vi.mid. have a relation
συνδυάζω, συνδύασα, συνδυάστηκα, συνδυασμένος, 35,36, vt. join, match, combine
συνειδητοποιώ, συνειδητοποίησα, συνειδητοποιήθηκα, συνειδητοποιημένος, 73,74,75, vt. realize, become aware of
συνεισφέρω, συνεισέφερα, vt.vi. contribute
συνεπαίρνω, συνεπήρα, vt. carry away, overwhelm
συνέρχομαι, συνήλθα, 214, irr, vi.dep. come together, reunite, recover, come to one's senses
συνεφέρνω, συνέφερα, 226, irr, vt. revive, bring to, vi.act.mid. come to
συνεχίζω, συνέχισα, συνεχίστηκα, 33,34, vt.vi.impers. continue
συνηθίζω, συνήθισα, συνηθισμένος, 33, vt.act. get used to, be in the habit of, vi.act.mid.ppp. become accustomed
συνθέτω, συνέθεσα/σύνθεσα, συντέθηκα, 137,138, irr, vt. compose, συντίθεμαι vi.mid. be the synthesis, η σύνθεση, composition, η συνθήκη, treaty
συνθηκολογώ, συνθηκολόγησα, 73, vi. capitulate, surrender
συνθλίβω, συνέθλιψα, συνθλίφτηκα, συνθλιμμένος/συντεθλιμμένος, 7,216, irr, vt. crush, destroy
συνίσταμαι, συνιστάμενος, 133, irr, vi.dep.def. (+από) consist of, be composed of, το μείγμα συνίσταται από τρία στοιχεία, the mixture consists of three elements
συνιστώ/συσταίνω, συνέστησα/σύστησα, συνιστώμαι, συστάθηκα/συνεστήθην, συστημένος, 158,61,133, irr, vt. constitute, establish, institute, set up, found, συνιστώ μια εταιρεία, to establish a company, introduce, advise, recommend
συνοδεύω, συνόδεψα, συνοδεύτηκα, συνοδευμένος, 17,18, vt. accompany, escort
συντάσσω, συνέταξα, συντάχθηκα/συντάχτηκα, συντεταγμένος/συνταγμένος, 27,28, vt. write up, draft, line up, arrange, το σύνταγμα constitution, η σύνταξη editorial staff
συντονίζω, συντόνισα, συντονίστηκα, συντονισμένος, 33,34, vt. to tune together, coordinate
συντρέχω, συνέτρεξα/συνέδραμα, (aor.subj. συνδράμω), 215, irr, vt.act. aid, meet, contribute, lat. concurro
συντρίβω, συνέτριψα, συντρίφτηκα, συντετριμμένος, 7,216, irr, vt. crush, smash
συνωμοτώ, συνωμότησα, 73, vi. plot, conspire, κατά του κράτους, against the state
συρρέω, συνέρρευσα, 42, vi. throng, flock
σύρω, έσυρα, σύρθηκα, συρμένος, 217,218, irr, vt. draw, pull, drag
συσκευάζω, συσκεύασα, συσκευάστηκα, συσκευασμένος, 35,36, vt. pack, box, put up/away
συσσωρεύω, συσσώρευσα, συσσωρεύθηκα, συσσωρευμένος, vt. accumulate
συστέλλω, συνέστειλα, συνεστάλην, συνεσταλμένος, 85,91, contract, feel hesitant or shy
συστήνω, σύστησα, συστήθηκα, συστημένος, 1,2, vt. introduce -> συνιστώ
συχνάζω, 35, vi.def. (+ σε) frequent, be a regular (customer) of
σφάζω, έσφαξα, σφάχτηκα, σφαγμένος, 23,24, vt. slaughter
σφάλλω, έσφαλα, εσφαλμένος, 233, irr, vi.act.mid.ppp. be mistaken, make a misake, το σφάλμα, mistake
σφετερίζομαι, σφετερίστηκα, 34, vt.dep. embezzle
σφηνώνω, σφήνωσα, σφηνώθηκα, σφηνωμένος, 3,4, vt. wedge, vi. be jammed, stuck, σφηνώνομαι, vi.mid. get stuck
σφίγγω, έσφιξα, σφίχτηκα, σφιγμένος, 21,22, vt. squeeze, tighten, pinch, vi. σφίγγομαι, vi.mid. strain, try hard
σφουγγίζω, σφούγγισα, σφουγγίστηκα, σφουγγισμένος, 33,34, vt. wipe
σφυρίζω/σφυράω, σφύριξα, σφυρίχτηκα, 23,24,70, vt. whistle, whisper, hiss (at), vi.
σχεδιάζω, σχεδίασα, σχεδιάστηκα, σχεδιασμένος, 35,36, draw, sketch, design, το σχέδιο, plan, drawing
σχετίζω, σχέτισα, σχετίστηκα, σχετισμένος, 33,34, connect, associate, compare, relate, σχετίζομαι, vi.mid. be or get acquainted
σχηματίζω, σχμάτισα, σχηματίστηκα, σχηματισμένος, 33,34, vt. form, shape, το σχήμα, design, figure
σχηματοποιώ, σχηματοποίησα, σχηματοποιήθηκα, σχηματοποιημένος, 73,74,75, formalize, design
σχολάω/σκολάω/σχολάζω, σχόλασα/σκόλασα, 68, vi. not be at work, be on vacation, stop work, vi. let out of school, dismiss from job, fire
σχολιάζω, σχολίασα, σχολιάστηκα, σχολιασμένος, 35,36, vt. comment on, criticize, annotate, edit
σώζω/σώνω, έσωσα, σώθηκα, σωσμένος, 3,4, vt. save, σώζομαι, vi.mid. escape, save myself, survive
σώνω, έσωσα, σώθηκα, σωμένος/σωσμένος, 3,4, vt. save, preserve, be enough, reach (with hands), σώνομαι, vi.mid. use up, run out
σωπαίνω, σώπασα, 52, vi.act.mid. be silent, quiet, σώπα!
