ΣΚΑΖΩ
I burst
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
σκάζω, σκάω σκάζουμε, σκάζομε
σκάζεις σκάζετε
σκάζει σκάζουν(ε)
Imper
fect
έσκαζα σκάζαμε
έσκαζες σκάζατε
έσκαζε έσκαζαν, σκάζαν(ε)
Aorist έσκασα σκάσαμε
έσκασες σκάσατε
έσκασε έσκασαν, σκάσαν(ε)
Per
fect
έχω σκάσει
έχω σκασμένο
έχουμε σκάσει
έχουμε σκασμένο
έχεις σκάσει
έχεις σκασμένο
έχετε σκάσει
έχετε σκασμένο
έχει σκάσει
έχει σκασμένο
έχουν σκάσει
έχουν σκασμένο
Plu
per
fect
είχα σκάσει
είχα σκασμένο
είχαμε σκάσει
είχαμε αγορσμένο
είχες σκάσει
είχες σκασμένο
είχατε σκάσει
είχατε σκασμένο
είχε σκάσει
είχε σκασμένο
είχαν σκάσει
είχαν σκασμένο
Fut
ure
Cont
inuous
θα σκάζω θα σκάζουμε, θα σκάζομε
θα σκάζεις θα σκάζετε
θα σκάζει θα σκάζουν(ε)
Simp
Fut
θα σκάσω θα σκάσουμε, θα σκάζομε
θα σκάσεις θα σκάσετε
θα σκάσει θα σκάσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω σκάσει
θα έχω σκασμένο
θα έχουμε σκάσει
θα έχουμε σκασμένο
θα έχεις σκάσει
θα έχεις σκασμένο
θα έχετε σκάσει
θα έχετε σκασμένο
θα έχει σκάσει
θα έχει σκασμένο
θα έχουν σκάσει
θα έχουν σκασμένο
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να σκάζω να σκάζουμε, να σκάζομε
να σκάζεις να σκάζετε
να σκάζει να σκάζουν(ε)
Aorist να σκάσω να σκάσουμε, να σκάσομε
να σκάσεις να σκάσετε
να σκάσει να σκάσουν(ε)
Perf να έχω σκάσει
να έχω σκασμένο
να έχουμε σκάσει
να έχουμε σκασμένο
να έχεις σκάσει
να έχεις σκασμένο
να έχετε σκάσει
να έχετε σκασμένο
να έχει σκάσει
να έχει σκασμένο
να έχουν σκάσει
να έχουν σκασμένο
Imper
ative
Pres σκάζε σκάζετε
Aorist σκάσε σκάστε
Part
iciple
Pres σκάζοντας
Perf έχοντας σκάσει, έχοντας σκασμένο
Infin Aorist σκάσει