ΣΠΕΡΝΩ
I sow
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
σπέρνω σπέρνουμε, σπέρνομε σπέρνομαι σπερνόμαστε
σπέρνεις σπέρνετε σπέρνεσαι σπέρνεστε, σπερνόσαστε
σπέρνει σπέρνουν(ε) σπέρνεται σπέρνονται
Imper
fect
έσπερνα σπέρναμε σπερνόμουν(α) σπερνόμαστε, σπερνόμασταν
έσπερνες σπέρνατε σπερνόσουν(α) σπερνόσαστε, σπερνόσασταν
έσπερνε έσπερναν, σπέρναν(ε) σπερνόταν(ε) σπέρνονταν, σπερνόντανε, σπερνόντουσαν
Aorist έσπειρα σπείραμε σπάρθηκα σπαρθήκαμε
έσπειρες σπείρατε σπάρθηκες σπαρθήκατε
έσπειρε έσπειραν, σπείραν(ε) σπάρθηκε σπάρθηκαν, σπαρθήκαν(ε)
Per
fect
έχω σπείρει
έχω σπαρμένο
έχουμε σπείρει
έχουμε σπαρμένο
έχω σπαρθεί
είμαι σπαρμένος, -η
έχουμε σπαρθεί
είμαστε σπαρμένοι, -ες
έχεις σπείρει
έχεις σπαρμένο
έχετε σπείρει
έχετε σπαρμένο
έχεις σπαρθεί
είσαι σπαρμένος, -η
έχετε σπαρθεί
είστε σπαρμένοι, -ες
έχει σπείρει
έχει σπαρμένο
έχουν σπείρει
έχουν σπαρμένο
έχει σπαρθεί
είναι σπαρμένος, -η, -ο
έχουν σπαρθεί
είναι σπαρμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα σπείρει
είχα σπαρμένο
είχαμε σπείρει
είχαμε σπαρμένο
είχα σπαρθεί
ήμουν σπαρμένος, -η
είχαμε σπαρθεί
ήμαστε σπαρμένοι, -ες
είχες σπείρει
είχες σπαρμένο
είχατε σπείρει
είχατε σπαρμένο
είχες σπαρθεί
ήσουν σπαρμένος, -η
είχατε σπαρθεί
ήσαστε σπαρμένοι, -ες
είχε σπείρει
είχε σπαρμένο
είχαν σπείρει
είχαν σπαρμένο
είχε σπαρθεί
ήταν σπαρμένος, -η, -ο
είχαν σπαρθεί
ήταν σπαρμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα σπέρνω θα σπέρνουμε, θα σπέρνομε θα σπέρνομαι θα σπερνόμαστε
θα σπέρνεις θα σπέρνετε θα σπέρνεσαι θα σπέρνεστε, θα σπερνόσαστε
θα σπέρνει θα σπέρνουν(ε) θα σπέρνεται θα σπέρνονται
Simp
Fut
θα σπείρω θα σπείρουμε, θα σπείρομε θα σπαρθώ θα σπαρθούμε
θα σπείρεις θα σπείρετε θα σπαρθείς θα σπαρθείτε
θα σπείρει θα σπείρουν(ε) θα σπαρθεί θα σπαρθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω σπείρει
θα έχω σπαρμένο
θα έχουμε σπείρει
θα έχουμε σπαρμένο
θα έχω σπαρθεί
θα είμαι σπαρμένος, -η
θα έχουμε σπαρθεί
θα είμαστε σπαρμένοι, -ες
θα έχεις σπείρει
θα έχεις σπαρμένο
θα έχετε σπείρει
θα έχετε σπαρμένο
θα έχεις σπαρθεί
θα είσαι σπαρμένος, -η
θα έχετε σπαρθεί
θα είστε σπαρμένοι, -ες
θα έχει σπείρει
θα έχει σπαρμένο
θα έχουν σπείρει
θα έχουν σπαρμένο
θα έχει σπαρθεί
θα είναι σπαρμένος, -η, -ο
θα έχουν σπαρθεί
θα είναι σπαρμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να σπέρνω να σπέρνουμε, να σπέρνομε να σπέρνομαι να σπερνόμαστε
να σπέρνεις να σπέρνετε να σπέρνεσαι να σπέρνεστε, να σπερνόσαστε
να σπέρνει να σπέρνουν(ε) να σπέρνεται να σπέρνονται
Aorist να σπείρω να σπείρουμε, να σπείρομε να σπαρθώ να σπαρθούμε
να σπείρεις να σπείρετε να σπαρθείς να σπαρθείτε
να σπείρει να σπείρουν(ε) να σπαρθεί να σπαρθούν(ε)
Perf να έχω σπείρει
να έχω σπαρμένο
να έχουμε σπείρει
να έχουμε σπαρμένο
να έχω σπαρθεί
να είμαι σπαρμένος, -η
να έχουμε σπαρθεί
να είμαστε σπαρμένοι, -ες
να έχεις σπείρει
να έχεις σπαρμένο
να έχετε σπείρει
να έχετε σπαρμένο
να έχεις σπαρθεί
να είσαι σπαρμένος, -η
να έχετε σπαρθεί
να είστε σπαρμένοι, -ες
να έχει σπείρει
να έχει σπαρμένο
να έχουν σπείρει
να έχουν σπαρμένο
να έχει σπαρθεί
να είναι σπαρμένος, -η, -ο
να έχουν σπαρθεί
να είναι σπαρμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres σπέρνε σπέρνετε σπέρνεστε
Aorist σπείρε σπείρετε, σπείρτε σπάρσου σπαρθείτε
Part
iciple
Pres σπέρνοντας
Perf έχοντας σπείρει, έχοντας σπαρμένο σπαρμένος, -η, -ο σπαρμένοι, -ες, -α
Infin Aorist σπείρει σπαρθεί