[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΠΟΛΛΑΠΛ...
I multiply
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
πολλαπλασιάζω πολλαπλασιάζουμε, πολλαπλασιάζομε πολλαπλασιάζομαι πολλαπλασιαζόμαστε
πολλαπλασιάζεις πολλαπλασιάζετε πολλαπλασιάζεσαι πολλαπλασιάζεστε, πολλαπλασιαζόσαστε
πολλαπλασιάζει πολλαπλασιάζουν(ε) πολλαπλασιάζεται πολλαπλασιάζονται
Imper
fect
πολλαπλασίαζα πολλαπλασιάζαμε πολλαπλασιαζόμουν(α) πολλαπλασιαζόμαστε, πολλαπλασιαζόμασταν
πολλαπλασίαζες πολλαπλασιάζατε πολλαπλασιαζόσουν(α) πολλαπλασιαζόσαστε, πολλαπλασιαζόσασταν
πολλαπλασίαζε πολλαπλασίαζαν, πολλαπλασιάζαν(ε) πολλαπλασιαζόταν(ε) πολλαπλασιάζονταν, πολλαπλασιαζόντανε, πολλαπλασιαζόντουσαν
Aorist πολλαπλασίασα πολλαπλασιάσαμε πολλαπλασιάστηκα πολλαπλασιαστήκαμε
πολλαπλασίασες πολλαπλασιάσατε πολλαπλασιάστηκες πολλαπλασιαστήκατε
πολλαπλασίασε πολλαπλασίασαν, πολλαπλασιάσαν(ε) πολλαπλασιάστηκε πολλαπλασιάστηκαν, πολλαπλασιαστήκαν(ε)
Per
fect
έχω πολλαπλασιάσει
έχω πολλαπλασιασμένο
έχουμε πολλαπλασιάσει
έχουμε πολλαπλασιασμένο
έχω πολλαπλασιαστεί
είμαι πολλαπλασιασμένος, -η
έχουμε πολλαπλασιαστεί
είμαστε πολλαπλασιασμένοι, -ες
έχεις πολλαπλασιάσει
έχεις πολλαπλασιασμένο
έχετε πολλαπλασιάσει
έχετε πολλαπλασιασμένο
έχεις πολλαπλασιαστεί
είσαι πολλαπλασιασμένος, -η
έχετε πολλαπλασιαστεί
είστε πολλαπλασιασμένοι, -ες
έχει πολλαπλασιάσει
έχει πολλαπλασιασμένο
έχουν πολλαπλασιάσει
έχουν πολλαπλασιασμένο
έχει πολλαπλασιαστεί
είναι πολλαπλασιασμένος, -η, -ο
έχουν πολλαπλασιαστεί
είναι πολλαπλασιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα πολλαπλασιάσει
είχα πολλαπλασιασμένο
είχαμε πολλαπλασιάσει
είχαμε παρουσισμένο
είχα πολλαπλασιαστεί
ήμουν πολλαπλασιασμένος, -η
είχαμε πολλαπλασιαστεί
ήμαστε πολλαπλασιασμένοι, -ες
είχες πολλαπλασιάσει
είχες πολλαπλασιασμένο
είχατε πολλαπλασιάσει
είχατε πολλαπλασιασμένο
είχες πολλαπλασιαστεί
ήσουν πολλαπλασιασμένος, -η
είχατε πολλαπλασιαστεί
ήσαστε πολλαπλασιασμένοι, -ες
είχε πολλαπλασιάσει
είχε πολλαπλασιασμένο
είχαν πολλαπλασιάσει
είχαν πολλαπλασιασμένο
είχε πολλαπλασιαστεί
ήταν πολλαπλασιασμένος, -η, -ο
είχαν πολλαπλασιαστεί
ήταν πολλαπλασιασμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα πολλαπλασιάζω θα πολλαπλασιάζουμε, θα πολλαπλασιάζομε θα πολλαπλασιάζομαι θα πολλαπλασιαζόμαστε
θα πολλαπλασιάζεις θα πολλαπλασιάζετε θα πολλαπλασιάζεσαι θα πολλαπλασιάζεστε, θα πολλαπλασιαζόσαστε
θα πολλαπλασιάζει θα πολλαπλασιάζουν(ε) θα πολλαπλασιάζεται θα πολλαπλασιάζονται
Simp
Fut