σωρεύω, σώρευσα, σωρεύτηκα/σωρεύθηκα, σωρευμένος, 19,20,
σωριάζω, σώριασα, σωριάστηκα, σωριασμένος, 35,36, vi. collapse
σωφρονίζω, σωφρόνισα, σωφρονίστηκα, σωφρονισμένος, 33,34, vt. bring to reason, correct, reform

ταγγίζω, τάγγισα, ταγγισμένος, 33, vi.act.mid.ppp. rot, go rancid
τάζω, έταξα, 23, vt. vow, promise, vi.act.mid. make a vow
ταΐζω, τάισα, ταΐστηκα, ταϊσμένος, 33,34, vt. feed
ταξιδεύω, ταξίδεψα, ταξιδεμένος, 17, vt.act. transport, vi.act.mid.ppp. travel
τάσσω, έταξα, τάσσομαι, τάχθηκα/τάχτηκα/ετάχθην, ταγμένος/τεταγμένος, 28, vt. place, marshall, array
τείνω, έτεινα, ετάθην, τεταμένος, 172, irr, vt. stretch, strain, vi. tend, lead to, be aimed at
τελειώνω, τέλειωσα/τελείωσα, τελειωμένος, 3, vt.act. end, give up, finish, vi.act.mid.ppp. exhaust, use up
τελώ, τέλεσα, τελέστηκα/ετελέσθην, τετελεσμένος, 76,78, vt. do, make, perform, celebrate, hold, τελούμαι, vi.mid. be, exist, take place, τέλειος, -α, -ο, adj. perfect, τέλεια, adv. perfectly, τελείως, adv. completely, τελικά, adv. finally
τέμνω, έτεμνον, ετμήθην, τετμημένος, 1,2, vt.def. cut, pass through (a road), έτμησα, τμήθηκα, (τε)τμημένος
τεντώνω, τέντωσα, τεντώθηκα, τεντωμένος, 3,4, vt. stretch, tighten, tone, τεντώνομαι, vi.mid. stretch, strain
τερματίζω, τερμάτισα, τερματίστηκα, τερματισμένος, 33,34, vt. conclude, end, terminate, wind up
τέρπω, έτερψα, 9,10, vt. give pleasure to
τηγανίζω, τηγανίσα, τηγανίστηκα, τηγανισμένος, 33,34, vt. fry
τήκω, έτηξα, τετηγμένος, vt. melt, τήκουμαι, vi.mid. pine, languish
τηλεγραφώ, τηλεγράφησα, 73, vt. cable, send a telegraph
τηλεφωνώ/τηλεφωνάω, τηλεφώνησα, τηλεφωνήθηκα, 73,58,59, vt. call, telephone, τηλεφωνιέμαι, vi.mid. speak on the phone
τηρώ, τήρησα, τηρήθηκα, τηρημένος, 73,74, vt. uphold, honor, adhere to, abide by, keep, preserve, observe
τίκτω, έτεκον, ετέχθην, vt. give birth, bring forth
τιμάω/τιμώ, τίμησα, τιμήθηκα, τιμημένος, 58,61, vt. honor, pay tribute to, recognize, be a credit to, do justice to
τιμωρώ, τιμώρησα, τιμωρήθηκα, τιμωρημένος, 73,74, vt. punish
τινάζω, τίναξα, τινάχτηκα, τιναγμένος, 23,24, vt. toss, shake, beat, hurl, fling, τινάζομαι, vi.mid. jump up, start, brush something off one's clothes
τολμώ/τολμάω, τόλμησα, 58, vt.act. dare, vi.act.mid, take risks
τονίζω, τόνισα, τονίστηκα, τονισμένος, 33,34, vt. stress, highlight, accent, accentuate
τοποθετώ, τοποθέτησα, τοποθετήθηκα, τοποθετημένος, 73,74,59, vt. put, place, plant, τοποθετούμαι, vi.mid. position oneself, take a stand
τραβάω/τραβώ, τράβηξα, τραβιέμαι, τραβήχτηκα, τραβηγμένος, 66,67, vt. draw, pull, drag
τραγουδάω/τραγουδώ, τραγούδησα, τραγουδήθηκα, τραγουδισμένος, 58,59, vt. sing
τρατάρω/τρατέρνω, τράταρα/τρατάρισα, 53, vt.act. offer, pay for
τραυματίζω, τραυμάτισα, τραυματίστηκα, τραυματισμένος, 33,34, vt. wound, injure, το τραύμα, injury
τραχύνω, τράχυνα, τραχύνθηκα, 48,49, vt. roughen, worsen
