ΠΕΡΙΦΡΟΝΩ I despise |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
περιφρονώ |
περιφρονούμε |
περιφρονούμαι |
περιφρονούμαστε |
περιφρονείς |
περιφρονείτε |
περιφρονείσαι |
περιφρονείστε |
περιφρονεί |
περιφρονούν(ε) |
περιφρονείται |
περιφρονούνται |
Imper fect |
περιφρονούσα |
περιφρονούσαμε |
περιφρονούμουν |
περιφρονούμαστε |
περιφρονούσες |
περιφρονούσατε |
|
|
περιφρονούσε |
περιφρονούσαν(ε) |
περιφρονούνταν, περιφρονείτο |
περιφρονούνταν, περιφρονούντο |
Aorist |
περιφρόνησα |
περιφρονήσαμε |
περιφρονήθηκα |
περιφρονηθήκαμε |
περιφρόνησες |
περιφρονήσατε |
περιφρονήθηκες |
περιφρονηθήκατε |
περιφρόνησε |
περιφρόνησαν, περιφρονήσαν(ε) |
περιφρονήθηκε |
περιφρονήθηκαν, περιφρονηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω περιφρονήσει
έχω περιφρονημένο |
έχουμε περιφρονήσει
έχουμε περιφρονημένο |
έχω περιφρονηθεί
είμαι περιφρονημένος, -η |
έχουμε περιφρονηθεί
είμαστε περιφρονημένοι, -ες |
έχεις περιφρονήσει
έχεις περιφρονημένο |
έχετε περιφρονήσει
έχετε περιφρονημένο |
έχεις περιφρονηθεί
είσαι περιφρονημένος, -η |
έχετε περιφρονηθεί
είστε περιφρονημένοι, -ες |
έχει περιφρονήσει
έχει περιφρονημένο |
έχουν περιφρονήσει
έχουν περιφρονημένο |
έχει περιφρονηθεί
είναι περιφρονημένος, -η, -ο |
έχουν περιφρονηθεί
είναι περιφρονημένοι, -ές, -α |
Plu perf ect |
είχα περιφρονήσει
είχα περιφρονημένο |
είχαμε περιφρονήσει
είχαμε περιφρονημένο |
είχα περιφρονηθεί
ήμουν περιφρονημένος, -η |
είχαμε περιφρονηθεί
ήμαστε περιφρονημένοι, -ες |
είχες περιφρονήσει
είχες περιφρονημένο |
είχατε περιφρονήσει
είχατε περιφρονημένο |
είχες περιφρονηθεί
ήσουν περιφρονημένος, -η |
είχατε περιφρονηθεί
ήσαστε περιφρονημένοι, -ες |
είχε περιφρονήσει
είχε περιφρονημένο |
είχαν περιφρονήσει
είχαν περιφρονημένο |
είχε περιφρονηθεί
ήταν περιφρονημένος, -η, -ο |
είχαν περιφρονηθεί
ήταν περιφρονημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα περιφρονώ |
θα περιφρονούμε |
θα περιφρονούμαι |
θα περιφρονούμαστε |
θα περιφρονείς |
θα περιφρονείτε |
θα περιφρονείσαι |
θα περιφρονείστε |
θα περιφρονεί |
θα περιφρονούν(ε) |
θα περιφρονείται |
θα περιφρονούνται |
Simp Fut |
θα περιφρονήσω |
θα περιφρονήσουμε |
θα περιφρονηθώ |
θα περιφρονηθούμε |
θα περιφρονήσεις |
θα περιφρονήσετε |
θα περιφρονηθείς |
θα περιφρονηθείτε |
θα περιφρονήσει |
θα περιφρονήσουν(ε) |
θα περιφρονηθεί |
θα περιφρονηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω περιφρονήσει
θα έχω περιφρονημένο |
θα έχουμε περιφρονήσει
θα έχουμε περιφρονημένο |
θα έχω περιφρονηθεί
θα είμαι περιφρονημένος, -η |
θα έχουμε περιφρονηθεί
θα είμαστε περιφρονημένοι, -ες |
θα έχεις περιφρονήσει
θα έχεις περιφρονημένο |
θα έχετε περιφρονήσει
θα έχετε περιφρονημένο |
θα έχεις περιφρονηθεί
θα είσαι περιφρονημένος, -η |
θα έχετε περιφρονηθεί
θα είστε περιφρονημένοι, -η |
θα έχει περιφρονήσει
θα έχει περιφρονημένο |
θα έχουν περιφρονήσει
θα έχουν περιφρονημένο |
θα έχει περιφρονηθεί
θα είναι περιφρονημένος, -η, -ο |
θα έχουν περιφρονηθεί
θα είναι περιφρονημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να περιφρονώ |
να περιφρονούμε |
να περιφρονούμαι |
να περιφρονούμαστε |
να περιφρονείς |
να περιφρονείτε |
να περιφρονείσαι |
να περιφρονείστε |
να περιφρονεί |
να περιφρονούν(ε) |
να περιφρονείται |
να περιφρονούνται |
Aorist |
να περιφρονήσω |
να περιφρονήσουμε, να περιφρονήσομε |
να περιφρονηθώ |
να περιφρονηθούμε |
να περιφρονήσεις |
να περιφρονήσετε |
να περιφρονηθείς |
να περιφρονηθείτε |
να περιφρονήσει |
να περιφρονήσουν(ε) |
να περιφρονηθεί |
να περιφρονηθούν(ε) |
Perf |
να έχω περιφρονήσει
να έχω περιφρονημένο |
να έχουμε περιφρονήσει
να έχουμε περιφρονημένο |
να έχω περιφρονηθεί
να είμαι περιφρονημένος, -η |
να έχουμε περιφρονηθεί
να είμαστε περιφρονημένοι, -ες |
να έχεις περιφρονήσει
να έχεις περιφρονημένο |
να έχετε περιφρονήσει
να έχετε περιφρονημένο |
να έχεις περιφρονηθεί
να είσαι περιφρονημένος, -η |
να έχετε περιφρονηθεί
να είστε περιφρονημένοι, -ες |
να έχει περιφρονήσει
να έχει περιφρονημένο |
να έχουν περιφρονήσει
να έχουν περιφρονημένο |
να έχει περιφρονηθεί
να είναι περιφρονημένος, -η, -ο |
να έχουν περιφρονηθεί
να είναι περιφρονημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
|
περιφρονείτε |
|
περιφρονείστε |
Aorist |
περιφρόνησε |
περιφρονήστε, περιφρονήσετε |
περιφρονήσου |
περιφρονηθείτε |
Part iciple |
Pres |
περιφρονώντας |
|
Perf |
έχοντας περιφρονήσει, έχοντας περιφρονημένο |
περιφρονημένος, -η, -ο |
περιφρονημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
περιφρονήσει |
περιφρονηθεί |