ΑΝΤΛΩ I pump |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αντλώ |
αντλούμε |
αντλούμαι |
αντλούμαστε |
αντλείς |
αντλείτε |
αντλείσαι |
αντλείστε |
αντλεί |
αντλούν(ε) |
αντλείται |
αντλούνται |
Imper fect |
αντλούσα |
αντλούσαμε |
αντλούμουν |
αντλούμαστε |
αντλούσες |
αντλούσατε |
|
|
αντλούσε |
αντλούσαν(ε) |
αντλούνταν, αντλείτο |
αντλούνταν, αντλούντο |
Aorist |
άντλησα |
αντλήσαμε |
αντλήθηκα |
αντληθήκαμε |
άντλησες |
αντλήσατε |
αντλήθηκες |
αντληθήκατε |
άντλησε |
άντλησαν, αντλήσαν(ε) |
αντλήθηκε |
αντλήθηκαν, αντληθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω αντλήσει
έχω αντλημένο |
έχουμε αντλήσει
έχουμε αντλημένο |
έχω αντληθεί
είμαι αντλημένος, -η |
έχουμε αντληθεί
είμαστε αντλημένοι, -ες |
έχεις αντλήσει
έχεις αντλημένο |
έχετε αντλήσει
έχετε αντλημένο |
έχεις αντληθεί
είσαι αντλημένος, -η |
έχετε αντληθεί
είστε αντλημένοι, -ες |
έχει αντλήσει
έχει αντλημένο |
έχουν αντλήσει
έχουν αντλημένο |
έχει αντληθεί
είναι αντλημένος, -η, -ο |
έχουν αντληθεί
είναι αντλημένοι, -ές, -α |
Plu perf ect |
είχα αντλήσει
είχα αντλημένο |
είχαμε αντλήσει
είχαμε αντλημένο |
είχα αντληθεί
ήμουν αντλημένος, -η |
είχαμε αντληθεί
ήμαστε αντλημένοι, -ες |
είχες αντλήσει
είχες αντλημένο |
είχατε αντλήσει
είχατε αντλημένο |
είχες αντληθεί
ήσουν αντλημένος, -η |
είχατε αντληθεί
ήσαστε αντλημένοι, -ες |
είχε αντλήσει
είχε αντλημένο |
είχαν αντλήσει
είχαν αντλημένο |
είχε αντληθεί
ήταν αντλημένος, -η, -ο |
είχαν αντληθεί
ήταν αντλημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα αντλώ |
θα αντλούμε |
θα αντλούμαι |
θα αντλούμαστε |
θα αντλείς |
θα αντλείτε |
θα αντλείσαι |
θα αντλείστε |
θα αντλεί |
θα αντλούν(ε) |
θα αντλείται |
θα αντλούνται |
Simp Fut |
θα αντλήσω |
θα αντλήσουμε |
θα αντληθώ |
θα αντληθούμε |
θα αντλήσεις |
θα αντλήσετε |
θα αντληθείς |
θα αντληθείτε |
θα αντλήσει |
θα αντλήσουν(ε) |
θα αντληθεί |
θα αντληθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω αντλήσει
θα έχω αντλημένο |
θα έχουμε αντλήσει
θα έχουμε αντλημένο |
θα έχω αντληθεί
θα είμαι αντλημένος, -η |
θα έχουμε αντληθεί
θα είμαστε αντλημένοι, -ες |
θα έχεις αντλήσει
θα έχεις αντλημένο |
θα έχετε αντλήσει
θα έχετε αντλημένο |
θα έχεις αντληθεί
θα είσαι αντλημένος, -η |
θα έχετε αντληθεί
θα είστε αντλημένοι, -η |
θα έχει αντλήσει
θα έχει αντλημένο |
θα έχουν αντλήσει
θα έχουν αντλημένο |
θα έχει αντληθεί
θα είναι αντλημένος, -η, -ο |
θα έχουν αντληθεί
θα είναι αντλημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αντλώ |
να αντλούμε |
να αντλούμαι |
να αντλούμαστε |
να αντλείς |
να αντλείτε |
να αντλείσαι |
να αντλείστε |
να αντλεί |
να αντλούν(ε) |
να αντλείται |
να αντλούνται |
Aorist |
να αντλήσω |
να αντλήσουμε, να αντλήσομε |
να αντληθώ |
να αντληθούμε |
να αντλήσεις |
να αντλήσετε |
να αντληθείς |
να αντληθείτε |
να αντλήσει |
να αντλήσουν(ε) |
να αντληθεί |
να αντληθούν(ε) |
Perf |
να έχω αντλήσει
να έχω αντλημένο |
να έχουμε αντλήσει
να έχουμε αντλημένο |
να έχω αντληθεί
να είμαι αντλημένος, -η |
να έχουμε αντληθεί
να είμαστε αντλημένοι, -ες |
να έχεις αντλήσει
να έχεις αντλημένο |
να έχετε αντλήσει
να έχετε αντλημένο |
να έχεις αντληθεί
να είσαι αντλημένος, -η |
να έχετε αντληθεί
να είστε αντλημένοι, -ες |
να έχει αντλήσει
να έχει αντλημένο |
να έχουν αντλήσει
να έχουν αντλημένο |
να έχει αντληθεί
να είναι αντλημένος, -η, -ο |
να έχουν αντληθεί
να είναι αντλημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
|
αντλείτε |
|
αντλείστε |
Aorist |
άντλησε |
αντλήστε, αντλήσετε |
αντλήσου |
αντληθείτε |
Part iciple |
Pres |
αντλώντας |
αντλούμενος |
Perf |
έχοντας αντλήσει, έχοντας αντλημένο |
αντλημένος, -η, -ο |
αντλημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
αντλήσει |
αντληθεί |