Make your own free website on Tripod.com
[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΑΡΚΩ
I suffice
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αρκώ αρκούμε αρκούμαι αρκούμαστε
αρκείς αρκείτε αρκείσαι αρκείστε
αρκεί αρκούν(ε) αρκείται αρκούνται
Imper
fect
αρκούσα αρκούσαμε αρκούμουν αρκούμαστε
αρκούσες αρκούσατε
αρκούσε αρκούσαν(ε) αρκούνταν, εαρκείτο αρκούνταν, εαρκούντο
Aorist άρκεσα αρκέσαμε αρκέστηκα αρκεστήκαμε
άρκεσες αρκέσατε αρκέστηκες αρκεστήκατε
άρκεσε άρκεσαν, αρκέσαν(ε) αρκέστηκε αρκέστηκαν, αρκεστήκαν(ε)
Perf
ect
έχω αρκέσει έχουμε αρκέσει έχω αρκεστεί έχουμε αρκεστεί
έχεις αρκέσει έχετε αρκέσει έχεις αρκεστεί έχετε αρκεστεί
έχει αρκέσει έχουν αρκέσει έχει αρκεστεί έχουν αρκεστεί
Plu
perf
ect
είχα αρκέσει είχαμε αρκέσει είχα αρκεστεί είχαμε αρκεστεί
είχες αρκέσει είχατε αρκέσει είχες αρκεστεί είχατε αρκεστεί
είχε αρκέσει είχαν αρκέσει είχε αρκεστεί είχαν αρκεστεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα αρκώ θα αρκούμε θα αρκούμαι θα αρκούμαστε
θα αρκείς θα αρκείτε θα αρκείσαι θα αρκείστε
θα αρκεί θα αρκούν(ε) θα αρκείται θα αρκούνται
Simp
Fut
θα αρκέσω θα αρκέσουμε, θα αρκέσομε θα αρκεστώ θα αρκεστούμε
θα αρκέσεις θα αρκέσετε θα αρκεστείς θα αρκεστείτε
θα αρκέσει θα αρκέσουν(ε) θα αρκεστεί θα αρκεστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αρκέσει θα έχουμε αρκέσει θα έχω αρκεστεί θα έχουμε αρκεστεί
θα έχεις αρκέσει θα έχετε αρκέσει θα έχεις αρκεστεί θα έχετε αρκεστεί
θα έχει αρκέσει θα έχουν αρκέσει θα έχει αρκεστεί θα έχουν αρκεστεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να αρκώ να αρκούμε να αρκούμαι να αρκούμαστε
να αρκείς να αρκείτε να αρκείσαι να αρκείστε
να αρκεί να αρκούν(ε) να αρκείται να αρκούνται
Aorist να αρκέσω να αρκέσουμε, να αρκέσομε να αρκεστώ να αρκεστούμε
να αρκέσεις να αρκέσετε να αρκεστείς να αρκεστείτε
να αρκέσει να αρκέσουν(ε) να αρκεστεί να αρκεστούν(ε)
Perf να έχω αρκέσει να έχουμε αρκέσει να έχω αρκεστεί να έχουμε αρκεστεί
να έχεις αρκέσει να έχετε αρκέσει να έχεις αρκεστεί να έχετε αρκεστεί
να έχει αρκέσει να έχουν αρκέσει να έχει αρκεστεί να έχουν αρκεστεί
Imper
ative
Pres αρκείτε αρκείστε
Aorist άρκεσε αρκέστε, αρκέσετε αρκέσου αρκεστείτε
Part
iciple
Pres αρκώντας αρκούμενος
Perf έχοντας αρκέσει
Infin Aorist αρκέσει αρκεστεί