[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next]
ΤΡΕΦΩ
I feed
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
τρέφω τρέφουμε, τρέφομε τρέφομαι τρεφόμαστε
τρέφεις τρέφετε τρέφεσαι τρέφεστε, τρεφόσαστε
τρέφει τρέφουν(ε) τρέφεται τρέφονται
Imper
fect
έτρεφα τρέφαμε τρεφόμουν(α) τρεφόμαστε, τρεφόμασταν
έτρεφες τρέφατε τρεφόσουν(α) τρεφόσαστε, τρεφόσασταν
έτρεφε έτρεφαν, τρέφαν(ε) τρεφόταν(ε) τρέφονταν, τρεφόντανε, τρεφόντουσαν
Aorist έθρεψα θρέψαμε τράφηκα
θράφηκα
τραφήκαμε
θραφήκαμε
έθρεψες θρέψατε τράφηκες
θράφηκες
τραφήκατε
θραφήκατε
έθρεψε έθρεψαν, θρέψαν(ε) τράφηκε
θράφηκε
τράφηκαν, τραφήκαν(ε)
θράφηκαν, θραφήκαν(ε)
Per
fect
έχω θρέψει
έχω θρεμμένο
έχουμε θρέψει
έχουμε θρεμμένο
έχω τραφεί
έχω θραφεί
είμαι θρεμμένος, -η
έχουμε τραφεί
έχουμε θραφεί
είμαστε θρεμμένοι, -ες
έχεις θρέψει
έχεις θρεμμένο
έχετε θρέψει
έχετε θρεμμένο
έχεις τραφεί
έχεις θραφεί
είσαι θρεμμένος, -η
έχετε τραφεί
έχετε θραφεί
είστε θρεμμένοι, -ες
έχει θρέψει
έχει θρεμμένο
έχουν θρέψει
έχουν θρεμμένο
έχει τραφεί
έχει θραφεί
είναι θρεμμένος, -η, -ο
έχουν τραφεί
έχουν θραφεί
είναι θρεμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα θρέψει
είχα θρεμμένο
είχαμε θρέψει
είχαμε θρεμμένο
είχα τραφεί
είχα θραφεί
ήμουν θρεμμένος, -η
είχαμε τραφεί
είχαμε θραφεί
ήμαστε θρεμμένοι, -ες
είχες θρέψει
είχες θρεμμένο
είχατε θρέψει
είχατε θρεμμένο
είχες τραφεί
είχες θραφεί
ήσουν θρεμμένος, -η
είχατε τραφεί
είχατε θραφεί
ήσαστε θρεμμένοι, -ες
είχε θρέψει
είχε θρεμμένο
είχαν θρέψει
είχαν θρεμμένο
είχε τραφεί
είχε θραφεί
ήταν θρεμμένος, -η, -ο
είχαν τραφεί
είχαν θραφεί
ήταν θρεμμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα τρέφω θα τρέφουμε, θα τρέφομε θα τρέφομαι θα τρεφόμαστε
θα τρέφεις θα τρέφετε θα τρέφεσαι θα τρέφεστε, θα τρεφόσαστε
θα τρέφει θα τρέφουν(ε) θα τρέφεται θα τρέφονται
Simp
Fut
θα θρέψω θα θρέψουμε, θα θρέψομε θα τραφώ
θα θραφώ
θα τραφούμε
θα θραφούμε
θα θρέψεις θα θρέψετε θα τραφείς
θα θραφείς
θα τραφείτε
θα θραφείτε
θα θρέψει θα θρέψουν(ε) θα τραφεί
θα θραφεί
θα τραφούν(ε)
θα θραφούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω θρέψει
θα έχω θρεμμένο
θα έχουμε θρέψει
θα έχουμε θρεμμένο
θα έχω τραφεί
θα έχω θραφεί
θα είμαι θρεμμένος, -η
θα έχουμε τραφεί
θα έχουμε θραφεί
θα είμαστε θρεμμένοι, -ες
θα έχεις θρέψει
θα έχεις θρεμμένο
θα έχετε θρέψει
θα έχετε θρεμμένο
θα έχεις τραφεί
θα έχεις θραφεί
θα είσαι θρεμμένος, -η
θα έχετε τραφεί
θα έχετε θραφεί
θα είστε θρεμμένοι, -ες
θα έχει θρέψει
θα έχει θρεμμένο
θα έχουν θρέψει
θα έχουν θρεμμένο
θα έχει τραφεί
θα έχει θραφεί
θα είναι θρεμμένος, -η, -ο
θα έχουν τραφεί
θα έχουν θραφεί
θα είναι θρεμμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να τρέφω να τρέφουμε, να τρέφομε να τρέφομαι να τρεφόμαστε
να τρέφεις να τρέφετε να τρέφεσαι να τρέφεστε, να τρεφόσαστε
να τρέφει να τρέφουν(ε) να τρέφεται να τρέφονται
Aorist να θρέψω να θρέψουμε, να θρέψομε να τραφώ
να θραφώ
να τραφούμε
να θραφούμε
να θρέψεις να θρέψετε να τραφείς
να θραφείς
να τραφείτε
να θραφείτε
να θρέψει να θρέψουν(ε) να τραφεί
να θραφεί
να τραφούν(ε)
να θραφούν(ε)
Perf να έχω θρέψει
να έχω θρεμμένο
να έχουμε θρέψει
να έχουμε θρεμμένο
να έχω τραφεί
να έχω θραφεί
να είμαι θρεμμένος, -η
να έχουμε τραφεί
να έχουμε θραφεί
να είμαστε θρεμμένοι, -ες
να έχεις θρέψει
να έχεις θρεμμένο
να έχετε θρέψει
να έχετε θρεμμένο
να έχεις τραφεί
να έχεις θραφεί
να είσαι θρεμμένος, -η
να έχετε τραφεί
να έχετε θραφεί
να είστε θρεμμένοι, -ες
να έχει θρέψει
να έχει θρεμμένο
να έχουν θρέψει
να έχουν θρεμμένο
να έχει τραφεί
να έχει θραφεί
να είναι θρεμμένος, -η, -ο
να έχουν τραφεί
να έχουν θραφεί
να είναι θρεμμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres τρέφε τρέφετε τρέφεστε
Aorist θρέψε θρέψτε θρέψου τραφείτε, θραφείτε
Part
iciple
Pres τρέφοντας τρεφόμενος
Perf έχοντας θρέψει, έχοντας θρεμμένο θρεμμένος, -η, -ο θρεμμένοι, -ες, -α
Infin Aorist θρέψει τραφεί, θραφεί