ΗΧΟΓΡΑΦΩ I record |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ηχογραφώ |
ηχογραφούμε |
ηχογραφούμαι |
ηχογραφούμαστε |
ηχογραφείς |
ηχογραφείτε |
ηχογραφείσαι |
ηχογραφείστε |
ηχογραφεί |
ηχογραφούν(ε) |
ηχογραφείται |
ηχογραφούνται |
Imper fect |
ηχογραφούσα |
ηχογραφούσαμε |
ηχογραφούμουν |
ηχογραφούμαστε |
ηχογραφούσες |
ηχογραφούσατε |
|
|
ηχογραφούσε |
ηχογραφούσαν(ε) |
ηχογραφούνταν, ηχογραφείτο |
ηχογραφούνταν, ηχογραφούντο |
Aorist |
ηχογράφησα |
ηχογραφήσαμε |
ηχογραφήθηκα |
ηχογραφηθήκαμε |
ηχογράφησες |
ηχογραφήσατε |
ηχογραφήθηκες |
ηχογραφηθήκατε |
ηχογράφησε |
ηχογράφησαν, ηχογραφήσαν(ε) |
ηχογραφήθηκε |
ηχογραφήθηκαν, ηχογραφηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω ηχογραφήσει
έχω ηχογραφημένο |
έχουμε ηχογραφήσει
έχουμε ηχογραφημένο |
έχω ηχογραφηθεί
είμαι ηχογραφημένος, -η |
έχουμε ηχογραφηθεί
είμαστε ηχογραφημένοι, -ες |
έχεις ηχογραφήσει
έχεις ηχογραφημένο |
έχετε ηχογραφήσει
έχετε ηχογραφημένο |
έχεις ηχογραφηθεί
είσαι ηχογραφημένος, -η |
έχετε ηχογραφηθεί
είστε ηχογραφημένοι, -ες |
έχει ηχογραφήσει
έχει ηχογραφημένο |
έχουν ηχογραφήσει
έχουν ηχογραφημένο |
έχει ηχογραφηθεί
είναι ηχογραφημένος, -η, -ο |
έχουν ηχογραφηθεί
είναι ηχογραφημένοι, -ές, -α |
Plu perf ect |
είχα ηχογραφήσει
είχα ηχογραφημένο |
είχαμε ηχογραφήσει
είχαμε ηχογραφημένο |
είχα ηχογραφηθεί
ήμουν ηχογραφημένος, -η |
είχαμε ηχογραφηθεί
ήμαστε ηχογραφημένοι, -ες |
είχες ηχογραφήσει
είχες ηχογραφημένο |
είχατε ηχογραφήσει
είχατε ηχογραφημένο |
είχες ηχογραφηθεί
ήσουν ηχογραφημένος, -η |
είχατε ηχογραφηθεί
ήσαστε ηχογραφημένοι, -ες |
είχε ηχογραφήσει
είχε ηχογραφημένο |
είχαν ηχογραφήσει
είχαν ηχογραφημένο |
είχε ηχογραφηθεί
ήταν ηχογραφημένος, -η, -ο |
είχαν ηχογραφηθεί
ήταν ηχογραφημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα ηχογραφώ |
θα ηχογραφούμε |
θα ηχογραφούμαι |
θα ηχογραφούμαστε |
θα ηχογραφείς |
θα ηχογραφείτε |
θα ηχογραφείσαι |
θα ηχογραφείστε |
θα ηχογραφεί |
θα ηχογραφούν(ε) |
θα ηχογραφείται |
θα ηχογραφούνται |
Simp Fut |
θα ηχογραφήσω |
θα ηχογραφήσουμε |
θα ηχογραφηθώ |
θα ηχογραφηθούμε |
θα ηχογραφήσεις |
θα ηχογραφήσετε |
θα ηχογραφηθείς |
θα ηχογραφηθείτε |
θα ηχογραφήσει |
θα ηχογραφήσουν(ε) |
θα ηχογραφηθεί |
θα ηχογραφηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω ηχογραφήσει
θα έχω ηχογραφημένο |
θα έχουμε ηχογραφήσει
θα έχουμε ηχογραφημένο |
θα έχω ηχογραφηθεί
θα είμαι ηχογραφημένος, -η |
θα έχουμε ηχογραφηθεί
θα είμαστε ηχογραφημένοι, -ες |
θα έχεις ηχογραφήσει
θα έχεις ηχογραφημένο |
θα έχετε ηχογραφήσει
θα έχετε ηχογραφημένο |
θα έχεις ηχογραφηθεί
θα είσαι ηχογραφημένος, -η |
θα έχετε ηχογραφηθεί
θα είστε ηχογραφημένοι, -η |
θα έχει ηχογραφήσει
θα έχει ηχογραφημένο |
θα έχουν ηχογραφήσει
θα έχουν ηχογραφημένο |
θα έχει ηχογραφηθεί
θα είναι ηχογραφημένος, -η, -ο |
θα έχουν ηχογραφηθεί
θα είναι ηχογραφημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ηχογραφώ |
να ηχογραφούμε |
να ηχογραφούμαι |
να ηχογραφούμαστε |
να ηχογραφείς |
να ηχογραφείτε |
να ηχογραφείσαι |
να ηχογραφείστε |
να ηχογραφεί |
να ηχογραφούν(ε) |
να ηχογραφείται |
να ηχογραφούνται |
Aorist |
να ηχογραφήσω |
να ηχογραφήσουμε, να ηχογραφήσομε |
να ηχογραφηθώ |
να ηχογραφηθούμε |
να ηχογραφήσεις |
να ηχογραφήσετε |
να ηχογραφηθείς |
να ηχογραφηθείτε |
να ηχογραφήσει |
να ηχογραφήσουν(ε) |
να ηχογραφηθεί |
να ηχογραφηθούν(ε) |
Perf |
να έχω ηχογραφήσει
να έχω ηχογραφημένο |
να έχουμε ηχογραφήσει
να έχουμε ηχογραφημένο |
να έχω ηχογραφηθεί
να είμαι ηχογραφημένος, -η |
να έχουμε ηχογραφηθεί
να είμαστε ηχογραφημένοι, -ες |
να έχεις ηχογραφήσει
να έχεις ηχογραφημένο |
να έχετε ηχογραφήσει
να έχετε ηχογραφημένο |
να έχεις ηχογραφηθεί
να είσαι ηχογραφημένος, -η |
να έχετε ηχογραφηθεί
να είστε ηχογραφημένοι, -ες |
να έχει ηχογραφήσει
να έχει ηχογραφημένο |
να έχουν ηχογραφήσει
να έχουν ηχογραφημένο |
να έχει ηχογραφηθεί
να είναι ηχογραφημένος, -η, -ο |
να έχουν ηχογραφηθεί
να είναι ηχογραφημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
|
ηχογραφείτε |
|
ηχογραφείστε |
Aorist |
ηχογράφησε |
ηχογραφήστε, ηχογραφήσετε |
ηχογραφήσου |
ηχογραφηθείτε |
Part iciple |
Pres |
ηχογραφώντας |
|
Perf |
έχοντας ηχογραφήσει, έχοντας ηχογραφημένο |
ηχογραφημένος, -η, -ο |
ηχογραφημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
ηχογραφήσει |
ηχογραφηθεί |