ΠΑΩ/ΠΗΓΑΙΝΩ
I go
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
πάω, πηγαίνω πάμε, πηγαίνουμε
πας, πηγαίνεις πάτε, πηγαίνετε
πάει, πηγαίνει πάνε, παν, πηγαίνουν(ε)
Imper
fect
πήγαινα πηγαίναμε
πήγαινες πηγαίνατε
πήγαινε πήγαιναν, πηγαίναν(ε)
Aorist πήγα πήγαμε
πήγες πήγατε
πήγε πήγαν(ε)
Per
fect
έχω πάει έχουμε πάει
έχεις πάει έχετε πάει
έχει πάει έχουν πάει
Plu
per
fect
είχα πάει είχαμε πάει
είχες πάει είχατε πάει
είχε πάει είχαν πάει
Fut
ure
Cont
inuous
θα πηγαίνω θα πηγαίνουμε, θα πηγαίνομε
θα πηγαίνεις θα πηγαίνετε
θα πηγαίνει θα πηγαίνουν(ε)
Simp
Fut
θα πάω θα πάμε
θα πας θα πάτε
θα πάει θα πάνε, θα παν
Fut
Perf
θα έχω πάει θα έχουμε πάει
θα έχεις πάει θα έχετε πάει
θα έχει πάει θα έχουν πάει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να πηγαίνω να πηγαίνουμε, να πηγαίνομε
να πηγαίνεις να πηγαίνετε
να πηγαίνει να πηγαίνουν(ε)
Aorist να πάω να πάμε
να πας να πάτε
να πάει να πάνε, να παν
Perf να έχω πάει να έχουμε πάει
να έχεις πάει να έχετε πάει
να έχει πάει να έχουν πάει
Imper
ative
Pres πήγαινε πηγαίνετε
Aorist πήγαινε πάτε, πηγαίνετε, πηγαίντε
Part
iciple
Pres πηγαίνοντας
Perf έχοντας πάει
Infin Aorist πάει