θα πολλαπλασιάσω θα πολλαπλασιάσουμε, θα πολλαπλασιάζομε θα πολλαπλασιαστώ θα πολλαπλασιαστούμε
θα πολλαπλασιάσεις θα πολλαπλασιάσετε θα πολλαπλασιαστείς θα πολλαπλασιαστείτε
θα πολλαπλασιάσει θα πολλαπλασιάσουν(ε) θα πολλαπλασιαστεί θα πολλαπλασιαστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω πολλαπλασιάσει
θα έχω πολλαπλασιασμένο
θα έχουμε πολλαπλασιάσει
θα έχουμε πολλαπλασιασμένο
θα έχω πολλαπλασιαστεί
θα είμαι πολλαπλασιασμένος, -η
θα έχουμε πολλαπλασιαστεί
θα είμαστε πολλαπλασιασμένοι, -ες
θα έχεις πολλαπλασιάσει
θα έχεις πολλαπλασιασμένο
θα έχετε πολλαπλασιάσει
θα έχετε πολλαπλασιασμένο
θα έχεις πολλαπλασιαστεί
θα είσαι πολλαπλασιασμένος, -η
θα έχετε πολλαπλασιαστεί
θα είστε πολλαπλασιασμένοι, -ες
θα έχει πολλαπλασιάσει
θα έχει πολλαπλασιασμένο
θα έχουν πολλαπλασιάσει
θα έχουν πολλαπλασιασμένο
θα έχει πολλαπλασιαστεί
θα είναι πολλαπλασιασμένος, -η, -ο
θα έχουν πολλαπλασιαστεί
θα είναι πολλαπλασιασμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να πολλαπλασιάζω να πολλαπλασιάζουμε, να πολλαπλασιάζομε να πολλαπλασιάζομαι να πολλαπλασιαζόμαστε
να πολλαπλασιάζεις να πολλαπλασιάζετε να πολλαπλασιάζεσαι να πολλαπλασιάζεστε, να πολλαπλασιαζόσαστε
να πολλαπλασιάζει να πολλαπλασιάζουν(ε) να πολλαπλασιάζεται να πολλαπλασιάζονται
Aorist να πολλαπλασιάσω να πολλαπλασιάσουμε, να πολλαπλασιάσομε να πολλαπλασιαστώ να πολλαπλασιαστούμε
να πολλαπλασιάσεις να πολλαπλασιάσετε να πολλαπλασιαστείς να πολλαπλασιαστείτε
να πολλαπλασιάσει να πολλαπλασιάσουν(ε) να πολλαπλασιαστεί να πολλαπλασιαστούν(ε)
Perf να έχω πολλαπλασιάσει
να έχω πολλαπλασιασμένο
να έχουμε πολλαπλασιάσει
να έχουμε πολλαπλασιασμένο
να έχω πολλαπλασιαστεί
να είμαι πολλαπλασιασμένος, -η
να έχουμε πολλαπλασιαστεί
να είμαστε πολλαπλασιασμένοι, -ες
να έχεις πολλαπλασιάσει
να έχεις πολλαπλασιασμένο
να έχετε πολλαπλασιάσει
να έχετε πολλαπλασιασμένο
να έχεις πολλαπλασιαστεί
να είσαι πολλαπλασιασμένος, -η
να έχετε πολλαπλασιαστεί
να είστε πολλαπλασιασμένοι, -ες
να έχει πολλαπλασιάσει
να έχει πολλαπλασιασμένο
να έχουν πολλαπλασιάσει
να έχουν πολλαπλασιασμένο
να έχει πολλαπλασιαστεί
να είναι πολλαπλασιασμένος, -η, -ο
να έχουν πολλαπλασιαστεί
να είναι πολλαπλασιασμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres πολλαπλασίαζε πολλαπλασιάζετε πολλαπλασιάζεστε
Aorist πολλαπλασίασε πολλαπλασιάστε πολλαπλασιάσου πολλαπλασιαστείτε
Part
iciple
Pres πολλαπλασιάζοντας πολλαπλασιαζόμενος
Perf έχοντας πολλαπλασιάσει, έχοντας πολλαπλασιασμένο πολλαπλασιασμένος, -η, -ο πολλαπλασιασμένοι, -ες, -α
Infin Aorist πολλαπλασιάσει πολλαπλασιαστεί