[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΚΛΕΒΩ
I steal
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
κλέβω κλέβουμε, κλέβομε κλέβομαι κλεβόμαστε
κλέβεις κλέβετε κλέβεσαι κλέβεστε, κλεβόσαστε
κλέβει κλέβουν(ε) κλέβεται κλέβονται
Imper
fect
έκλεβα κλέβαμε κλεβόμουν(α) κλεβόμαστε, κλεβόμασταν
έκλεβες κλέβατε κλεβόσουν(α) κλεβόσαστε, κλεβόσασταν
έκλεβε έκλεβαν, κλέβαν(ε) κλεβόταν(ε) κλέβονταν, κλεβόντανε, κλεβόντουσαν
Aorist έκλεψα κλέψαμε κλέφτηκα κλεφτήκαμε
έκλεψες κλέψατε κλέφτηκες κλεφτήκατε
έκλεψε έκλεψαν, κλέψαν(ε) κλέφτηκε κλέφτηκαν, κλεφτήκαν(ε)
Per
fect
έχω κλέψει έχουμε κλέψει έχω κλεφτεί έχουμε κλεφτεί
έχεις κλέψει έχετε κλέψει έχεις κλεφτεί έχετε κλεφτεί
έχει κλέψει έχουν κλέψει έχει κλεφτεί έχουν κλεφτεί
Plu
per
fect
είχα κλέψει είχαμε κλέψει είχα κλεφτεί είχαμε κλεφτεί
είχες κλέψει είχατε κλέψει είχες κλεφτεί είχατε κλεφτεί
είχε κλέψει είχαν κλέψει είχε κλεφτεί είχαν κλεφτεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα κλέβω θα κλέβουμε, θα κλέβομε θα κλέβομαι θα κλεβόμαστε
θα κλέβεις θα κλέβετε θα κλέβεσαι θα κλέβεστε, θα κλεβόσαστε
θα κλέβει θα κλέβουν(ε) θα κλέβεται θα κλέβονται
Simp
Fut
θα κλέψω θα κλέψουμε, θα κλέψομε θα κλεφτώ θα κλεφτούμε
θα κλέψεις θα κλέψετε θα κλεφτείς θα κλεφτείτε
θα κλέψει θα κλέψουν(ε) θα κλεφτεί θα κλεφτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω κλέψει θα έχουμε κλέψει θα έχω κλεφτεί θα έχουμε κλεφτεί
θα έχεις κλέψει θα έχετε κλέψει θα έχεις κλεφτεί θα έχετε κλεφτεί
θα έχει κλέψει θα έχουν κλέψει θα έχει κλεφτεί θα έχουν κλεφτεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να κλέβω να κλέβουμε, να κλέβομε να κλέβομαι να κλεβόμαστε
να κλέβεις να κλέβετε να κλέβεσαι να κλέβεστε, να κλεβόσαστε
να κλέβει να κλέβουν(ε) να κλέβεται να κλέβονται
Aorist να κλέψω να κλέψουμε, να κλέψομε να κλεφτώ να κλεφτούμε
να κλέψεις να κλέψετε να κλεφτείς να κλεφτείτε
να κλέψει να κλέψουν(ε) να κλεφτεί να κλεφτούν(ε)
Perf να έχω κλέψει να έχουμε κλέψει να έχω κλεφτεί να έχουμε κλεφτεί
να έχεις κλέψει να έχετε κλέψει να έχεις κλεφτεί να έχετε κλεφτεί
να έχει κλέψει να έχουν κλέψει να έχει κλεφτεί να έχουν κλεφτεί
Imper
ative
Pres κλέβε κλέβετε κλέβεστε
Aorist κλέψε κλέψτε, κλέφτε κλέψου κλεφτείτε
Part
iciple
Pres κλέβοντας
Perf έχοντας κλέψει
Infin Aorist κλέψει κλεφτεί