ΣΤΕΛΝΩ
I send
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
στέλνω στέλνουμε, στέλνομε στέλνομαι στελνόμαστε
στέλνεις στέλνετε στέλνεσαι στέλνεστε, στελνόσαστε
στέλνει στέλνουν(ε) στέλνεται στέλνονται
Imper
fect
έστελνα στέλναμε στελνόμουν(α) στελνόμαστε, στελνόμασταν
έστελνες στέλνατε στελνόσουν(α) στελνόσαστε, στελνόσασταν
έστελνε έστελναν, στέλναν(ε) στελνόταν(ε) στέλνονταν, στελνόντανε, στελνόντουσαν
Aorist έστειλα στείλαμε στάλθηκα, εστάλην σταλθήκαμε, εστάλημεν
έστειλες στείλατε στάλθηκες, εστάλης σταλθήκατε, εστάλητε
έστειλε έστειλαν, στείλαν(ε) στάλθηκε, εστάλη στάλθηκαν, σταλθήκαν(ε), εστάλησαν
Per
fect
έχω στείλει
έχω σταλμένο
έχουμε στείλει
έχουμε σταλμένο
έχω σταλθεί/σταλεί
είμαι σταλμένος, -η
έχουμε σταλθεί/σταλεί
είμαστε σταλμένοι, -ες
έχεις στείλει
έχεις σταλμένο
έχετε στείλει
έχετε σταλμένο
έχεις σταλθεί/σταλεί
είσαι σταλμένος, -η
έχετε σταλθεί/σταλεί
είστε σταλμένοι, -ες
έχει στείλει
έχει σταλμένο
έχουν στείλει
έχουν σταλμένο
έχει σταλθεί/σταλεί
είναι σταλμένος, -η, -ο
έχουν σταλθεί/σταλεί
είναι σταλμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα στείλει
είχα σταλμένο
είχαμε στείλει
είχαμε σταλμένο
είχα σταλθεί/σταλεί
ήμουν σταλμένος, -η
είχαμε σταλθεί/σταλεί
ήμαστε σταλμένοι, -ες
είχες στείλει
είχες σταλμένο
είχατε στείλει
είχατε σταλμένο
είχες σταλθεί/σταλεί
ήσουν σταλμένος, -η
είχατε σταλθεί/σταλεί
ήσαστε σταλμένοι, -ες
είχε στείλει
είχε σταλμένο
είχαν στείλει
είχαν σταλμένο
είχε σταλθεί/σταλεί
ήταν σταλμένος, -η, -ο
είχαν σταλθεί/σταλεί
ήταν σταλμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα στέλνω θα στέλνουμε, θα στέλνομε θα στέλνομαι θα στελνόμαστε
θα στέλνεις θα στέλνετε θα στέλνεσαι θα στέλνεστε, θα στελνόσαστε
θα στέλνει θα στέλνουν(ε) θα στέλνεται θα στέλνονται
Simp
Fut
θα στείλω θα στείλουμε, θα στείλομε θα σταλθώ, θα σταλώ θα σταλθούμε, θα σταλούμε
θα στείλεις θα στείλετε θα σταλθείς, θα σταλείς θα σταλθείτε, θα σταλείτε
θα στείλει θα στείλουν(ε) θα σταλθεί, θα σταλεί θα σταλθούν(ε), θα σταλούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω στείλει
θα έχω σταλμένο
θα έχουμε στείλει
θα έχουμε σταλμένο
θα έχω σταλθεί/σταλεί
θα είμαι σταλμένος, -η
θα έχουμε σταλθεί/σταλεί
θα είμαστε σταλμένοι, -ες
θα έχεις στείλει
θα έχεις σταλμένο
θα έχετε στείλει
θα έχετε σταλμένο
θα έχεις σταλθεί/σταλεί
θα είσαι σταλμένος, -η
θα έχετε σταλθεί/σταλεί
θα είστε σταλμένοι, -ες
θα έχει στείλει
θα έχει σταλμένο
θα έχουν στείλει
θα έχουν σταλμένο
θα έχει σταλθεί/σταλεί
θα είναι σταλμένος, -η, -ο
θα έχουν σταλθεί/σταλεί
θα είναι σταλμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να στέλνω να στέλνουμε, να στέλνομε να στέλνομαι να στελνόμαστε
να στέλνεις να στέλνετε να στέλνεσαι να στέλνεστε, να στελνόσαστε
να στέλνει να στέλνουν(ε) να στέλνεται να στέλνονται
Aorist να στείλω να στείλουμε, να στείλομε να σταλθώ, να σταλώ να σταλθούμε, να σταλούμε
να στείλεις να στείλετε να σταλθείς, να σταλείς να σταλθείτε, να σταλείτε
να στείλει να στείλουν(ε) να σταλθεί, να σταλεί να σταλθούν(ε), να σταλούν(ε)
Perf να έχω στείλει
να έχω σταλμένο
να έχουμε στείλει
να έχουμε σταλμένο
να έχω σταλθεί/σταλεί
να είμαι σταλμένος, -η
να έχουμε σταλθεί/σταλεί
να είμαστε σταλμένοι, -ες
να έχεις στείλει
να έχεις σταλμένο
να έχετε στείλει
να έχετε σταλμένο
να έχεις σταλθεί/σταλεί
να είσαι σταλμένος, -η
να έχετε σταλθεί/σταλεί
να είστε σταλμένοι, -ες
να έχει στείλει
να έχει σταλμένο
να έχουν στείλει
να έχουν σταλμένο
να έχει σταλθεί/σταλεί
να είναι σταλμένος, -η, -ο
να έχουν σταλθεί/σταλεί
να είναι σταλμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres στέλνε στέλνετε στέλνεστε
Aorist στείλε στείλετε, στείλτε σταλθείτε, σταλείτε
Part
iciple
Pres στέλνοντας
Perf έχοντας στείλει, έχοντας σταλμένο σταλμένος, -η, -ο σταλμένοι, -ες, -α
Infin Aorist στείλει σταλθεί, σταλεί