ΣΚΟΡΠΙΖΩ
I scatter
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
σκορπίζω σκορπίζουμε, σκορπίζομε σκορπίζομαι σκορπιζόμαστε
σκορπίζεις σκορπίζετε σκορπίζεσαι σκορπίζεστε, σκορπιζόσαστε
σκορπίζει σκορπίζουν(ε) σκορπίζεται σκορπίζονται
Imper
fect
σκόρπιζα σκορπίζαμε σκορπιζόμουν(α) σκορπιζόμαστε, σκορπιζόμασταν
σκόρπιζες σκορπίζατε σκορπιζόσουν(α) σκορπιζόσαστε, σκορπιζόσασταν
σκόρπιζε σκόρπιζαν, σκορπίζαν(ε) σκορπιζόταν(ε) σκορπίζονταν, σκορπιζόντανε, σκορπιζόντουσαν
Aorist σκόρπισα σκορπίσαμε σκορπίστηκα σκορπιστήκαμε
σκόρπισες σκορπίσατε σκορπίστηκες σκορπιστήκατε
σκόρπισε σκόρπισαν, σκορπίσαν(ε) σκορπίστηκε σκορπίστηκαν, σκορπιστήκαν(ε)
Per
fect
έχω σκορπίσει
έχω σκορπισμένο
έχουμε σκορπίσει
έχουμε σκορπισμένο
έχω σκορπιστεί
είμαι σκορπισμένος, -η
έχουμε σκορπιστεί
είμαστε σκορπισμένοι, -ες
έχεις σκορπίσει
έχεις σκορπισμένο
έχετε σκορπίσει
έχετε σκορπισμένο
έχεις σκορπιστεί
είσαι σκορπισμένος, -η
έχετε σκορπιστεί
είστε σκορπισμένοι, -ες
έχει σκορπίσει
έχει σκορπισμένο
έχουν σκορπίσει
έχουν σκορπισμένο
έχει σκορπιστεί
είναι σκορπισμένος, -η, -ο
έχουν σκορπιστεί
είναι σκορπισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα σκορπίσει
είχα σκορπισμένο
είχαμε σκορπίσει
είχαμε σκορπισμένο
είχα σκορπιστεί
ήμουν σκορπισμένος, -η
είχαμε σκορπιστεί
ήμαστε σκορπισμένοι, -ες
είχες σκορπίσει
είχες σκορπισμένο
είχατε σκορπίσει
είχατε σκορπισμένο
είχες σκορπιστεί
ήσουν σκορπισμένος, -η
είχατε σκορπιστεί
ήσαστε σκορπισμένοι, -ες
είχε σκορπίσει
είχε σκορπισμένο
είχαν σκορπίσει
είχαν σκορπισμένο
είχε σκορπιστεί
ήταν σκορπισμένος, -η, -ο
είχαν σκορπιστεί
ήταν σκορπισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα σκορπίζω θα σκορπίζουμε,
θα σκορπίζομε
θα σκορπίζομαι θα σκορπιζόμαστε
θα σκορπίζεις θα σκορπίζετε θα σκορπίζεσαι θα σκορπίζεστε,
θα σκορπιζόσαστε
θα σκορπίζει θα σκορπίζουν(ε) θα σκορπίζεται θα σκορπίζονται
Simp
Fut
θα σκορπίσω θα σκορπίσουμε,
θα σκορπίζομε
θα σκορπιστώ θα σκορπιστούμε
θα σκορπίσεις θα σκορπίσετε θα σκορπιστείς θα σκορπιστείτε
θα σκορπίσει θα σκορπίσουν(ε) θα σκορπιστεί θα σκορπιστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω σκορπίσει
θα έχω σκορπισμένο
θα έχουμε σκορπίσει
θα έχουμε σκορπισμένο
θα έχω σκορπιστεί
θα είμαι σκορπισμένος, -η
θα έχουμε σκορπιστεί
θα είμαστε σκορπισμένοι, -ες
θα έχεις σκορπίσει
θα έχεις σκορπισμένο
θα έχετε σκορπίσει
θα έχετε σκορπισμένο
θα έχεις σκορπιστεί
θα είσαι σκορπισμένος, -η
θα έχετε σκορπιστεί
θα είστε σκορπισμένοι, -ες
θα έχει σκορπίσει
θα έχει σκορπισμένο
θα έχουν σκορπίσει
θα έχουν σκορπισμένο
θα έχει σκορπιστεί
θα είναι σκορπισμένος, -η, -ο
θα έχουν σκορπιστεί
θα είναι σκορπισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να σκορπίζω να σκορπίζουμε,
να σκορπίζομε
να σκορπίζομαι να σκορπιζόμαστε
να σκορπίζεις να σκορπίζετε να σκορπίζεσαι να σκορπίζεστε,
να σκορπιζόσαστε
να σκορπίζει να σκορπίζουν(ε) να σκορπίζεται να σκορπίζονται
Aorist να σκορπίσω να σκορπίσουμε,
να σκορπίσομε
να σκορπιστώ να σκορπιστούμε
να σκορπίσεις να σκορπίσετε να σκορπιστείς να σκορπιστείτε
να σκορπίσει να σκορπίσουν(ε) να σκορπιστεί να σκορπιστούν(ε)
Perf να έχω σκορπίσει
να έχω σκορπισμένο
να έχουμε σκορπίσει
να έχουμε σκορπισμένο
να έχω σκορπιστεί
να είμαι σκορπισμένος, -η
να έχουμε σκορπιστεί
να είμαστε σκορπισμένοι, -ες
να έχεις σκορπίσει
να έχεις σκορπισμένο
να έχετε σκορπίσει
να έχετε σκορπισμένο
να έχεις σκορπιστεί
να είσαι σκορπισμένος, -η
να έχετε σκορπιστεί
να είστε σκορπισμένοι, -ες
να έχει σκορπίσει
να έχει σκορπισμένο
να έχουν σκορπίσει
να έχουν σκορπισμένο
να έχει σκορπιστεί
να είναι σκορπισμένος, -η, -ο
να έχουν σκορπιστεί
να είναι σκορπισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres σκόρπιζε σκορπίζετε σκορπίζεστε
Aorist σκόρπισε σκορπίστε σκορπίσου σκορπιστείτε
Part
iciple
Pres σκορπίζοντας σκορπιζόμενος
Perf έχοντας σκορπίσει
έχοντας σκορπισμένο
σκορπισμένος, -η, -ο σκορπισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist σκορπίσει σκορπιστεί