τρελαίνω, τρέλανα, τρελάθηκα, τρελαμένος, 44,45, vt. drive someone insane, τρελαίνομαι, vi.mid. go mad, Τρελαθήκατε Κύριε Σποκ;
τρέμω, (τρεμάμενος), 1, vi.def. shake, shiver, tremble
τρενάρω, τρέναρα/τρενάρισα, 53, vi. delay, drag on
τρέπω, έτρεψα, τράπηκα, τραμμένος, 9,180, irr, vt.vi. turn, convert, divert, change
τρέφω, έθρεψα, τράφηκα/θράφηκα, θρεμμένος, 219,220, irr, vt. feed, foster, nourish, provide for, τρέφομαι, vi.mid. feed on, be raised on, be healed
τρέχω, έτρεξα, 31, vi.act. run
τρίβω, έτριψα, τρίφτηκα, τριμμένος, 7,8, vt. scrub, rub, sand, grate, grind, τρίβομαι, vi.mid. crumble, show signs of wear
τρίζω, έτριξα, 23, vi. creak, squeak, grind teeth
τρομάζω, τρόμαξα, τρομαγμένος, 23, vt.act. frighten
τρομοκρατώ, τρομοκράτησα, τρομοκρατήθηκα, τρομοκρατημένος, 73,74, vt. terrorize
τροποποιώ, τροποποίησα, τροποποιήθηκα, τροποποιημένος, 73,74,75, vt. modify
τροφοδοτώ, τροφοδότησα, τροφοδοτήθηκα, τροφοδοτημένος, 73,74, vt. supply, fuel, feed, provide
τρυπώ/τρυπάω, τρύπησα, τρυπήθηκα, τρυπημένος, 58,59, make a hole in, pierce, puncture, punch, vi. have a puncture, be full of holes, τρυπιέμαι, vi.mid. shoot onself up (with drugs)
τρυπώνω, τρύπωσα, τρυπώθηκα, τρυπωμένος, 3,4, vt. hide
τρω/τρώω/τρώγω, έφαγα, (φάω/φάγω), (φάγε/φάε, φάτε), τρώγομαι, φαγώθηκα, φαγωμένος, 221,222, irr, vt. eat
τσιμπάω/τσιμπώ, τσίμπησα, τσιμπιέμαι, τσιμπήθηκα, τσιμπημένος, 58,59, vt. prick, pinch, nip, bite, peck, eat lightly
τυλίγω, τύλιξα, τυλίχτηκα, τυλιγμένος, 21,22, vt. coil, wind, roll up, wrap
τυποποιώ, τυποποίησα, τυποποιήθηκα, τυποποιημένος, 73,74,75, vt. standardize
τυπώνω, τύπωσα, τυπώθηκα, τυπωμένος, 3,4, vt. print, publish
τυραννάω/τυραννώ, τυράννησα, τυραννήθηκα, τυραννισμένος, 58,59, be a tyrant, torment, harass
τυφλώνω, τύφλωσα, τυφλώθηκα, τυφλωμένος, 3,4, vt. make blind, τυφλώνομαι, vi.mid. go blind
τυχαίνει - τυχαίνουν, έτυχα - έτυχαν, 148, irr, vi.act.mid.(+gen.) be lucky, happen to be, impers.

υγιαίνω, 44, vi.act.mid. be in good health
υγραίνω, ύγρανα, υγράνθηκα, 44,46, vt. moisten, υγραίνομαι, vi.mid. grow moist, get damp
υγροποιώ, υγροποίησα, υγροποιήθηκα, υγροποιημένος, 73,74,75, vt. liquefy
υδρεύομαι, υδρεύτηκα/υδρεύθηκα, (υδρευμένος), 20, vi.dep.mid. be supplied with water
υιοθετώ, υιοθέτησα, υιοθετήθηκα, υιοθετημένος, 73,74, vt. adopt
υλοποιώ, υλοποίησα, υλοποιήθηκα, υλοποιημένος, 73,74,75, vt. materialize, υλοποιούμαι, vi.mid. appear, become materialized
υμνώ, ύμνησα, υμνήθηκα, υμνημένος, 73,74, celebrate
υπαγορεύω, υπαγόρευσα/υπαγόρεψα, υπαγορεύτηκα/υπαγορεύθηκα, υπαγορευμένος, 19,17,20, vt. dictate
υπάγω, υπάχθηκα, vt. place under, vi. go, ύπαγε εν ειρήνη, go in peace, υπάγομαι σε, vi.mid. be classified as, be answerable to
υπαινίσσομαι, υπαινίχθηκα, 28, vt.dep. hint at
υπακούω, υπάκουσα, 83, vt.act. obey sbdy, vi. obey
υπαναχωρώ, υπαναχώρησα, 73, vi. withdraw discretly
υπάρχω, υπήρξα, υπάρξω, 223, irr, vi. exist, σκέφτομαι, άρα υπάρχω.
