ΣΥΝΑΝΤΩ
I meet
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
συναντάω, συναντώ συναντάμε, συναντούμε συναντιέμαι, συναντώμαι συναντιόμαστε, συναντόμαστε, συναντώμεθα
συναντάς συναντάτε συναντιέσαι, συναντάσαι συναντιέστε, συναντιόσαστε, συναντάστε, συναντάσθε
συναντάει, συναντά συναντάν(ε), συναντούν(ε) συναντιέται, συναντάται συναντιούνται, συναντιόνται, συναντώνται
Imper
fect
συναντούσα, συνάνταγα συναντούσαμε, συναντάγαμε συναντιόμουν(α) συναντιόμαστε, συναντιόμασταν
συναντούσες, συνάνταγες συναντούσατε, συναντάγατε συναντιόσουν(α) συναντιόσαστε, συναντιόσασταν
συναντούσε, συνάνταγε συναντούσαν(ε), συνάνταγαν, συναντάγανε συναντιόταν(ε) συναντιόνταν(ε), συναντιούνταν, συναντιόντουσαν
Aorist συνάντησα συναντήσαμε συναντήθηκα συναντηθήκαμε
συνάντησες συναντήσατε συναντήθηκες συναντηθήκατε
συνάντησε συνάντησαν, συναντήσαν(ε) συναντήθηκε συναντήθηκαν, συναντηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω συναντήσει έχουμε συναντήσει έχω συναντηθεί έχουμε συναντηθεί
έχεις συναντήσει έχετε συναντήσει έχεις συναντηθεί έχετε συναντηθεί
έχει συναντήσει έχουν συναντήσει έχει συναντηθεί έχουν συναντηθεί
Plu
perf
ect
είχα συναντήσει είχαμε συναντήσει είχα συναντηθεί είχαμε συναντηθεί
είχες συναντήσει είχατε συναντήσει είχες συναντηθεί είχατε συναντηθεί
είχε συναντήσει είχαν συναντήσει είχε συναντηθεί είχαν συναντηθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα συναντάω, θα συναντώ θα συναντάμε, θα συναντούμε θα συναντιέμαι, θα συναντώμαι θα συναντιόμαστε, θα συναντόμαστε, θα συναντώμεθα
θα συναντάς θα συναντάτε θα συναντιέσαι, θα συναντάσαι θα συναντιέστε, θα συναντιόσαστε, θα συναντάστε, θα συναντάσθε
θα συναντάει, θα συναντά θα συναντάν(ε), θα συναντούν(ε) θα συναντιέται, θα συναντάται θα συναντιούνται, θα συναντιόνται, θα συναντώνται
Simp
Fut
θα συναντήσω θα συναντήσουμε, θα συναντήσομε θα συναντηθώ θα συναντηθούμε
θα συναντήσεις θα συναντήσετε θα συναντηθείς θα συναντηθείτε
θα συναντήσει θα συναντήσουν(ε) θα συναντηθεί θα συναντηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω συναντήσει θα έχουμε συναντήσει θα έχω συναντηθεί θα έχουμε συναντηθεί
θα έχεις συναντήσει θα έχετε συναντήσει θα έχεις συναντηθεί θα έχετε συναντηθεί
θα έχει συναντήσει θα έχουν συναντήσει θα έχει συναντηθεί θα έχουν συναντηθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να συναντάω, να συναντώ να συναντάμε, να συναντούμε να συναντιέμαι, να συναντώμαι να συναντιόμαστε, να συναντόμαστε, να συναντώμεθα
να συναντάς να συναντάτε να συναντιέσαι, να συναντάσαι να συναντιέστε, να συναντιόσαστε, να συναντάστε, να συναντάσθε
να συναντάει, να συναντά να συναντάν(ε), να συναντούν(ε) να συναντιέται, να συναντάται να συναντιούνται, να συναντιόνται, να συναντώνται
Aorist να συναντήσω να συναντήσουμε, να συναντήσομε να συναντηθώ να συναντηθούμε
να συναντήσεις να συναντήσετε να συναντηθείς να συναντηθείτε
να συναντήσει να συναντήσουν(ε) να συναντηθεί να συναντηθούν(ε)
Perf να έχω συναντήσει να έχουμε συναντήσει να έχω συναντηθεί να έχουμε συναντηθεί
να έχεις συναντήσει να έχετε συναντήσει να έχεις συναντηθεί να έχετε συναντηθεί
να έχει συναντήσει να έχουν συναντήσει να έχει συναντηθεί να έχουν συναντηθεί
Imper
ative
Pres συνάντα, συνάνταγε συναντάτε συναντιέστε, συναντάστε, συναντάσθε
Aorist συνάντησε, συνάντα συναντήστε συναντήσου συναντηθείτε
Part
iciple
Pres συναντώντας συναντώμενος
Perf έχοντας συναντήσει
Infin Aorist συναντήσει συναντηθεί