ΚΑΤΗΓΟΡΩ I accuse |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
κατηγορώ |
κατηγορούμε |
κατηγορούμαι |
κατηγορούμαστε |
κατηγορείς |
κατηγορείτε |
κατηγορείσαι |
κατηγορείστε |
κατηγορεί |
κατηγορούν(ε) |
κατηγορείται |
κατηγορούνται |
Imper fect |
κατηγορούσα |
κατηγορούσαμε |
κατηγορούμουν |
κατηγορούμαστε |
κατηγορούσες |
κατηγορούσατε |
|
|
κατηγορούσε |
κατηγορούσαν(ε) |
κατηγορούνταν, κατηγορείτο |
κατηγορούνταν, κατηγορούντο |
Aorist |
κατηγόρησα |
κατηγορήσαμε |
κατηγορήθηκα |
κατηγορηθήκαμε |
κατηγόρησες |
κατηγορήσατε |
κατηγορήθηκες |
κατηγορηθήκατε |
κατηγόρησε |
κατηγόρησαν, κατηγορήσαν(ε) |
κατηγορήθηκε |
κατηγορήθηκαν, κατηγορηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω κατηγορήσει
έχω κατηγορημένο |
έχουμε κατηγορήσει
έχουμε κατηγορημένο |
έχω κατηγορηθεί
είμαι κατηγορημένος, -η |
έχουμε κατηγορηθεί
είμαστε κατηγορημένοι, -ες |
έχεις κατηγορήσει
έχεις κατηγορημένο |
έχετε κατηγορήσει
έχετε κατηγορημένο |
έχεις κατηγορηθεί
είσαι κατηγορημένος, -η |
έχετε κατηγορηθεί
είστε κατηγορημένοι, -ες |
έχει κατηγορήσει
έχει κατηγορημένο |
έχουν κατηγορήσει
έχουν κατηγορημένο |
έχει κατηγορηθεί
είναι κατηγορημένος, -η, -ο |
έχουν κατηγορηθεί
είναι κατηγορημένοι, -ές, -α |
Plu perf ect |
είχα κατηγορήσει
είχα κατηγορημένο |
είχαμε κατηγορήσει
είχαμε κατηγορημένο |
είχα κατηγορηθεί
ήμουν κατηγορημένος, -η |
είχαμε κατηγορηθεί
ήμαστε κατηγορημένοι, -ες |
είχες κατηγορήσει
είχες κατηγορημένο |
είχατε κατηγορήσει
είχατε κατηγορημένο |
είχες κατηγορηθεί
ήσουν κατηγορημένος, -η |
είχατε κατηγορηθεί
ήσαστε κατηγορημένοι, -ες |
είχε κατηγορήσει
είχε κατηγορημένο |
είχαν κατηγορήσει
είχαν κατηγορημένο |
είχε κατηγορηθεί
ήταν κατηγορημένος, -η, -ο |
είχαν κατηγορηθεί
ήταν κατηγορημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα κατηγορώ |
θα κατηγορούμε |
θα κατηγορούμαι |
θα κατηγορούμαστε |
θα κατηγορείς |
θα κατηγορείτε |
θα κατηγορείσαι |
θα κατηγορείστε |
θα κατηγορεί |
θα κατηγορούν(ε) |
θα κατηγορείται |
θα κατηγορούνται |
Simp Fut |
θα κατηγορήσω |
θα κατηγορήσουμε |
θα κατηγορηθώ |
θα κατηγορηθούμε |
θα κατηγορήσεις |
θα κατηγορήσετε |
θα κατηγορηθείς |
θα κατηγορηθείτε |
θα κατηγορήσει |
θα κατηγορήσουν(ε) |
θα κατηγορηθεί |
θα κατηγορηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω κατηγορήσει
θα έχω κατηγορημένο |
θα έχουμε κατηγορήσει
θα έχουμε κατηγορημένο |
θα έχω κατηγορηθεί
θα είμαι κατηγορημένος, -η |
θα έχουμε κατηγορηθεί
θα είμαστε κατηγορημένοι, -ες |
θα έχεις κατηγορήσει
θα έχεις κατηγορημένο |
θα έχετε κατηγορήσει
θα έχετε κατηγορημένο |
θα έχεις κατηγορηθεί
θα είσαι κατηγορημένος, -η |
θα έχετε κατηγορηθεί
θα είστε κατηγορημένοι, -η |
θα έχει κατηγορήσει
θα έχει κατηγορημένο |
θα έχουν κατηγορήσει
θα έχουν κατηγορημένο |
θα έχει κατηγορηθεί
θα είναι κατηγορημένος, -η, -ο |
θα έχουν κατηγορηθεί
θα είναι κατηγορημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να κατηγορώ |
να κατηγορούμε |
να κατηγορούμαι |
να κατηγορούμαστε |
να κατηγορείς |
να κατηγορείτε |
να κατηγορείσαι |
να κατηγορείστε |
να κατηγορεί |
να κατηγορούν(ε) |
να κατηγορείται |
να κατηγορούνται |
Aorist |
να κατηγορήσω |
να κατηγορήσουμε, να κατηγορήσομε |
να κατηγορηθώ |
να κατηγορηθούμε |
να κατηγορήσεις |
να κατηγορήσετε |
να κατηγορηθείς |
να κατηγορηθείτε |
να κατηγορήσει |
να κατηγορήσουν(ε) |
να κατηγορηθεί |
να κατηγορηθούν(ε) |
Perf |
να έχω κατηγορήσει
να έχω κατηγορημένο |
να έχουμε κατηγορήσει
να έχουμε κατηγορημένο |
να έχω κατηγορηθεί
να είμαι κατηγορημένος, -η |
να έχουμε κατηγορηθεί
να είμαστε κατηγορημένοι, -ες |
να έχεις κατηγορήσει
να έχεις κατηγορημένο |
να έχετε κατηγορήσει
να έχετε κατηγορημένο |
να έχεις κατηγορηθεί
να είσαι κατηγορημένος, -η |
να έχετε κατηγορηθεί
να είστε κατηγορημένοι, -ες |
να έχει κατηγορήσει
να έχει κατηγορημένο |
να έχουν κατηγορήσει
να έχουν κατηγορημένο |
να έχει κατηγορηθεί
να είναι κατηγορημένος, -η, -ο |
να έχουν κατηγορηθεί
να είναι κατηγορημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
|
κατηγορείτε |
|
κατηγορείστε |
Aorist |
κατηγόρησε |
κατηγορήστε, κατηγορήσετε |
κατηγορήσου |
κατηγορηθείτε |
Part iciple |
Pres |
κατηγορώντας |
|
Perf |
έχοντας κατηγορήσει, έχοντας κατηγορημένο |
κατηγορημένος, -η, -ο |
κατηγορημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
κατηγορήσει |
κατηγορηθεί |