υπεκφεύγω, υπεξέφυγα
υπερασπίζω, υπεράσπισα, υπερασπίστηκα, 33,34, vi.vt. defend
υπερβαίνω, υπερέβη - υπερέβησαν, να υπερβώ, 145, irr, vi. go beyond, overstep, surpass, top, transgress
υπερβάλλω, υπερέβαλα, 146, irr, vt.act. exaggerate, exceed
υπογράφω, υπέγραψα/υπόγραψα, υπογράφτηκα/υπογράφηκα, υπογεγραμμένος/υπογραμμένος 13,122, irr, vt. sign (on the dotted line), sign up (subscribe)
υποθέτω, υπέθεσα, υποτίθεμαι, να υποτεθεί, 137, irr, vt.impers. suppose, presume, υποθήκη, mortgage, υπόθεση, hypothesis, matter, affair, business
υποκλέπτω, υπέκλεψα, υποκλάπηκα, 11,224, irr, vt. steal craftily
υποκλίνομαι, υποκλίθηκα, 2, vi.dep. bow, curtsey
υποκρίνομαι, υποκρίθηκα, 2, vt.dep. pretend, play, υποκρισία hypocrisy, insincere, feigned
υποκρύπτω, υπέκρυψα, υποκρύπτομαι, 11,12
υποκύπτω υπέκυψα, 11, vi. bend, give way, succomb
υπολείπομαι, 10, vi.dep.def. to be left over/behind, inferior
υπολήπτομαι, 12
υπολογίζω, υπολόγισα, υπολογίστηκα, υπολογισμένος, 33,34, vt. calculate
υπομένω, υπέμεινα, 178, irr, vt.act. endure, vi.act. be patient
υπομνηματίζω, υπομνημάτισα, υπομνηματίστηκαμ υπομνηματισμένος, 33,34, remind
υπονομεύω, υπονόμευσα, υπονομεύτηκα/υπονομεύθηκα, υπονομευμένος, 19,20, vt. undermine, dig a tunnel in
υπονοώ, (υπονόησα, υπονοήθηκα), 73, vt.def. imply, hint at, insinuate, υπονοείται, impers. it is understood
υποπίπτω, υπέπεσα, 141, irr, vi + εις, fall into (error)
υποπτεύομαι, υποπτεύτηκα/υποπτεύθηκα, 20, vt.dep. suspect
υποσιτίζω, υποσίτισα, υποσιτίστηκα, υποσιτισμένος, 33,34
υποσκάπτω, υπέσκαψα, υποσκάτηκα/υποσκάφτηκα, 11,90
υποσκελίζω, υποσκέλισα, υποσκελίστηκα, υποσκελισμένος, 33,34, vt. supplant, thwart
υποστηρίζω, υποστήριξα, υποστηρίχτηκα/υποστηρίχθηκα, υποστηριγμένος, 23,24, vt. defend, support, η υποστήριξη, defense
υποστυλώνω, υποστύλωσα, υποστυλώθηκα, υποστυλωμένος, 3,4
υπόσχομαι, υποσχέθηκα, (υποσχεμένος), 169, irr, vt.dep. promise
υποτάσσω, υπέταξα, υποτάχθηκα/υποτάχτηκα, υποταγμένος, 27,28, vt. bring into submission, vi. submit
υποφέρω, υπέφερα/υπόφερα, 217, vt.act. stand, tolerate, bear, endure, suffer, feel pain, υποφέρεται, impers. be tolerated
υποχρεώνω, υποχρέωσα, υποχρεώθηκα, υποχρεωμένος, 3,4, oblige
υποχωρώ, υποχώρησα, 73, vi. retreat, give way, abate, subside
υποψιάζομαι, υποψιάστηκα, υποψιασμένος, 36, vi.dep. suspect
υστερώ, υστέρησα, 73, vi. lag behind, be lacking in, not have (with gen. or σε)
υφαίνω, ύφανα, υφάνθηκα, υφασμένος, 44,46, vt. weave
υφίσταμαι, υπέστην, υποστώ, 159, irr, vi.dep. exist, undergo
υψώνω, ύψωσα, υψώθηκα, υψωμένος, 3,4, vt. raise, elevate, υψώνομαι vi.mid. climb

φαίνομαι, φάνηκα, 225, irr, vi.dep. appear
φανερώνω, φανέρωσα, φανερώθηκα, φανερωμένος, 3,4, vt. show, reveal, express, uncover, φανερώνομαι, vi.mid. appear
φαντάζομαι, φαντάστηκα, φαντασμένος, 36, vt.dep. imagine, think
φαντάζω, φάνταξα, 23, vi. make an effect, look glamorous
φαρδαίνω, φάρδυνα, 47, widen
φεγγρίζω, vi. be semi-transparent
φέγγω, εφεξα, vi. shine
φείδομαι, εφείσθην, vi.gen. spare, abstain from hurting
φέρνω, έφερα, φέρθηκα, φερμένος, 226,227, irr, vt. bring, brought, introduce, import, lead, conduct, go, call, produce, cause, raise, look like/resemble somebody, φέρνομαι, vi.mid. behave, conduct myself
φέρω, έφερα, φέρθηκα, 217,218, irr, vt. carry, bear, have, wear, behave, act like
φεύγω, έφυγα, 228, irr, vi. flee, leave, depart, go (away)
