ΠΡΟΣΕΧΩ
I care for
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
προσέχω προσέχουμε, προσέχομε
προσέχεις προσέχετε
προσέχει προσέχουν(ε)
Imper
fect
πρόσεχα προσέχαμε
πρόσεχες προσέχατε
πρόσεχε πρόσεχαν, προσέχαν(ε)
Aorist πρόσεξα προσέξαμε
πρόσεξες προσέξατε
πρόσεξε πρόσεξαν, προσέξαν(ε)
Per
fect
έχω προσέξει έχουμε προσέξει
έχεις προσέξει έχετε προσέξει
έχει προσέξει έχουν προσέξει
Plu
per
fect
είχα προσέξει είχαμε προσέξει
είχες προσέξει είχατε προσέξει
είχε προσέξει είχαν προσέξει
Fut
ure
Cont
inuous
θα προσέχω θα προσέχουμε, θα προσέχομε
θα προσέχεις θα προσέχετε
θα προσέχει θα προσέχουν(ε)
Simp
Fut
θα προσέξω θα προσέξουμε, θα προσέξομε
θα προσέξεις θα προσέξετε
θα προσέξει θα προσέξουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω προσέξει θα έχουμε προσέξει
θα έχεις προσέξει θα έχετε προσέξει
θα έχει προσέξει θα έχουν προσέξει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να προσέχω να προσέχουμε, να προσέχομε
να προσέχεις να προσέχετε
να προσέχει να προσέχουν(ε)
Aorist να προσέξω να προσέξουμε, να προσέξομε
να προσέξεις να προσέξετε
να προσέξει να προσέξουν(ε)
Perf να έχω προσέξει να έχουμε προσέξει
να έχεις προσέξει να έχετε προσέξει
να έχει προσέξει να έχουν προσέξει
Imper
ative
Pres πρόσεχε προσέχετε
Aorist πρόσεξε προσέξτε, προσέξετε
Part
iciple
Pres προσέχοντας
Perf έχοντας προσέξει
Infin Aorist προσέξει