[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next] [Model Next Prev]
ΜΕΤΑΦΡΑΖΩ
I translate
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
μεταφράζω μεταφράζουμε, μεταφράζομε μεταφράζομαι μεταφραζόμαστε
μεταφράζεις μεταφράζετε μεταφράζεσαι μεταφράζεστε, μεταφραζόσαστε
μεταφράζει μεταφράζουν(ε) μεταφράζεται μεταφράζονται
Imper
fect
μετέφραζα, μετάφραζα μεταφράζαμε μεταφραζόμουνα μεταφραζόμαστε, μεταφραζόμασταν
μετέφραζες, μετάφραζες μεταφράζατε μεταφραζόσουνα μεταφραζόσαστε, μεταφραζόσασταν
μετέφραζε, μετάφραζε μετέφραζαν, μετάφραζαν, μεταφράζαν(ε) μεταφραζότανε μεταφράζονταν, μεταφραζόντανε, μεταφραζόντουσαν
Aorist μετέφρασα, μετάφρασα μεταφράσαμε μεταφράστηκα μεταφραστήκαμε
μετέφρασες, μετάφρασες μεταφράσατε μεταφράστηκες μεταφραστήκατε
μετέφρασε, μετάφρασε μετέφρασαν, μετάφρασαν, μεταφράσαν(ε) μεταφράστηκε μεταφράστηκαν, μεταφραστήκανε
Per
fect
έχω μεταφράσει
έχω μεταφρασμένο
έχουμε μεταφράσει
έχουμε μεταφρασμένο
έχω μεταφραστεί
είμαι μεταφρασμένος, -η
έχουμε μεταφραστεί
είμαστε μεταφρασμένοι, -ες
έχεις μεταφράσει
έχεις μεταφρασμένο
έχετε μεταφράσει
έχετε μεταφρασμένο
έχεις μεταφραστεί
είσαι μεταφρασμένος, -η
έχετε μεταφραστεί
είστε μεταφρασμένοι, -ες
έχει μεταφράσει
έχει μεταφρασμένο
έχουν μεταφράσει
έχουν μεταφρασμένο
έχει μεταφραστεί
είναι μεταφρασμένος, -η, -ο
έχουν μεταφραστεί
είναι μεταφρασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα μεταφράσει
είχα μεταφρασμένο
είχαμε μεταφράσει
είχαμε μεταφρασμένο
είχα μεταφραστεί
ήμουν μεταφρασμένος, -η
είχαμε μεταφραστεί
ήμαστε μεταφρασμένοι, -ες
είχες μεταφράσει
είχες μεταφρασμένο
είχατε μεταφράσει
είχατε μεταφρασμένο
είχες μεταφραστεί
ήσουν μεταφρασμένος, -η
είχατε μεταφραστεί
ήσαστε μεταφρασμένοι, -ες
είχε μεταφράσει
είχε μεταφρασμένο
είχαν μεταφράσει
είχαν μεταφρασμένο
είχε μεταφραστεί
ήταν μεταφρασμένος, -η, -ο
είχαν μεταφραστεί
ήταν μεταφρασμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα μεταφράζω θα μεταφράζουμε, θα μεταφράζομε θα μεταφράζομαι θα μεταφραζόμαστε
θα μεταφράζεις θα μεταφράζετε θα μεταφράζεσαι θα μεταφράζεστε, θα μεταφραζόσαστε
θα μεταφράζει θα μεταφράζουν(ε) θα μεταφράζεται θα μεταφράζονται
Simp
Fut
θα μεταφράσω θα μεταφράσουμε, θα μεταφράσομε θα μεταφραστώ θα μεταφραστούμε
θα μεταφράσεις θα μεταφράσετε θα μεταφραστείς θα μεταφραστείτε
θα μεταφράσει θα μεταφράσουν(ε) θα μεταφραστεί θα μεταφραστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω μεταφράσει
θα έχω μεταφρασμένο
θα έχουμε μεταφράσει
θα έχουμε μεταφρασμένο
θα έχω μεταφραστεί
θα είμαι μεταφρασμένος, -η
θα έχουμε μεταφραστεί
θα είμαστε μεταφρασμένοι, -ες
θα έχεις μεταφράσει
θα έχεις μεταφρασμένο
θα έχετε μεταφράσει
θα έχετε μεταφρασμένο
θα έχεις μεταφραστεί
θα είσαι μεταφρασμένος, -η
θα έχετε μεταφράστει
θα είστε μεταφρασμένοι, -ες
θα έχει μεταφράσει
θα έχει μεταφρασμένο
θα έχουν μεταφράσει
θα έχουν μεταφρασμένο
θα έχει μεταφραστεί
θα είναι μεταφρασμένος, -η, -ο
θα έχουν μεταφραστεί
θα είναι μεταφρασμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να μεταφράζω να μεταφράζουμε, να μεταφράζομε να μεταφράζομαι να μεταφραζόμαστε
να μεταφράζεις να μεταφράζετε να μεταφράζεσαι να μεταφράζεστε, να μεταφραζόσαστε
να μεταφράζει να μεταφράζουν(ε) να μεταφράζεται να μεταφράζονται
Aorist να μεταφράσω να μεταφράσουμε, να μεταφράσομε να μεταφραστώ να μεταφραστούμε
να μεταφράσεις να μεταφράσετε να μεταφραστείς να μεταφραστείτε
να μεταφράσει να μεταφράσουν να μεταφραστεί να μεταφραστούν(ε)
Perf να έχω μεταφράσει
να έχω μεταφρασμένο
να έχουμε μεταφράσει
να έχουμε μεταφρασμένο
να έχω μεταφραστεί
να είμαι μεταφρασμένος, -η
να έχουμε μεταφραστεί
να είμαστε μεταφρασμένοι, -ες
να έχεις μεταφράσει
να έχεις μεταφρασμένο
να έχετε μεταφράσει
να έχετε μεταφρασμένο
να έχεις μεταφραστεί
να είσαι μεταφρασμένος, -η
να έχετε μεταφραστεί
να είστε μεταφρασμένοι, -ες
να έχει μεταφράσει
να έχει μεταφρασμένο
να έχουν μεταφράσει
να έχουν μεταφρασμένο
να έχει μεταφραστεί
να είναι μεταφρασμένος, -η, -ο
να έχουν μεταφραστεί
να είναι μεταφρασμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres μετάφραζε μεταφράζετε μεταφράζεστε
Aorist μετέφρασε μεταφράστε μεταφράσου μεταφραστείτε
Part
iciple
Pres μεταφράζοντας μεταφραζόμενος
Perf έχοντας μεταφράσει, έχοντας μεταφρασμένο μεταφρασμένος, -η, -ο μεταφρασμένοι, -ες, -α
Infin Aorist μεταφράσει μεταφραστεί