φθείρω, έφθειρα, φθάρηκα/εφθάρην, φθαρμένος, 217,229, irr, vt. erode, ruin, waste, damage, spoil, impair, corrupt, perish, vi. wear out
φθίνω, 172, irr, vi.def. decline, wane
φθονώ, φθόνησα, φυονούμαι, 73,74, vt. envy
φιγουράρω, φιγουράρισα, 55, vi. appear
φιλάω/φιλώ, φίλησα, φιλήθηκα, φιλημένος, 58,59, kiss
φιλεύω, φίλεψα, φιλεμένος, 17, vt. give
φιλιώνω, φίλωσα, φιλωμένος, 3
φιλοδοξώ, φιλοδόξησα, 73, vt. aspire to, φιλοδοξία ambition
φιλονικώ, φιλονίκησα, 73, vi. argue
φιλοξενώ, φιλοξένησα, φιλοξενήθηκα, φιλοξενημένος, 73,74, put up, take in, accomodate, host, publish
φιλοσοφώ, φιλοσόφησα, φιλοσοφημένος, 73
φιλοτεχνώ, φιλοτέχνησα, φιλοτεχνήθηκα, φιλοτεχνημένος, 73,74, friend of the arts
φιλοτιμούμαι/φιλοτιμιέμαι, φιλοτιμήθηκα, 74,59, pride, conscientiousness
φιλτράρω, φίλτραρα/φιλτράρισα, φιλτραρίστηκα, φιλτραρισμένος, 53,54, vt. filter
φοβάμαι/φοβούμαι, φοβήθηκα, φοβισμένος, 79, vt. fear, be afraid
φοβερίζω, φοβέρισα, 33, vt.act. threaten
φοβίζω, φόβισα, φοβισμένος, 33, vt.act.ppp. frighten, threaten, scare
φονεύω, φόνευσα, φονεύτηκα/φονεύθηκα, φονευμένος, 19,20, kill, murder
φοράω/φορώ, φόρεσα, φοριέμαι, φορέθηκα, φορεμένος, 62,63, vt. wear
φορτώνω, φόρτωσα, φορτώθηκα, φορτωμένος, 3,4, vt. load, take on cargo
φουντώνω, φούντωσα, φουντωμένος, 3, vi.act.mid.ppp. grow tufty, larger
φράζω, έφραξα, φράχτηκα, φραγμένος, 23,24, vt. enclose, fence
φρεσκάρω, φρέσκαρα/φρεσκάρισα, φρεσκαρίστηκα, φρεσκρισμένος, 53,54, freshen
φροντίζω, φρόντισα, φροντισμένος, 33, vi.ppp. (with για) look after, mind, take care of
φρονώ, 73, vt.act.def. think, judge
φρουρώ, φρούρησα, φρουρήθηκα, φρουρημένος, 73,74, vt. guard, surveille
φρυγανίζω, φρυγάνισα, φρυγανίστηκα, φρυγανισμένος, 33,34, vt. grill, fry
φταίω, έφταιξα, 230, irr, vi.act.mid. blame
φτάνω/φθάνω, έφτασα, φτασμένος, 1, vt.act. reach, catch up with, vi.act.mid.ppp. be enough, arrive
φταρνίζομαι/φτερνίζομαι, φταρνίστηκα/φτερνίστηκα, 34, vi.dep. sneeze
φτερουγίζω/φτερουγάω/φτερουγώ, φτερούγισα, 33,70, vi. flutter
φτηναίνω, φτήνυνα, 47, vt.vi. make/become cheaper
φτιασιδώνομαι, φτιασιδώθηκα, φτιασιδωμένος, 4
φτιάχνω/φτιάνω, έφτιαξα, φτιάχτηκα, φτιαγμένος, 29,30, vt. arrange
φτουράω, 58, no -ώ, vi. go a long way, be economical
φτυαρίζω, φτυάρισα, 33
φτύνω, έφτυσα, φτύστηκα, φτυσμένος, 1,39, vt. spit on, vi.
φτωχαίνω, φτώχυνα, 47, make or become poor
φυγαδεύω, φυγάδευσα/φυγάδεψα, φυγαδεύτηκα/φυγαδεύθηκα, φυγαδευμένος, 19,17,20, vt. help to escape
φυγομαχώ, φυγομάχησα, 73
φυλακίζω, φυλάκισα, φυλακίστηκα, φυλακισμένος, 33,34, vt. imprison
φυλάω/φυλάγω, φύλαξα, φυλάχτηκα, φυλαγμένος, 231,22, irr, vt. guard, φυλάγομαι, vi.mid. be careful, take precaution, beware of
φυλλομετράω/φυλλομετρώ, φυλλομέτρησα, 58, vt. leaf through (a book)
φυλλοροώ, φυλλορόησα, 73, vi. shed leaves
φύομαι, 6, vi.dep.def.pres. grow, be fond of (plants)
φυραίνω, φύρανα, 44, vi. shrink, lose weight
φυσάω/φυσώ, φύσηξα, 66, vt. blow out, vi. puff, blow
φυσομανάω/φυσομανώ, 58, vi.def. rage
φυτεύω, φύτεψα, φυτεύτηκα, φυτεμένος, 17,18, vt. plant, implant, bury
φυτοζωώ, 73, vi. live penuriously, barely exist
φυτρώνω, φύτρωσα, φυτρωμένος, 3, vi, grow, come up (plants)
φωλιάζω, φώλιασα, φωλιασμένος, 35, vi. nestle
φωνάζω, φώναξα, 23, vt.act. shout to/at, call, vi. shout
φωνασκώ, 73, vi. bawl
φωσφορίζω, 33 φωταγωγώ, φωταγώγησα, φωταγωγήθηκα, φωταγωγημένος, 73,74, vt. illuminate
