ΠΡΟΔΙΝΩ
I betray
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
προδίνω, προδίδω προδίνουμε, προδίνομε προδίνομαι προδινόμαστε
προδίνεις προδίνετε προδίνεσαι προδίνεστε, προδινόσαστε
προδίνει προδίνουν(ε) προδίνεται προδίνονται
Imper
fect
πρόδινα προδίναμε προδινόμουν(α) προδινόμαστε, προδινόμασταν
πρόδινες προδίνατε προδινόσουν(α) προδινόσαστε, προδινόσασταν
πρόδινε πρόδιναν, προδίναν(ε) προδινόταν(ε) προδίνονταν, προδινόντανε, προδινόντουσαν
Aorist πρόδωσα προδώσαμε προδόθηκα προδοθήκαμε
πρόδωσες προδώσατε προδόθηκες προδοθήκατε
πρόδωσε πρόδωσαν, προδώσαν(ε) προδόθηκε προδόθηκαν, προδοθήκαν(ε)
Per
fect
έχω προδώσει
(έχω προδομένο)
έχουμε προδώσει
(έχουμε προδομένο)
έχω προδοθεί
(είμαι προδομένος, -η)
έχουμε προδοθεί
(είμαστε προδομένοι, -ες)
έχεις προδώσει
(έχεις προδομένο)
έχετε προδώσει
(έχετε προδομένο)
έχεις προδοθεί
(είσαι προδομένος, -η)
έχετε προδοθεί
(είστε προδομένοι, -ες)
έχει προδώσει
(έχει προδομένο)
έχουν προδώσει
(έχουν προδομένο)
έχει προδοθεί
(είναι προδομένος, -η, -ο)
έχουν προδοθεί
(είναι προδομένοι, -ες, -α)
Plu
per
fect
είχα προδώσει
(είχα προδομένο)
είχαμε προδώσει
(είχαμε προδομένο)
είχα προδοθεί
(ήμουν προδομένος, -η)
είχαμε προδοθεί
(ήμαστε προδομένοι, -ες)
είχες προδώσει
(είχες προδομένο)
είχατε προδώσει
(είχατε προδομένο)
είχες προδοθεί
(ήσουν προδομένος, -η)
είχατε προδοθεί
(ήσαστε προδομένοι, -ες)
είχε προδώσει
(είχε προδομένο)
είχαν προδώσει
(είχαν προδομένο)
είχε προδοθεί
(ήταν προδομένος, -η, -ο)
είχαν προδοθεί
(ήταν προδομένοι, -ες, -α)
Fut
ure
Cont
inuous
θα προδίνω θα προδίνουμε, θα προδίνομε θα προδίνομαι θα προδινόμαστε
θα προδίνεις θα προδίνετε θα προδίνεσαι θα προδίνεστε, θα προδινόσαστε
θα προδίνει θα προδίνουν(ε) θα προδίνεται θα προδίνονται
Simp
Fut
θα προδώσω θα προδώσουμε, θα προδώσομε θα προδοθώ θα προδοθούμε
θα προδώσεις θα προδώσετε θα προδοθείς θα προδοθείτε
θα προδώσει θα προδώσουν(ε) θα προδοθεί θα προδοθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω προδώσει
(θα έχω προδομένο)
θα έχουμε προδώσει
(θα έχουμε προδομένο)
θα έχω προδοθεί
(θα είμαι προδομένος, -η)
θα έχουμε προδοθεί
(θα είμαστε προδομένοι, -ες)
θα έχεις προδώσει
(θα έχεις προδομένο)
θα έχετε προδώσει
(θα έχετε προδομένο)
θα έχεις προδοθεί
(θα είσαι προδομένος, -η)
θα έχετε προδοθεί
(θα είστε προδομένοι, -ες)
θα έχει προδώσει
(θα έχει προδομένο)
θα έχουν προδώσει
(θα έχουν προδομένο)
θα έχει προδοθεί
(θα είναι προδομένος, -η, -ο)
θα έχουν προδοθεί
(θα είναι προδομένοι, -ες, -α)
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να προδίνω να προδίνουμε, να προδίνομε να προδίνομαι να προδινόμαστε
να προδίνεις να προδίνετε να προδίνεσαι να προδίνεστε, να προδινόσαστε
να προδίνει να προδίνουν(ε) να προδίνεται να προδίνονται
Aorist να προδώσω να προδώσουμε, να προδώσομε να προδοθώ να προδοθούμε
να προδώσεις να προδώσετε να προδοθείς να προδοθείτε
να προδώσει να προδώσουν(ε) να προδοθεί να προδοθούν(ε)
Perf να έχω προδώσει
(να έχω προδομένο)
να έχουμε προδώσει
(να έχουμε προδομένο)
να έχω προδοθεί
(να είμαι προδομένος, -η)
να έχουμε προδοθεί
(να είμαστε προδομένοι, -ες)
να έχεις προδώσει
(να έχεις προδομένο)
να έχετε προδώσει
(να έχετε προδομένο)
να έχεις προδοθεί
(να είσαι προδομένος, -η)
να έχετε προδοθεί
(να είστε προδομένοι, -ες)
να έχει προδώσει
(να έχει προδομένο)
να έχουν προδώσει
(να έχουν προδομένο)
να έχει προδοθεί
(να είναι προδομένος, -η, -ο)
να έχουν προδοθεί
(να είναι προδομένοι, -ες, -α)
Imper
ative
Pres πρόδινε προδίνετε προδίνεστε
Aorist πρόδωσε προδώστε προδώσου προδοθείτε
Part
iciple
Pres προδίνοντας
Perf έχοντας προδώσει, έχοντας προδομένο προδομένος, -η, -ο προδομένοι, -ες, -α
Infin Aorist προδώσει προδοθεί