[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΠΡΟΟΔΕΥΩ
I progress
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
προοδεύω προοδεύουμε, προοδεύομε
προοδεύεις προοδεύετε
προοδεύει προοδεύουν(ε)
Imper
fect
προόδευα προοδεύαμε
προόδευες προοδεύατε
προόδευε προόδευαν, προοδεύαν(ε)
Aorist προόδευσα, προόδεψα προοδεύσαμε, προοδέψαμε
προόδευσες, προόδεψες προοδεύσατε, προοδέψατε
προόδευσε, προόδεψε προόδευσαν, προοδεύσαν(ε)
προόδεψαν, προοδέψαν(ε)
Per
fect
έχω προοδεύσει
έχω προοδέψει
έχουμε προοδεύσει
έχουμε προοδέψει
έχεις προοδεύσει
έχεις προοδέψει
έχετε προοδεύσει
έχετε προοδέψει
έχει προοδεύσει
έχει προοδέψει
έχουν προοδεύσει
έχουν προοδέψει
Plu
per
fect
είχα προοδεύσει
είχα προοδέψει
είχαμε προοδεύσει
είχαμε προοδέψει
είχες προοδεύσει
είχες προοδέψει
είχατε προοδεύσει
είχατε προοδέψει
είχε προοδεύσει
είχε προοδέψει
είχαν προοδεύσει
είχαν προοδέψει
Fut
ure
Cont
inuous
θα προοδεύω θα προοδεύουμε, θα προοδεύομε
θα προοδεύεις θα προοδεύετε
θα προοδεύει θα προοδεύουν(ε)
Simp
Fut
θα προοδεύσω, θα προοδέψω θα προοδεύσουμε, θα προοδεύσομε
θα προοδέψουμε, θα προοδέψομε
θα προοδεύσεις, θα προοδέψεις θα προοδεύσετε, θα προοδέψετε
θα προοδεύσει, θα προοδέψει θα προοδεύσουν(ε), θα προοδέψουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω προοδεύσει
θα έχω προοδέψει
θα έχουμε προοδεύσει
θα έχουμε προοδέψει
θα έχεις προοδεύσει
θα έχεις προοδέψει
θα έχετε προοδεύσει
θα έχετε προοδέψει
θα έχει προοδεύσει
θα έχει προοδέψει
θα έχουν προοδεύσει
θα έχουν προοδέψει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να προοδεύω να προοδεύουμε, να προοδεύομε
να προοδεύεις να προοδεύετε
να προοδεύει να προοδεύουν(ε)
Aorist να προοδεύσω, να προοδέψω να προοδεύσουμε, να προοδεύσομε
να προοδέψουμε, να προοδέψομε
να προοδεύσεις, να προοδέψεις να προοδεύσετε, να προοδέψετε
να προοδεύσει, να προοδέψει να προοδεύσουν(ε), να προοδέψουν(ε)
Perf να έχω προοδεύσει
να έχω προοδέψει
να έχουμε προοδεύσει
να έχουμε προοδέψει
να έχεις προοδεύσει
να έχεις προοδέψει
να έχετε προοδεύσει
να έχετε προοδέψει
να έχει προοδεύσει
να έχει προοδέψει
να έχουν προοδεύσει
να έχουν προοδέψει
Imper
ative
Pres προόδευε προοδεύετε
Aorist προόδευσε, προόδεψε προοδεύστε, προοδεύσετε
προοδέψτε, προοδέψετε
Part
iciple
Pres προοδεύοντας
Perf έχοντας προοδεύσει, έχοντας προοδέψει
Infin Aorist προοδεύσει, προοδέψει