φωτίζω, φώτισα, 33, shine on, give light to, enlighten
φωτογραφίζω, φωτογράφισα, φωτογραφήκα, φωτογραφημένος, 33,232, irr, vt. photograph
φωτοτυπώ, φωτοτύπησα, φωτοτυπήθηκα, φωτοτυπημένος, 73,74

χαζεύω, χάζεψα, 17, vi. be stupid, gape, idle away one's time
χαζολογάω/χαζολογώ, χαζολόγησα, 58,
χαϊδεύω, χάιδεψα, χαϊδεύτηκα, χαϊδεμένος, 17,18, vt. stroke, cuddle, caress, touch, pamper, χαϊδεύομαι, vi.mid. desire caresses
χαϊδολογάω/χαϊδολογώ, χαϊδολόγησα, 58, vt. caress repeatedly
χαίνω, 44, vi. gape
χαιρετάω/χαιρετώ, χαιρέτησα, χαιρετήθηκα, 58,59, vt. greet, salute
χαιρετίζω, χαιρέτισα, χαιρετίστηκα, 33,34, vt. greet, salute
χαίρω/χαίρομαι, χάρηκα, 225, irr, vi.dep. be glad, happy, enjoy, ich freue mich
χαλαρώνω, χαλάρωσα, χαλαρωμένος, 3,4, vt. loosen, relax
χαλάω/χαλώ/χαλνώ, χάλασα, χαλασμένος, 68, vt.act. break, put out of order, vi.act. deteriorate, spoil
χαλιναγωγώ, χαλιναγώγησα, χαλιναγωγήθηκα, χαλιναγωγημένος, 73,74, vt. lead by bridle
χαλκεύω, χάλκευσα/χάλκεψα, χαλκεύτηκα/χαλκεύθηκα, χαλκευμένος, 19,17,20, vt. make out of copper
χαλυβδώνω, χαλύβδωσα, χαλυβδώθηκα, χαλυβδωμένος, 3,4, vt. steel-plate
χαμηλώνω, χαμήλωσα, χαμηλωμένος, 3, vt. lower, bring down
χαμογελάω/χαμογελώ, χαμογέλασα, 68, vi. smile
χαμπαρίζω/χαμπαριάζω, χαμπάρισα/χαμπάριασα, 33,35, vt. take notice of
χαντακώνω, χαντάκωσα, χαντακώθηκα, χαντακωμένος, 3,4, vt. ruin (effect of)
χάνω, έχασα, χάθηκα, χαμένος, 1,2, vt. lose, lost, miss, μη το χάσεις!, don't miss it!
χαράζω/χαράσσω, χάραξα, χαράχτηκα, χαραγμένος, 23,24, vt. carve, engrave, scratch, rule (lines), vi. cut, χαράζει .impers. day breaks
χαρακτηρίζω, χαρακτήρισα, χαρακτηρίστηκα, χαρακτηρισμένος, 33,34, vt. characterize
χαρακώνω, χαράκωσα, χαρακώθηκα, χαρακωμένος, 3,4, vt. rule (lines), vi. take shelter
χαραμίζω, χαράμισα, χαραμίστηκα, χαραμισμένος, 33,34, vt. waste, spend in vain
χαρατσώνω, χαράτσωσα, χαρατσώθηκα, χαρατσωμένος, 3,4, vt. (fam) extract contribution from
χαριεντίζομαι, χαριεντίστηκα, 34, vi. be in flirtatious mood, turn on the charm
χαρίζω, χάρισα, χαρίστηκα, χαρισμένος, 33,34, vt. make a present, vi. treat with favor or indulgence
χαριτολογώ, χαριτολόγησα, 73, vi. say witty things
χαρμανιάζω, χαρμάνιασα, 35
χαροπαλεύω, χαροπάλεψα, 17
χαροποιώ, χαροποίησα, 73, vt. make happy
χαρτζιλικώνω, χαρτζιλίκωσα, χαρτζιλικώθηκα, χαρτζιλικωμένος
χαρτογραφώ, χαρτογράφησα, χαρτογραφήθηκα, χαρτογραφημένος
χαρτοπαίζω, 23, def.
χαρτοσημαίνω, χαρτοσήμανα, χαρτοσημάνθηκα, χαρτοσημασμένος, 44,46
χασκογελάω/χασκογελώ, 68, def.
χάσκω, 152, irr, vi.def. be wide open, gape
χασμουριέμαι/χασμουρώμαι, χασμουρήθηκα 59, vi. yawn
χασομεράω/χασομερώ, χασομέρησα, 58, vt. waste time, loiter
χαστουκίζω, χαστούκισα, 33
χάφτω/χάβω, έχαψα, 15,7, vt. gulp down, swallow
χαχανίζω, χαχάνισα, 33
χέζω, έχεσα, χέστηκα, χεσμένος, 35,36, vt. (fam) defecate (on), vi. be in a funky mood
χειμάζομαι, χειμάστηκα, 36, vi.dep. suffer hardships of winter
χειμωνιάζει, χειμώνιασε, v.imper winter comes on
χειραγωγώ, χειραγώγησα, χειραγωγήθηκα, χειραγωγημένος, 73,74, vt. lead by the hand
χειραφετώ/χειραφετούμαι, χειραφετήθηκα, χειραφετημένος, 74, vt.dep. emancipate
χειρίζομαι, χειρίστηκα, 34, vt. handle, manage, operate
χειροδικώ, χειροδίκησα, 73
χειροκροτάω/χειροκροτώ/χειροκροτιέμαι/χειροκροτούμαι, χειροκρότησα, χειροκροτήθηκα, 58,59,73,74, vt. applaud, clap
χειρονομώ, 73, def.
