ΠΟΝΩ
I hurt
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
πονάω, πονώ πονάμε, πονούμε
πονάς πονάτε
πονάει, πονά πονάν(ε), πονούν(ε)
Imper
fect
πονούσα, πόναγα πονούσαμε, πονάγαμε
πονούσες, πόναγες πονούσατε, πονάγατε
πονούσε, πόναγε πονούσαν(ε), πόναγαν, πονάγανε
Aorist πόνεσα πονέσαμε
πόνεσες πονέσατε
πόνεσε πόνεσαν, πονέσαν(ε)
Perf
ect
έχω πονέσει έχουμε πονέσει
έχεις πονέσει έχετε πονέσει
έχει πονέσει έχουν πονέσει
Plu
perf
ect
είχα πονέσει είχαμε πονέσει
είχες πονέσει είχατε πονέσει
είχε πονέσει είχαν πονέσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα πονάω, θα πονώ θα πονάμε, θα πονούμε
θα πονάς θα πονάτε
θα πονάει, θα πονά θα πονάν(ε), θα πονούν(ε)
Simp
Fut
θα πονέσω θα πονέσουμε, θα πονέσομε
θα πονέσεις θα πονέσετε
θα πονέσει θα πονέσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω πονέσει θα έχουμε πονέσει
θα έχεις πονέσει θα έχετε πονέσει
θα έχει πονέσει θα έχουν πονέσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να πονάω, να πονώ να πονάμε, να πονούμε
να πονάς να πονάτε
να πονάει, να πονά να πονάν(ε), να πονούν(ε)
Aorist να πονέσω να πονέσουμε, να πονέσομε
να πονέσεις να πονέσετε
να πονέσει να πονέσουν(ε)
Perf να έχω πονέσει να έχουμε πονέσει
να έχεις πονέσει να έχετε πονέσει
να έχει πονέσει να έχουν πονέσει
Imper
ative
Pres πόνα, πόναγε πονάτε
Aorist πόνεσε, πόνα πονέστε
Part
iciple
Pres πονώντας
Perf έχοντας πονέσει
Infin Aorist πονέσει