ΣΥΝΗΘΙΖΩ
I get used to
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
συνηθίζω συνηθίζουμε, συνηθίζομε
συνηθίζεις συνηθίζετε
συνηθίζει συνηθίζουν(ε)
Imper
fect
συνήθιζα συνηθίζαμε
συνήθιζες συνηθίζατε
συνήθιζε συνήθιζαν, συνηθίζαν(ε)
Aorist συνήθισα συνηθίσαμε
συνήθισες συνηθίσατε
συνήθισε συνήθισαν, συνηθίσαν(ε)
Per
fect
έχω συνηθίσει έχουμε συνηθίσει
έχεις συνηθίσει έχετε συνηθίσει
έχει συνηθίσει έχουν συνηθίσει
Plu
per
fect
είχα συνηθίσει είχαμε συνηθίσει
είχες συνηθίσει είχατε συνηθίσει
είχε συνηθίσει είχαν συνηθίσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα συνηθίζω θα συνηθίζουμε, θα συνηθίζομε
θα συνηθίζεις θα συνηθίζετε
θα συνηθίζει θα συνηθίζουν(ε)
Simp
Fut
θα συνηθίσω θα συνηθίσουμε, θα συνηθίζομε
θα συνηθίσεις θα συνηθίσετε
θα συνηθίσει θα συνηθίσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω συνηθίσει θα έχουμε συνηθίσει
θα έχεις συνηθίσει θα έχετε συνηθίσει
θα έχει συνηθίσει θα έχουν συνηθίσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να συνηθίζω να συνηθίζουμε, να συνηθίζομε
να συνηθίζεις να συνηθίζετε
να συνηθίζει να συνηθίζουν(ε)
Aorist να συνηθίσω να συνηθίσουμε, να συνηθίσομε
να συνηθίσεις να συνηθίσετε
να συνηθίσει να συνηθίσουν(ε)
Perf να έχω συνηθίσει να έχουμε συνηθίσει
να έχεις συνηθίσει να έχετε συνηθίσει
να έχει συνηθίσει να έχουν συνηθίσει
Imper
ative
Pres συνήθιζε συνηθίζετε
Aorist συνήθισε συνηθίστε
Part
iciple
Pres συνηθίζοντας
Perf έχοντας συνηθίσει
Infin Aorist συνηθίσει