χειροτερεύω, χειροτέρεψα, 17, vt. make or become worse
χειροτονώ, χειροτόνησα, χειροτονήθηκα, χειροτονημένος, 73,74,
χειρουργώ, χειρούργησα, χειρουργήθηκα, χειρουργημένος, 73,74, vt. operate
χηρεύω, χήρεψα, 17, vi.act.mid. be widowed
χιλιάζω, χίλιασα, 35,
χιμάω/χιμώ, χίμηξα, 66,
χιονίζει, χιόνισε, vi.impers. it snows
χλευάζω, χλεύασα, χλευάστηκα, χλευασμένος, 35,36, vt. mock, deride
χλιμιντρίζω, χλιμίντρισα, 33, vi. neigh, whinney
χλωμιάζω, χλώμιασα, 35, vi. grow pale
χνουδιάζω, χνούδιασα, 35,
χολιάζω, χόλιασα, χολιασμένος, 35, vt. annoy, vi. get annoyed
χολοσκάνω, 206, irr, vt. upset, vi. get upset
χολώνω, χόλωσα, χολώθηκα, χολωμένος, 3,4,
χοντραίνω, χόντρυνα, 47, vt. make thicker or fatter, vi. become thicker
χορεύω, χόρεψα, 17,18, vt.act. dance, vi. dance, χορεύεται, impers. es wird getanzt, (now) we will dance
χορηγώ, χορήγησα, χορηγήθηκα, χορηγημένος, 73,74, vt. provide, grant
χοροπηδάω/χοροπηδώ, χοροπήδησα/χοροπήδηξα, 58,66, vi. gambol, jump about
χοροστατώ, χοροστάτησα, 73
χορταίνω, χόρτασα, χορτασμένος, 52, vt.act. satisfy the hunger of; vi.act.mid.ppp. be satiated
χορταριάζω, χορτάριασα, χορταριασμένος, 35, vi. get covered with grass
χουγιάζω, χούγιαξα, vt. drive flocks by shooing, shout at, 23,
χουζουρεύω, χουζούρεψα, 17,
χουφτώνω, χούφτωσα, 3, vt. grab
χρειάζομαι, χρειάστηκα, 36, vt. need, require; vi. be necessary
χρεμετίζω, χρεμέτισα, 33, vi. neigh, whinny
χρεοκοπώ, χρεοκόπησα, χρεοκοπημένος, 73, vi. go bankrupt
χρεώνω, χρέωσα, χρεώθηκα, χρεωμένος, 3,4, vt. debit, vi. incur debts
χρήζει-χρήζουν
χρηματίζω, χρημάτισα, χρηματίστηκα, 33,34, vi. he served as mayor, take bribes
χρησιμεύω, χρησίμεψα, 17, vi. be of use, serve
χρησιμοποιώ, χρησιμοποίησα, χρησιμοποιήθηκα, χρησιμοποιημένος, 73,74,75, vt. use, utilize
χρησμοδοτώ, χρησμοδότησα, 73, vt. finance
χρίζω/χρίω, έχρισα, χρίστηκα, χρισμένος, 33,34, vt. anoint
χρονίζω, χρόνισα, 33, vi. take a long time, drag on
χρονογραφώ, χρονογράφησα, 73, vi. cronicle
χρονολογώ, χρονολόγησα, χρονολογήθηκα, χρονολογημένος, 73,74
χρονομετράω/χρονομετρώ, χρονομέτρησα, χρονομετρήθηκα, χρονομετρημένος, 58,59,73,74
χρονοτριβώ, 73, vi.def. waste time, dawdle
χρυσίζω, 33, vi. shine like gold
χρυσώνω, χρύσωσα, χρυσώθηκα, χρυσωμένος, 3,4, vt. gild
χρωματίζω, χρωμάτισα, χρωματίστηκα, χρωματισμένος, 33,34, vt. color, paint, dye, tint
χρωστάω/χρωστώ, χρωστούσα, 58, vt.def. be in debt, owe
χτενίζω, χτένισα, χτενίστηκα, χτενισμένος, 33,34, vt. comb, dress hair
χτίζω, έχτισα, χτίστηκα, χτισμένος, 33,34, vt. build, found city, wall in
χτικιάζω, χτίκιασα, χτικιασμένος, 35, ppp
χτυπάω/χτυπώ, χτύπησα, χτυπήθηκα, χτυπημένος, 58,59, vt. knock, tap, beat, strike, χτυπιέμαι, vi.mid. fight, struggle, shout, beat one's chest
χυλώνω, χύλωσα, χυλωμένος, 3, vi. form creamy consistency
χυμώ, χύμηξα, vi. rush, swoop
χύνω, έχυσα, χύθηκα, χυμένος, 1,2, vt. pour, shed, spill, flow, spread, melt
χωλαίνω, 44, vi. be lame, limp, make slow progress
χωνεύω, χώνεψα, χωνεύτηκα, χωνεμένος/χωνευμένος, 17,18, vi.vt. digest, smelt, be half spent or decomposed
χώνω, έχωσα, χώθηκα, χωμένος, 3,4, vt. thrust, stuff, stick, force, χώνομαι, vi.mid. butt in, meddle
