[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΕΙΔΙΚΕΥΩ
I specify
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ειδικεύω ειδικεύουμε, ειδικεύομε ειδικεύομαι ειδικευόμαστε
ειδικεύεις ειδικεύετε ειδικεύεσαι ειδικεύεστε, ειδικευόσαστε
ειδικεύει ειδικεύουν(ε) ειδικεύεται ειδικεύονται
Imper
fect
ειδίκευα ειδικεύαμε ειδικευόμουν(α) ειδικευόμαστε
ειδίκευες ειδικεύατε ειδικευόσουν(α) ειδικευόσαστε
ειδίκευε ειδίκευαν, ειδικεύαν(ε) ειδικευόταν(ε) ειδικεύονταν
Aorist ειδίκευσα ειδικεύσαμε ειδικεύτηκα, ειδικεύθηκα ειδικευτήκαμε, ειδικευθήκαμε
ειδίκευσες ειδικεύσατε ειδικεύτηκες, ειδικεύθηκες ειδικευτήκατε, ειδικευθήκατε
ειδίκευσε ειδίκευσαν, ειδικεύσαν(ε) ειδικεύτηκε, ειδικεύθηκε ειδικεύτηκαν, ειδικευθήκαν(ε)
Per
fect
έχω ειδικεύσει
έχω ειδικευμένο
έχουμε ειδικεύσει
έχουμε ειδικευμένο
έχω ειδικευτεί/ειδικευθεί
είμαι ειδικευμένος, -η
έχουμε ειδικευτεί/ειδικευθεί
είμαστε ειδικευμένοι, -ες
έχεις ειδικεύσει
έχεις ειδικευμένο
έχετε ειδικεύσει
έχετε ειδικευμένο
έχεις ειδικευτεί/ειδικευθεί
είσαι ειδικευμένος, -η
έχετε ειδικευτεί/ειδικευθεί
είστε ειδικευμένοι, -ες
έχει ειδικεύσει
έχει ειδικευμένο
έχουν ειδικεύσει
έχουν ειδικευμένο
έχει ειδικευτεί/ειδικευθεί
είναι ειδικευμένος, -η, -ο
έχουν ειδικευτεί/ειδικευθεί
είναι ειδικευμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα ειδικεύσει
είχα ειδικευμένο
είχαμε ειδικεύσει
είχαμε ειδικευμένο
είχα ειδικευτεί/ειδικευθεί
ήμουν ειδικευμένος, -η
είχαμε ειδικευτεί/ειδικευθεί
ήμαστε ειδικευμένοι, -ες
είχες ειδικεύσει
είχες ειδικευμένο
είχατε ειδικεύσει
είχατε ειδικευμένο
είχες ειδικευτεί/ειδικευθεί
ήσουν ειδικευμένος, -η
είχατε ειδικευτεί/ειδικευθεί
ήσαστε ειδικευμένοι, -ες
είχε ειδικεύσει
είχε ειδικευμένο
είχαν ειδικεύσει
είχαν ειδικευμένο
είχε ειδικευτεί/ειδικευθεί
ήταν ειδικευμένος, -η, -ο
είχαν ειδικευτεί/ειδικευθεί
ήταν ειδικευμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα ειδικεύω θα ειδικεύουμε, θα ειδικεύομε θα ειδικεύομαι θα ειδικευόμαστε
θα ειδικεύεις θα ειδικεύετε θα ειδικεύεσαι θα ειδικεύεστε, θα ειδικευόσαστε
θα ειδικεύει θα ειδικεύουν(ε) θα ειδικεύεται θα ειδικεύονται
Simp
Fut
θα ειδικεύσω θα ειδικεύσουμε, θα ειδικεύσομε θα ειδικευτώ, θα ειδικευθώ θα ειδικευτούμε, θα ειδικευθούμε
θα ειδικεύσεις θα ειδικεύσετε θα ειδικευτείς, θα ειδικευθείς θα ειδικευτείτε, θα ειδικευθείτε
θα ειδικεύσει θα ειδικεύσουν(ε) θα ειδικευτεί, θα ειδικευθεί θα ειδικευτούν(ε), θα ειδικευθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ειδικεύσει
θα έχω ειδικευμένο
θα έχουμε ειδικεύσει
θα έχουμε ειδικευμένο
θα έχω ειδικευτεί/ειδικευθεί
θα είμαι ειδικευμένος, -η
θα έχουμε ειδικευτεί/ειδικευθεί
θα είμαστε ειδικευμένοι, -ες
θα έχεις ειδικεύσει
θα έχεις ειδικευμένο
θα έχετε ειδικεύσει
θα έχετε ειδικευμένο
θα έχεις ειδικευτεί/ειδικευθεί
θα είσαι ειδικευμένος, -η
θα έχετε ειδικευτεί/ειδικευθεί
θα είστε ειδικευμένοι, -ες
θα έχει ειδικεύσει
θα έχει ειδικευμένο
θα έχουν ειδικεύσει
θα έχουν ειδικευμένο
θα έχει ειδικευτεί/ειδικευθεί
θα είναι ειδικευμένος, -η, -ο
θα έχουν ειδικευτεί/ειδικευθεί
θα είναι ειδικευμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ειδικεύω να ειδικεύουμε, να ειδικεύομε να ειδικεύομαι να ειδικευόμαστε
να ειδικεύεις να ειδικεύετε να ειδικεύεσαι να ειδικεύεστε, να ειδικευόσαστε
να ειδικεύει να ειδικεύουν(ε) να ειδικεύεται να ειδικεύονται
Aorist να ειδικεύσω να ειδικεύσουμε, να ειδικεύσομε να ειδικευτώ, να ειδικευθώ να ειδικευτούμε, να ειδικευθούμε
να ειδικεύσεις να ειδικεύσετε να ειδικευτείς, να ειδικευθείς να ειδικευτείτε, να ειδικευθείτε
να ειδικεύσει να ειδικεύσουν(ε) να ειδικευτεί, να ειδικευθεί να ειδικευτούν(ε), να ειδικευθούν(ε)
Perf να έχω ειδικεύσει
να έχω ειδικευμένο
να έχουμε ειδικεύσει
να έχουμε ειδικευμένο
να έχω ειδικευτεί/ειδικευθεί
να είμαι ειδικευμένος, -η
να έχουμε ειδικευτεί/ειδικευθεί
να είμαστε ειδικευμένοι, -ες
να έχεις ειδικεύσει
να έχεις ειδικευμένο
να έχετε ειδικεύσει
να έχετε ειδικευμένο
να έχεις ειδικευτεί/ειδικευθεί
να είσαι ειδικευμένος, -η
να έχετε ειδικευτεί/ειδικευθεί
να είστε ειδικευμένοι, -ες
να έχει ειδικεύσει
να έχει ειδικευμένο
να έχουν ειδικεύσει
να έχουν ειδικευμένο
να έχει ειδικευτεί/ειδικευθεί
να είναι ειδικευμένος, -η, -ο
να έχουν ειδικευτεί/ειδικευθεί
να είναι ειδικευμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres ειδίκευε ειδικεύετε ειδικεύεστε
Aorist ειδίκευσε ειδικεύστε, ειδικεύσετε ειδικεύσου ειδικευτείτε, ειδικευθείτε
Part
iciple
Pres ειδικεύοντας ειδικευόμενος
Perf έχοντας ειδικεύσει, έχοντας ειδικευμένο ειδικευμένος, -η, -ο ειδικευμένοι, -ες, -α
Infin Aorist ειδικεύσει ειδικευτεί, ειδικευθεί