[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΧΑΝΩ
I lose
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
χάνω χάνουμε, χάνομε χάνομαι χανόμαστε
χάνεις χάνετε χάνεσαι χάνεστε, χανόσαστε
χάνει χάνουν(ε) χάνεται χάνονται
Imper
fect
έχανα χάναμε χανόμουν(α) χανόμαστε, χανόμασταν
έχανες χάνατε χανόσουν(α) χανόσαστε, χανόσασταν
έχανε έχαναν, χάναν(ε) χανόταν(ε) χάνονταν, χανόντανε, χανόντουσαν
Aorist έχασα χάσαμε χάθηκα χαθήκαμε
έχασες χάσατε χάθηκες χαθήκατε
έχασε έχασαν, χάσαν(ε) χάθηκε χάθηκαν, χαθήκαν(ε)
Per
fect
έχω χάσει
έχω χαμένο
έχουμε χάσει
έχουμε χαμένο
έχω χαθεί
είμαι χαμένος, -η
έχουμε χαθεί
είμαστε χαμένοι, -ες
έχεις χάσει
έχεις χαμένο
έχετε χάσει
έχετε χαμένο
έχεις χαθεί
είσαι χαμένος, -η
έχετε χαθεί
είστε χαμένοι, -ες
έχει χάσει
έχει χαμένο
έχουν χάσει
έχουν χαμένο
έχει χαθεί
είναι χαμένος, -η, -ο
έχουν χαθεί
είναι χαμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα χάσει
είχα χαμένο
είχαμε χάσει
είχαμε χαμένο
είχα χαθεί
ήμουν χαμένος, -η
είχαμε χαθεί
ήμαστε χαμένοι, -ες
είχες χάσει
είχες χαμένο
είχατε χάσει
είχατε χαμένο
είχες χαθεί
ήσουν χαμένος, -η
είχατε χαθεί
ήσαστε χαμένοι, -ες
είχε χάσει
είχε χαμένο
είχαν χάσει
είχαν χαμένο
είχε χαθεί
ήταν χαμένος, -η, -ο
είχαν χαθεί
ήταν χαμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα χάνω θα χάνουμε θα χάνομαι θα χανόμαστε
θα χάνεις θα χάνετε θα χάνεσαι θα χάνεστε, θα χανόσαστε
θα χάνει θα χάνουν θα χάνεται θα χάνονται
Simp
Fut
θα χάσω θα χάσουμε θα χαθώ θα χαθούμε
θα χάσεις θα χάσετε θα χαθείς θα χαθείτε
θα χάσει θα χάσουν θα χαθεί θα χαθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω χάσει
θα έχω χαμένο
θα έχουμε χάσει
θα έχουμε χαμένο
θα έχω χαθεί
θα είμαι χαμένος, -η
θα έχουμε χαθεί
θα είμαστε χαμένοι, -ες
θα έχεις χάσει
θα έχεις χαμένο
θα έχετε χάσει
θα έχετε χαμένο
θα έχεις χαθεί
θα είσαι χαμένος, -η
θα έχετε χαθεί
θα είστε χαμένοι, -ες
θα έχει χάσει
θα έχει χαμένο
θα έχουν χάσει
θα έχουν χαμένο
θα έχει χαθεί
θα είναι χαμένος, -η, -ο
θα έχουν χαθεί
θα είναι χαμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να χάνω να χάνουμε να χάνομαι να χανόμαστε
να χάνεις να χάνετε να χάνεσαι να χάνεστε, να χανόσαστε
να χάνει να χάνουν να χάνεται να χάνονται
Aorist να χάσω να χάσουμε να χαθώ να χαθούμε
να χάσεις να χάσετε να χαθείς να χαθείτε
να χάσει να χάσουν να χαθεί να χαθούν(ε)
Perf να έχω χάσει
να έχω χαμένο
να έχουμε χάσει
να έχουμε χαμένο
να έχω χαθεί
να είμαι χαμένος, -η
να έχουμε χαθεί
να είμαστε χαμένοι, -ες
να έχεις χάσει
να έχεις χαμένο
να έχετε χάσει
να έχετε χαμένο
να έχεις χαθεί
να είσαι χαμένος, -η
να έχετε χαθεί
να είστε χαμένοι, -ες
να έχει χάσει
να έχει χαμένο
να έχουν χάσει
να έχουν χαμένο
να έχει χαθεί
να είναι χαμένος, -η, -ο
να έχουν χαθεί
να είναι χαμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres χάνε χάνετε χάνεστε
Aorist χάσε χάσετε, χάστε χάσου χαθείτε
Part
iciple
Pres χάνοντας
Perf έχοντας χάσει, έχοντας χαμένο χαμένος, -η, -ο χαμένοι, -ες, -α
Infin Aorist χάσει χαθεί