ΣΚΟΥΠΙΖΩ
I sweep
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
σκουπίζω σκουπίζουμε, σκουπίζομε σκουπίζομαι σκουπιζόμαστε
σκουπίζεις σκουπίζετε σκουπίζεσαι σκουπίζεστε, σκουπιζόσαστε
σκουπίζει σκουπίζουν(ε) σκουπίζεται σκουπίζονται
Imper
fect
σκούπιζα σκουπίζαμε σκουπιζόμουν(α) σκουπιζόμαστε, σκουπιζόμασταν
σκούπιζες σκουπίζατε σκουπιζόσουν(α) σκουπιζόσαστε, σκουπιζόσασταν
σκούπιζε σκούπιζαν, σκουπίζαν(ε) σκουπιζόταν(ε) σκουπίζονταν, σκουπιζόντανε, σκουπιζόντουσαν
Aorist σκούπισα σκουπίσαμε σκουπίστηκα σκουπιστήκαμε
σκούπισες σκουπίσατε σκουπίστηκες σκουπιστήκατε
σκούπισε σκούπισαν, σκουπίσαν(ε) σκουπίστηκε σκουπίστηκαν, σκουπιστήκαν(ε)
Per
fect
έχω σκουπίσει
έχω σκουπισμένο
έχουμε σκουπίσει
έχουμε σκουπισμένο
έχω σκουπιστεί
είμαι σκουπισμένος, -η
έχουμε σκουπιστεί
είμαστε σκουπισμένοι, -ες
έχεις σκουπίσει
έχεις σκουπισμένο
έχετε σκουπίσει
έχετε σκουπισμένο
έχεις σκουπιστεί
είσαι σκουπισμένος, -η
έχετε σκουπιστεί
είστε σκουπισμένοι, -ες
έχει σκουπίσει
έχει σκουπισμένο
έχουν σκουπίσει
έχουν σκουπισμένο
έχει σκουπιστεί
είναι σκουπισμένος, -η, -ο
έχουν σκουπιστεί
είναι σκουπισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα σκουπίσει
είχα σκουπισμένο
είχαμε σκουπίσει
είχαμε σκουπισμένο
είχα σκουπιστεί
ήμουν σκουπισμένος, -η
είχαμε σκουπιστεί
ήμαστε σκουπισμένοι, -ες
είχες σκουπίσει
είχες σκουπισμένο
είχατε σκουπίσει
είχατε σκουπισμένο
είχες σκουπιστεί
ήσουν σκουπισμένος, -η
είχατε σκουπιστεί
ήσαστε σκουπισμένοι, -ες
είχε σκουπίσει
είχε σκουπισμένο
είχαν σκουπίσει
είχαν σκουπισμένο
είχε σκουπιστεί
ήταν σκουπισμένος, -η, -ο
είχαν σκουπιστεί
ήταν σκουπισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα σκουπίζω θα σκουπίζουμε, θα σκουπίζομε θα σκουπίζομαι θα σκουπιζόμαστε
θα σκουπίζεις θα σκουπίζετε θα σκουπίζεσαι θα σκουπίζεστε, θα σκουπιζόσαστε
θα σκουπίζει θα σκουπίζουν(ε) θα σκουπίζεται θα σκουπίζονται
Simp
Fut
θα σκουπίσω θα σκουπίσουμε, θα σκουπίζομε θα σκουπιστώ θα σκουπιστούμε
θα σκουπίσεις θα σκουπίσετε θα σκουπιστείς θα σκουπιστείτε
θα σκουπίσει θα σκουπίσουν(ε) θα σκουπιστεί θα σκουπιστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω σκουπίσει
θα έχω σκουπισμένο
θα έχουμε σκουπίσει
θα έχουμε σκουπισμένο
θα έχω σκουπιστεί
θα είμαι σκουπισμένος, -η
θα έχουμε σκουπιστεί
θα είμαστε σκουπισμένοι, -ες
θα έχεις σκουπίσει
θα έχεις σκουπισμένο
θα έχετε σκουπίσει
θα έχετε σκουπισμένο
θα έχεις σκουπιστεί
θα είσαι σκουπισμένος, -η
θα έχετε σκουπιστεί
θα είστε σκουπισμένοι, -ες
θα έχει σκουπίσει
θα έχει σκουπισμένο
θα έχουν σκουπίσει
θα έχουν σκουπισμένο
θα έχει σκουπιστεί
θα είναι σκουπισμένος, -η, -ο
θα έχουν σκουπιστεί
θα είναι σκουπισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να σκουπίζω να σκουπίζουμε, να σκουπίζομε να σκουπίζομαι να σκουπιζόμαστε
να σκουπίζεις να σκουπίζετε να σκουπίζεσαι να σκουπίζεστε, να σκουπιζόσαστε
να σκουπίζει να σκουπίζουν(ε) να σκουπίζεται να σκουπίζονται
Aorist να σκουπίσω να σκουπίσουμε, να σκουπίσομε να σκουπιστώ να σκουπιστούμε
να σκουπίσεις να σκουπίσετε να σκουπιστείς να σκουπιστείτε
να σκουπίσει να σκουπίσουν(ε) να σκουπιστεί να σκουπιστούν(ε)
Perf να έχω σκουπίσει
να έχω σκουπισμένο
να έχουμε σκουπίσει
να έχουμε σκουπισμένο
να έχω σκουπιστεί
να είμαι σκουπισμένος, -η
να έχουμε σκουπιστεί
να είμαστε σκουπισμένοι, -ες
να έχεις σκουπίσει
να έχεις σκουπισμένο
να έχετε σκουπίσει
να έχετε σκουπισμένο
να έχεις σκουπιστεί
να είσαι σκουπισμένος, -η
να έχετε σκουπιστεί
να είστε σκουπισμένοι, -ες
να έχει σκουπίσει
να έχει σκουπισμένο
να έχουν σκουπίσει
να έχουν σκουπισμένο
να έχει σκουπιστεί
να είναι σκουπισμένος, -η, -ο
να έχουν σκουπιστεί
να είναι σκουπισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres σκούπιζε σκουπίζετε σκουπίζεστε
Aorist σκούπισε σκουπίστε σκουπίσου σκουπιστείτε
Part
iciple
Pres σκουπίζοντας σκουπιζόμενος
Perf έχοντας σκουπίσει, έχοντας σκουπισμένο σκουπισμένος, -η, -ο σκουπισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist σκουπίσει σκουπιστεί