ΠΛΗΡΩΝΩ
I pay
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
πληρώνω πληρώνουμε, πληρώνομε πληρώνομαι πληρωνόμαστε
πληρώνεις πληρώνετε πληρώνεσαι πληρώνεστε, πληρωνόσαστε
πληρώνει πληρώνουν(ε) πληρώνεται πληρώνονται
Imper
fect
πλήρωνα πληρώναμε πληρωνόμουν(α) πληρωνόμαστε, πληρωνόμασταν
πλήρωνες πληρώνατε πληρωνόσουν(α) πληρωνόσαστε, πληρωνόσασταν
πλήρωνε πλήρωναν, πληρώναν(ε) πληρωνόταν(ε) πληρώνονταν, πληρωνόντανε, πληρωνόντουσαν
Aorist πλήρωσα πληρώσαμε πληρώθηκα πληρωθήκαμε
πλήρωσες πληρώσατε πληρώθηκες πληρωθήκατε
πλήρωσε πλήρωσαν, πληρώσαν(ε) πληρώθηκε πληρώθηκαν, πληρωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω πληρώσει
έχω πληρωμένο
έχουμε πληρώσει
έχουμε πληρωμένο
έχω πληρωθεί
είμαι πληρωμένος, -η
έχουμε πληρωθεί
είμαστε πληρωμένοι, -ες
έχεις πληρώσει
έχεις πληρωμένο
έχετε πληρώσει
έχετε πληρωμένο
έχεις πληρωθεί
είσαι πληρωμένος, -η
έχετε πληρωθεί
είστε πληρωμένοι, -ες
έχει πληρώσει
έχει πληρωμένο
έχουν πληρώσει
έχουν πληρωμένο
έχει πληρωθεί
είναι πληρωμένος, -η, -ο
έχουν πληρωθεί
είναι πληρωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα πληρώσει
είχα πληρωμένο
είχαμε πληρώσει
είχαμε πληρωμένο
είχα πληρωθεί
ήμουν πληρωμένος, -η
είχαμε πληρωθεί
ήμαστε πληρωμένοι, -ες
είχες πληρώσει
είχες πληρωμένο
είχατε πληρώσει
είχατε πληρωμένο
είχες πληρωθεί
ήσουν πληρωμένος, -η
είχατε πληρωθεί
ήσαστε πληρωμένοι, -ες
είχε πληρώσει
είχε πληρωμένο
είχαν πληρώσει
είχαν πληρωμένο
είχε πληρωθεί
ήταν πληρωμένος, -η, -ο
είχαν πληρωθεί
ήταν πληρωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα πληρώνω θα πληρώνουμε, θα πληρώνομε θα πληρώνομαι θα πληρωνόμαστε
θα πληρώνεις θα πληρώνετε θα πληρώνεσαι θα πληρώνεστε, θα πληρωνόσαστε
θα πληρώνει θα πληρώνουν(ε) θα πληρώνεται θα πληρώνονται
Simp
Fut
θα πληρώσω θα πληρώσουμε, θα πληρώσομε θα πληρωθώ θα πληρωθούμε
θα πληρώσεις θα πληρώσετε θα πληρωθείς θα πληρωθείτε
θα πληρώσει θα πληρώσουν θα πληρωθεί θα πληρωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω πληρώσει
θα έχω πληρωμένο
θα έχουμε πληρώσει
θα έχουμε πληρωμένο
θα έχω πληρωθεί
θα είμαι πληρωμένος, -η
θα έχουμε πληρωθεί
θα είμαστε πληρωμένοι, -ες
θα έχεις πληρώσει
θα έχεις πληρωμένο
θα έχετε πληρώσει
θα έχετε πληρωμένο
θα έχεις πληρωθεί
θα είσαι πληρωμένος, -η
θα έχετε πληρωθεί
θα είστε πληρωμένοι, -ες
θα έχει πληρώσει
θα έχει πληρωμένο
θα έχουν πληρώσει
θα έχουν πληρωμένο
θα έχει πληρωθεί
θα είναι πληρωμένος, -η, -ο
θα έχουν πληρωθεί
θα είναι πληρωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να πληρώνω να πληρώνουμε, να πληρώνομε να πληρώνομαι να πληρωνόμαστε
να πληρώνεις να πληρώνετε να πληρώνεσαι να πληρώνεστε, να πληρωνόσαστε
να πληρώνει να πληρώνουν(ε) να πληρώνεται να πληρώνονται
Aorist να πληρώσω να πληρώσουμε, να πληρώσομε να πληρωθώ να πληρωθούμε
να πληρώσεις να πληρώσετε να πληρωθείς να πληρωθείτε
να πληρώσει να πληρώσουν(ε) να πληρωθεί να πληρωθούν(ε)
Perf να έχω πληρώσει
να έχω πληρωμένο
να έχουμε πληρώσει
να έχουμε πληρωμένο
να έχω πληρωθεί
να είμαι πληρωμένος, -η
να έχουμε πληρωθεί
να είμαστε πληρωμένοι, -ες
να έχεις πληρώσει
να έχεις πληρωμένο
να έχετε πληρώσει
να έχετε πληρωμένο
να έχεις πληρωθεί
να είσαι πληρωμένος, -η
να έχετε πληρωθεί
να είστε πληρωμένοι, -ες
να έχει πληρώσει
να έχει πληρωμένο
να έχουν πληρώσει
να έχουν πληρωμένο
να έχει πληρωθεί
να είναι πληρωμένος, -η, -ο
να έχουν πληρωθεί
να είναι πληρωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres πλήρωνε πληρώνετε πληρώνεστε
Aorist πλήρωσε πληρώσετε, πληρώστε πληρώσου πληρωθείτε
Part
iciple
Pres πληρώνοντας
Perf έχοντας πληρώσει, έχοντας πληρωμένο πληρωμένος, -η, -ο πληρωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist πληρώσει πληρωθεί