[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΖΩ
I prepare
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
παρασκευάζω παρασκευάζουμε, παρασκευάζομε παρασκευάζομαι παρασκευαζόμαστε
παρασκευάζεις παρασκευάζετε παρασκευάζεσαι παρασκευάζεστε, παρασκευαζόσαστε
παρασκευάζει παρασκευάζουν(ε) παρασκευάζεται παρασκευάζονται
Imper
fect
παρασκεύαζα παρασκευάζαμε παρασκευαζόμουν(α) παρασκευαζόμαστε, παρασκευαζόμασταν
παρασκεύαζες παρασκευάζατε παρασκευαζόσουν(α) παρασκευαζόσαστε, παρασκευαζόσασταν
παρασκεύαζε παρασκεύαζαν, παρασκευάζαν(ε) παρασκευαζόταν(ε) παρασκευάζονταν, παρασκευαζόντανε, παρασκευαζόντουσαν
Aorist παρασκεύασα παρασκευάσαμε παρασκευάστηκα παρασκευαστήκαμε
παρασκεύασες παρασκευάσατε παρασκευάστηκες παρασκευαστήκατε
παρασκεύασε παρασκεύασαν, παρασκευάσαν(ε) παρασκευάστηκε παρασκευάστηκαν, παρασκευαστήκαν(ε)
Per
fect
έχω παρασκευάσει
έχω παρασκευασμένο
έχουμε παρασκευάσει
έχουμε παρασκευασμένο
έχω παρασκευαστεί
είμαι παρασκευασμένος, -η
έχουμε παρασκευαστεί
είμαστε παρασκευασμένοι, -ες
έχεις παρασκευάσει
έχεις παρασκευασμένο
έχετε παρασκευάσει
έχετε παρασκευασμένο
έχεις παρασκευαστεί
είσαι παρασκευασμένος, -η
έχετε παρασκευαστεί
είστε παρασκευασμένοι, -ες
έχει παρασκευάσει
έχει παρασκευασμένο
έχουν παρασκευάσει
έχουν παρασκευασμένο
έχει παρασκευαστεί
είναι παρασκευασμένος, -η, -ο
έχουν παρασκευαστεί
είναι παρασκευασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα παρασκευάσει
είχα παρασκευασμένο
είχαμε παρασκευάσει
είχαμε παρασκευσμένο
είχα παρασκευαστεί
ήμουν παρασκευασμένος, -η
είχαμε παρασκευαστεί
ήμαστε παρασκευασμένοι, -ες
είχες παρασκευάσει
είχες παρασκευασμένο
είχατε παρασκευάσει
είχατε παρασκευασμένο
είχες παρασκευαστεί
ήσουν παρασκευασμένος, -η
είχατε παρασκευαστεί
ήσαστε παρασκευασμένοι, -ες
είχε παρασκευάσει
είχε παρασκευασμένο
είχαν παρασκευάσει
είχαν παρασκευασμένο
είχε παρασκευαστεί
ήταν παρασκευασμένος, -η, -ο
είχαν παρασκευαστεί
ήταν παρασκευασμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα παρασκευάζω θα παρασκευάζουμε, θα παρασκευάζομε θα παρασκευάζομαι θα παρασκευαζόμαστε
θα παρασκευάζεις θα παρασκευάζετε θα παρασκευάζεσαι θα παρασκευάζεστε, θα παρασκευαζόσαστε
θα παρασκευάζει θα παρασκευάζουν(ε) θα παρασκευάζεται θα παρασκευάζονται
Simp
Fut
θα παρασκευάσω θα παρασκευάσουμε, θα παρασκευάζομε θα παρασκευαστώ θα παρασκευαστούμε
θα παρασκευάσεις θα παρασκευάσετε θα παρασκευαστείς θα παρασκευαστείτε
θα παρασκευάσει θα παρασκευάσουν(ε) θα παρασκευαστεί θα παρασκευαστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω παρασκευάσει
θα έχω παρασκευασμένο
θα έχουμε παρασκευάσει
θα έχουμε παρασκευασμένο
θα έχω παρασκευαστεί
θα είμαι παρασκευασμένος, -η
θα έχουμε παρασκευαστεί
θα είμαστε παρασκευασμένοι, -ες
θα έχεις παρασκευάσει
θα έχεις παρασκευασμένο
θα έχετε παρασκευάσει
θα έχετε παρασκευασμένο
θα έχεις παρασκευαστεί
θα είσαι παρασκευασμένος, -η
θα έχετε παρασκευάστει
θα είστε παρασκευασμένοι, -ες
θα έχει παρασκευάσει
θα έχει παρασκευασμένο
θα έχουν παρασκευάσει
θα έχουν παρασκευασμένο
θα έχει παρασκευαστεί
θα είναι παρασκευασμένος, -η, -ο
θα έχουν παρασκευαστεί
θα είναι παρασκευασμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να παρασκευάζω να παρασκευάζουμε, να παρασκευάζομε να παρασκευάζομαι να παρασκευαζόμαστε
να παρασκευάζεις να παρασκευάζετε να παρασκευάζεσαι να παρασκευάζεστε, να παρασκευαζόσαστε
να παρασκευάζει να παρασκευάζουν(ε) να παρασκευάζεται να παρασκευάζονται
Aorist να παρασκευάσω να παρασκευάσουμε, να παρασκευάσομε να παρασκευαστώ να παρασκευαστούμε
να παρασκευάσεις να παρασκευάσετε να παρασκευαστείς να παρασκευαστείτε
να παρασκευάσει να παρασκευάσουν(ε) να παρασκευαστεί να παρασκευαστούν(ε)
Perf να έχω παρασκευάσει
να έχω παρασκευασμένο
να έχουμε παρασκευάσει
να έχουμε παρασκευασμένο
να έχω παρασκευαστεί
να είμαι παρασκευασμένος, -η
να έχουμε παρασκευαστεί
να είμαστε παρασκευασμένοι, -ες
να έχεις παρασκευάσει
να έχεις παρασκευασμένο
να έχετε παρασκευάσει
να έχετε παρασκευασμένο
να έχεις παρασκευαστεί
να είσαι παρασκευασμένος, -η
να έχετε παρασκευαστεί
να είστε παρασκευασμένοι, -ες
να έχει παρασκευάσει
να έχει παρασκευασμένο
να έχουν παρασκευάσει
να έχουν παρασκευασμένο
να έχει παρασκευαστεί
να είναι παρασκευασμένος, -η, -ο
να έχουν παρασκευαστεί
να είναι παρασκευασμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres παρασκεύαζε παρασκευάζετε παρασκευάζεστε
Aorist παρασκεύασε παρασκευάστε παρασκευάσου παρασκευαστείτε
Part
iciple
Pres παρασκευάζοντας παρασκευαζόμενος
Perf έχοντας παρασκευάσει, έχοντας παρασκευασμένο παρασκευασμένος, -η, -ο παρασκευασμένοι, -ες, -α
Infin Aorist παρασκευάσει παρασκευαστεί