ΣΥΓΧΑΙΡΩ
I congratulate
Active/Middle
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
συγχαίρω συγχαίρουμε, συγχαίρομε
συγχαίρεις συγχαίρετε
συγχαίρει συγχαίρουν(ε)
Imper
fect
συνέχαιρα συγχαίραμε
συνέχαιρες συγχαίρατε
συνέχαιρε συνέχαιραν, συγχαίρανε
Aorist συγχάρηκα συγχαρήκαμε
συγχάρηκες συγχαρήκατε
συγχάρηκε, συνεχάρη συγχάρηκαν, συγχαρήκαν(ε), συνεχάρησαν
Per
fect
έχω συγχαρεί έχουμε συγχαρεί
έχεις συγχαρεί έχετε συγχαρεί
έχει συγχαρεί έχουν συγχαρεί
Plu
per
fect
είχα συγχαρεί είχαμε συγχαρεί
είχες συγχαρεί είχατε συγχαρεί
είχε συγχαρεί είχαν συγχαρεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα συγχαίρω θα συγχαίρουμε, θα συγχαίρομε
θα συγχαίρεις θα συγχαίρετε
θα συγχαίρει θα συγχαίρουν(ε)
Simp
Fut
θα συγχαρώ θα συγχαρούμε
θα συγχαρείς θα συγχαρείτε
θα συγχαρεί θα συγχαρούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω συγχαρεί θα έχουμε συγχαρεί
θα έχεις συγχαρεί θα έχετε συγχαρεί
θα έχει συγχαρεί θα έχουν συγχαρεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να συγχαίρω να συγχαίρουμε, να συγχαίρομε
να συγχαίρεις να συγχαίρετε
να συγχαίρει να συγχαίρουν(ε)
Aorist να συγχαρώ να συγχαρούμε
να συγχαρείς να συγχαρείτε
να συγχαρεί να συγχαρούν(ε)
Perf να έχω συγχαρεί να έχουμε συγχαρεί
να έχεις συγχαρεί να έχετε συγχαρεί
να έχει συγχαρεί να έχουν συγχαρεί
Imper
ative
Pres συγχαίρετε
Aorist συγχαρείτε
Part
iciple
Pres
Perf έχοντας συγχαρεί
Infin Aorist συγχαρεί