χωρατεύω, χωράτεψα, 17
χωράω/χωρώ, χώρεσα, 62, vt.act.act. hold, contain, have room for
χωρίζω, χώρισα, χωρίστηκα, χωρισμένος, 33,34, vt. separate, part, divide, divorce, χωρίζομαι, vi.mid. break up, part ways

ψαλιδίζω, ψαλίδισα, ψαλιδίστηκα, ψαλιδισμένος, 33,34, vt. cut, clip
ψάλλω, έψαλα, ψάλθηκα, ψαλμένος, 233,234, irr, vt. sing, chant
ψαραίνω, vi. turn grey
ψαρεύω, ψάρεψα, ψαρεύτηκα, 17,18, vt. fish (for), vi. fish
ψαύω, έψαυσα, 19, vt. touch, feel
ψάχνω, έψαξα, ψάχτηκα, ψαγμένος, 29,30, vt. search (for), vi. search one's pockets
ψαχουλεύω, ψαχούλεψα, 17, search, grope
ψεγαδιάζω, vt. find fault with
ψέγω, έψεξα, 21, vt. blame, reprehend
ψειριάζω, ψείριασα, ψειρασμένος, 35, vi.act.mid.ppp. become lousy
ψειρίζω, ψείρισα, 33, vt. get rid of lice
ψεκάζω, ψέκασα, ψεκάστηκα, ψεκασμένος, 35,36, vt. spray
ψελλίζω, ψέλλισα, 33, vt. stammer
ψέλνω, έψαλα, ψάλθηκα, ψαλμένος, 235,209, irr, vt. sing
ψευδίζω, ψεύδισα, 33, vi. lisp
ψευδολογώ, vi. tell lies
ψεύδομαι, εψεύσθην, 129, irr, vi.dep.def. lie
ψευτίζω, ψεύτισα, ψευτισμένος, 33, vt. lower quality of (goods)
ψευτοζώ/ψευτοπερνώ, vi. scrape a living
ψηλαφίζω, ψηλάφισα, 33,
ψηλαφώ, vt. feel, finger, grope
ψηλώνω, ψήλωσα, 3, vt. make or grow higher or taller
ψήνω, έψησα, ψήθηκα, ψημένος, 1,2, vt. bake, roast, cook, torment ψήνομαι, vi.mid. mature, ripen, get very hot
ψηφάω/ψηφώ, ψήφησα, 58, vt. heed respect
ψηφίζω, ψήφισα, ψηφίσυηκα, ψηφισμένος, 33,34, vt. vote (for), vi. vote
ψηφοθηρώ, vi. solicit votes
ψιθυρίζω, ψιθύρισα, 33, vi. murmur, whisper
ψιλαίνω, vt. make thinner
ψιλοβρέχει, impers.
ψιλοκόβω, ψιλόκοψα, ψιλοκομμένος, 7,
ψιλοκοσκινίζω, ψιλοκοσκίνισα, ψιλοκοσκινίστηκα, ψιλοκοσκινισμένος, 33,34
ψιλολογάω/ψιλολογώ, ψιλολόγησα, 58,73, vt. examine minutely
ψιλορωτώ, vt. ask someone many details
ψιττακίζω, vt. parrot
ψιχαλίζει, v.imper it drizzles
ψιψιρίζω, vt. examine minutely
ψοφάω/ψοφώ, ψόφησα, vi. die (of animals)
ψοφολογώ, vi. sleep (pej)
ψυλλιάζομαι, ψυλλιάστηκα, ψυλλιασμένος, 36, vt.dep. make suspicious, vi.dep.mid. become suspicious
ψυχαγωγώ, ψυχαγώγησα, ψυχαγωγήθηκα, ψυχαγωγημένος, 73,74
ψυχαναλύω, ψυχανέλυσα, 5, vt.act. psychoanalyse
ψυχανεμίζομαι, ψυχανεμίστηκα, 34
ψυχολογώ, ψυχολόγησα, ψυχολογημένος, 73, vt. read the mind of
ψυχομαχώ/ψυχορραγώ, 73, vi.mid.def. be in the throws of death
ψυχραίνω, ψύχρανα, ψυχράθηκα/ψυχράνθηκα, ψυχραμένος, 44,45,46, vt. make cold, ψυχραίνομαι, vi.mid. get cold, cool off
ψύχω, έψυξα, ψύχθηκα, 31,32, vt. freeze, cool, make cold
ψωμοζώ, vi. eke out one's existence
ψωμώνω, vi. develop well, fill out
ψωνίζω, ψώνισα, ψωνίστηκα, 33,34, vt. buy, vi. go shopping, queer or crazy, ψωνίζομαι, vi.mid. (of prostitutes) go looking for a client
ψωριάζω, ψώριασα, ψωριασμένος, 35, vi.act.mid.ppp. become mangy
ψωριώ, vi.mid. have scabies or mange

ωθώ, ώθησα, ωθήθηκα, 73,74, vt. push, impell
ων, vi.part. being
ωριμάζω, ωρίμασα, ωριμασμένος 35, vi.act.mid.ppp. ripen, mature
ωρύομαι, 6, vi.dep.def. howl
ωτακουστώ, vi. eavesdrop
ωφελώ, ωφέλησα, ωφελήθηκα, ωφελημένος, 73,74, vt. benefit, ωφελούμαι, vi.mid. benefit, profit
ωχριώ, ωχρίασα, 71, vi.act.mid. become pale