ΧΩΡΙΖΩ
I separate
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
χωρίζω χωρίζουμε, χωρίζομε χωρίζομαι χωριζόμαστε
χωρίζεις χωρίζετε χωρίζεσαι χωρίζεστε, χωριζόσαστε
χωρίζει χωρίζουν(ε) χωρίζεται χωρίζονται
Imper
fect
χώριζα χωρίζαμε χωριζόμουν(α) χωριζόμαστε, χωριζόμασταν
χώριζες χωρίζατε χωριζόσουν(α) χωριζόσαστε, χωριζόσασταν
χώριζε χώριζαν, χωρίζαν(ε) χωριζόταν(ε) χωρίζονταν, χωριζόντανε, χωριζόντουσαν
Aorist χώρισα χωρίσαμε χωρίστηκα χωριστήκαμε
χώρισες χωρίσατε χωρίστηκες χωριστήκατε
χώρισε χώρισαν, χωρίσαν(ε) χωρίστηκε χωρίστηκαν, χωριστήκαν(ε)
Per
fect
έχω χωρίσει
έχω χωρισμένο
έχουμε χωρίσει
έχουμε χωρισμένο
έχω χωριστεί
είμαι χωρισμένος, -η
έχουμε χωριστεί
είμαστε χωρισμένοι, -ες
έχεις χωρίσει
έχεις χωρισμένο
έχετε χωρίσει
έχετε χωρισμένο
έχεις χωριστεί
είσαι χωρισμένος, -η
έχετε χωριστεί
είστε χωρισμένοι, -ες
έχει χωρίσει
έχει χωρισμένο
έχουν χωρίσει
έχουν χωρισμένο
έχει χωριστεί
είναι χωρισμένος, -η, -ο
έχουν χωριστεί
είναι χωρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα χωρίσει
είχα χωρισμένο
είχαμε χωρίσει
είχαμε χωρισμένο
είχα χωριστεί
ήμουν χωρισμένος, -η
είχαμε χωριστεί
ήμαστε χωρισμένοι, -ες
είχες χωρίσει
είχες χωρισμένο
είχατε χωρίσει
είχατε χωρισμένο
είχες χωριστεί
ήσουν χωρισμένος, -η
είχατε χωριστεί
ήσαστε χωρισμένοι, -ες
είχε χωρίσει
είχε χωρισμένο
είχαν χωρίσει
είχαν χωρισμένο
είχε χωριστεί
ήταν χωρισμένος, -η, -ο
είχαν χωριστεί
ήταν χωρισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα χωρίζω θα χωρίζουμε, θα χωρίζομε θα χωρίζομαι θα χωριζόμαστε
θα χωρίζεις θα χωρίζετε θα χωρίζεσαι θα χωρίζεστε, θα χωριζόσαστε
θα χωρίζει θα χωρίζουν(ε) θα χωρίζεται θα χωρίζονται
Simp
Fut
θα χωρίσω θα χωρίσουμε, θα χωρίζομε θα χωριστώ θα χωριστούμε
θα χωρίσεις θα χωρίσετε θα χωριστείς θα χωριστείτε
θα χωρίσει θα χωρίσουν(ε) θα χωριστεί θα χωριστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω χωρίσει
θα έχω χωρισμένο
θα έχουμε χωρίσει
θα έχουμε χωρισμένο
θα έχω χωριστεί
θα είμαι χωρισμένος, -η
θα έχουμε χωριστεί
θα είμαστε χωρισμένοι, -ες
θα έχεις χωρίσει
θα έχεις χωρισμένο
θα έχετε χωρίσει
θα έχετε χωρισμένο
θα έχεις χωριστεί
θα είσαι χωρισμένος, -η
θα έχετε χωριστεί
θα είστε χωρισμένοι, -ες
θα έχει χωρίσει
θα έχει χωρισμένο
θα έχουν χωρίσει
θα έχουν χωρισμένο
θα έχει χωριστεί
θα είναι χωρισμένος, -η, -ο
θα έχουν χωριστεί
θα είναι χωρισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να χωρίζω να χωρίζουμε, να χωρίζομε να χωρίζομαι να χωριζόμαστε
να χωρίζεις να χωρίζετε να χωρίζεσαι να χωρίζεστε, να χωριζόσαστε
να χωρίζει να χωρίζουν(ε) να χωρίζεται να χωρίζονται
Aorist να χωρίσω να χωρίσουμε, να χωρίσομε να χωριστώ να χωριστούμε
να χωρίσεις να χωρίσετε να χωριστείς να χωριστείτε
να χωρίσει να χωρίσουν(ε) να χωριστεί να χωριστούν(ε)
Perf να έχω χωρίσει
να έχω χωρισμένο
να έχουμε χωρίσει
να έχουμε χωρισμένο
να έχω χωριστεί
να είμαι χωρισμένος, -η
να έχουμε χωριστεί
να είμαστε χωρισμένοι, -ες
να έχεις χωρίσει
να έχεις χωρισμένο
να έχετε χωρίσει
να έχετε χωρισμένο
να έχεις χωριστεί
να είσαι χωρισμένος, -η
να έχετε χωριστεί
να είστε χωρισμένοι, -ες
να έχει χωρίσει
να έχει χωρισμένο
να έχουν χωρίσει
να έχουν χωρισμένο
να έχει χωριστεί
να είναι χωρισμένος, -η, -ο
να έχουν χωριστεί
να είναι χωρισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres χώριζε χωρίζετε χωρίζεστε
Aorist χώρισε χωρίστε χωρίσου χωριστείτε
Part
iciple
Pres χωρίζοντας χωριζόμενος
Perf έχοντας χωρίσει, έχοντας χωρισμένο χωρισμένος, -η, -ο χωρισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist χωρίσει χωριστεί