ΔΙΑΛΕΓΩ I choose |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
διαλέγω |
διαλέγουμε, διαλέγομε |
διαλέγομαι |
διαλεγόμαστε |
| διαλέγεις |
διαλέγετε |
διαλέγεσαι |
διαλέγεστε, διαλεγόσαστε |
| διαλέγει |
διαλέγουν(ε) |
διαλέγεται |
διαλέγονται |
Imper fect |
διάλεγα |
διαλέγαμε |
διαλεγόμουν(α) |
διαλεγόμαστε, διαλεγόμασταν |
| διάλεγες |
διαλέγατε |
διαλεγόσουν(α) |
διαλεγόσαστε, διαλεγόσασταν |
| διάλεγε |
διάλεγαν, διαλέγαν(ε) |
διαλεγόταν(ε) |
διαλέγονταν, διαλεγόντανε, διαλεγόντουσαν |
| Aorist |
διάλεξα |
διαλέξαμε |
διαλέχτηκα |
διαλεχτήκαμε |
| διάλεξες |
διαλέξατε |
διαλέχτηκες |
διαλεχτήκατε |
| διάλεξε |
διάλεξαν, διαλέξαν(ε) |
διαλέχτηκε |
διαλέχτηκαν, διαλεχτήκαν(ε) |
Per fect |
έχω διαλέξει
έχω διαλεγμένο |
έχουμε διαλέξει
έχουμε διαλεγμένο |
έχω διαλεχτεί
είμαι διαλεγμένος, -η |
έχουμε διαλεχτεί
είμαστε διαλεγμένοι, -ες |
έχεις διαλέξει
έχεις διαλεγμένο |
έχετε διαλέξει
έχετε διαλεγμένο |
έχεις διαλεχτεί
είσαι διαλεγμένος, -η |
έχετε διαλεχτεί
είστε διαλεγμένοι, -ες |
έχει διαλέξει
έχει διαλεγμένο |
έχουν διαλέξει
έχουν διαλεγμένο |
έχει διαλεχτεί
είναι διαλεγμένος, -η, -ο |
έχουν διαλεχτεί
είναι διαλεγμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα διαλέξει
είχα διαλεγμένο |
είχαμε διαλέξει
είχαμε διαλεγμένο |
είχα διαλεχτεί
ήμουν διαλεγμένος, -η |
είχαμε διαλεχτεί
ήμαστε διαλεγμένοι, -ες |
είχες διαλέξει
είχες διαλεγμένο |
είχατε διαλέξει
είχατε διαλεγμένο |
είχες διαλεχτεί
ήσουν διαλεγμένος, -η |
είχατε διαλεχτεί
ήσαστε διαλεγμένοι, -ες |
είχε διαλέξει
είχε διαλεγμένο |
είχαν διαλέξει
είχαν διαλεγμένο |
είχε διαλεχτεί
ήταν διαλεγμένος, -η, -ο |
είχαν διαλεχτεί
ήταν διαλεγμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα διαλέγω |
θα διαλέγουμε, θα διαλέγομε |
θα διαλέγομαι |
θα διαλεγόμαστε |
| θα διαλέγεις |
θα διαλέγετε |
θα διαλέγεσαι |
θα διαλέγεστε, θα διαλεγόσαστε |
| θα διαλέγει |
θα διαλέγουν(ε) |
θα διαλέγεται |
θα διαλέγονται |
Simp Fut |
θα διαλέξω |
θα διαλέξουμε, θα διαλέξομε |
θα διαλεχτώ |
θα διαλεχτούμε |
| θα διαλέξεις |
θα διαλέξετε |
θα διαλεχτείς |
θα διαλεχτείτε |
| θα διαλέξει |
θα διαλέξουν(ε) |
θα διαλεχτεί |
θα διαλεχτούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω διαλέξει
θα έχω διαλεγμένο |
θα έχουμε διαλέξει
θα έχουμε διαλεγμένο |
θα έχω διαλεχτεί
θα είμαι διαλεγμένος, -η |
θα έχουμε διαλεχτεί
θα είμαστε διαλεγμένοι, -ες |
θα έχεις διαλέξει
θα έχεις διαλεγμένο |
θα έχετε διαλέξει
θα έχετε διαλεγμένο |
θα έχεις διαλεχτεί
θα είσαι διαλεγμένος, -η |
θα έχετε διαλεχτεί
θα είστε διαλεγμένοι, -ες |
θα έχει διαλέξει
θα έχει διαλεγμένο |
θα έχουν διαλέξει
θα έχουν διαλεγμένο |
θα έχει διαλεχτεί
θα είναι διαλεγμένος, -η, -ο |
θα έχουν διαλεχτεί
θα είναι διαλεγμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να διαλέγω |
να διαλέγουμε, να διαλέγομε |
να διαλέγομαι |
να διαλεγόμαστε |
| να διαλέγεις |
να διαλέγετε |
να διαλέγεσαι |
να διαλέγεστε, να διαλεγόσαστε |
| να διαλέγει |
να διαλέγουν(ε) |
να διαλέγεται |
να διαλέγονται |
| Aorist |
να διαλέξω |
να διαλέξουμε, να διαλέξομε |
να διαλεχτώ |
να διαλεχτούμε |
| να διαλέξεις |
να διαλέξετε |
να διαλεχτείς |
να διαλεχτείτε |
| να διαλέξει |
να διαλέξουν(ε) |
να διαλεχτεί |
να διαλεχτούν(ε) |
| Perf |
να έχω διαλέξει
να έχω διαλεγμένο |
να έχουμε διαλέξει
να έχουμε διαλεγμένο |
να έχω διαλεχτεί
να είμαι διαλεγμένος, -η |
να έχουμε διαλεχτεί
να είμαστε διαλεγμένοι, -ες |
να έχεις διαλέξει
να έχεις διαλεγμένο |
να έχετε διαλέξει
να έχετε διαλεγμένο |
να έχεις διαλεχτεί
να είσαι διαλεγμένος, -η |
να έχετε διαλεχτεί
να είστε διαλεγμένοι, -ες |
να έχει διαλέξει
να έχει διαλεγμένο |
να έχουν διαλέξει
να έχουν διαλεγμένο |
να έχει διαλεχτεί
να είναι διαλεγμένος, -η, -ο |
να έχουν διαλεχτεί
να είναι διαλεγμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
διάλεγε |
διαλέγετε |
|
διαλέγεστε |
| Aorist |
διάλεξε |
διαλέξτε, διαλέχτε |
διαλέξου |
διαλεχτείτε |
Part iciple |
Pres |
διαλέγοντας |
|
| Perf |
έχοντας διαλέξει, έχοντας διαλεγμένο |
διαλεγμένος, -η, -ο |
διαλεγμένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
διαλέξει |
διαλεχτεί |