ΠΙΕΖΩ
I press
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
πιέζω πιέζουμε, πιέζομε πιέζομαι πιεζόμαστε
πιέζεις πιέζετε πιέζεσαι πιέζεστε, πιεζόσαστε
πιέζει πιέζουν(ε) πιέζεται πιέζονται
Imper
fect
πίεζα πιέζαμε πιεζόμουν(α) πιεζόμαστε, πιεζόμασταν
πίεζες πιέζατε πιεζόσουν(α) πιεζόσαστε, πιεζόσασταν
πίεζε πίεζαν, πιέζαν(ε) πιεζόταν(ε) πιέζονταν, πιεζόντανε, πιεζόντουσαν
Aorist πίεσα πιέσαμε πιέστηκα πιεστήκαμε
πίεσες πιέσατε πιέστηκες πιεστήκατε
πίεσε πίεσαν, πιέσαν(ε) πιέστηκε πιέστηκαν, πιεστήκαν(ε)
Per
fect
έχω πιέσει
έχω πιεσμένο
έχουμε πιέσει
έχουμε πιεσμένο
έχω πιεστεί
είμαι πιεσμένος, -η
έχουμε πιεστεί
είμαστε πιεσμένοι, -ες
έχεις πιέσει
έχεις πιεσμένο
έχετε πιέσει
έχετε πιεσμένο
έχεις πιεστεί
είσαι πιεσμένος, -η
έχετε πιεστεί
είστε πιεσμένοι, -ες
έχει πιέσει
έχει πιεσμένο
έχουν πιέσει
έχουν πιεσμένο
έχει πιεστεί
είναι πιεσμένος, -η, -ο
έχουν πιεστεί
είναι πιεσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα πιέσει
είχα πιεσμένο
είχαμε πιέσει
είχαμε παρουσισμένο
είχα πιεστεί
ήμουν πιεσμένος, -η
είχαμε πιεστεί
ήμαστε πιεσμένοι, -ες
είχες πιέσει
είχες πιεσμένο
είχατε πιέσει
είχατε πιεσμένο
είχες πιεστεί
ήσουν πιεσμένος, -η
είχατε πιεστεί
ήσαστε πιεσμένοι, -ες
είχε πιέσει
είχε πιεσμένο
είχαν πιέσει
είχαν πιεσμένο
είχε πιεστεί
ήταν πιεσμένος, -η, -ο
είχαν πιεστεί
ήταν πιεσμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα πιέζω θα πιέζουμε, θα πιέζομε θα πιέζομαι θα πιεζόμαστε
θα πιέζεις θα πιέζετε θα πιέζεσαι θα πιέζεστε, θα πιεζόσαστε
θα πιέζει θα πιέζουν(ε) θα πιέζεται θα πιέζονται
Simp
Fut
θα πιέσω θα πιέσουμε, θα πιέζομε θα πιεστώ θα πιεστούμε
θα πιέσεις θα πιέσετε θα πιεστείς θα πιεστείτε
θα πιέσει θα πιέσουν(ε) θα πιεστεί θα πιεστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω πιέσει
θα έχω πιεσμένο
θα έχουμε πιέσει
θα έχουμε πιεσμένο
θα έχω πιεστεί
θα είμαι πιεσμένος, -η
θα έχουμε πιεστεί
θα είμαστε πιεσμένοι, -ες
θα έχεις πιέσει
θα έχεις πιεσμένο
θα έχετε πιέσει
θα έχετε πιεσμένο
θα έχεις πιεστεί
θα είσαι πιεσμένος, -η
θα έχετε πιεστεί
θα είστε πιεσμένοι, -ες
θα έχει πιέσει
θα έχει πιεσμένο
θα έχουν πιέσει
θα έχουν πιεσμένο
θα έχει πιεστεί
θα είναι πιεσμένος, -η, -ο
θα έχουν πιεστεί
θα είναι πιεσμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να πιέζω να πιέζουμε, να πιέζομε να πιέζομαι να πιεζόμαστε
να πιέζεις να πιέζετε να πιέζεσαι να πιέζεστε, να πιεζόσαστε
να πιέζει να πιέζουν(ε) να πιέζεται να πιέζονται
Aorist να πιέσω να πιέσουμε, να πιέσομε να πιεστώ να πιεστούμε
να πιέσεις να πιέσετε να πιεστείς να πιεστείτε
να πιέσει να πιέσουν(ε) να πιεστεί να πιεστούν(ε)
Perf να έχω πιέσει
να έχω πιεσμένο
να έχουμε πιέσει
να έχουμε πιεσμένο
να έχω πιεστεί
να είμαι πιεσμένος, -η
να έχουμε πιεστεί
να είμαστε πιεσμένοι, -ες
να έχεις πιέσει
να έχεις πιεσμένο
να έχετε πιέσει
να έχετε πιεσμένο
να έχεις πιεστεί
να είσαι πιεσμένος, -η
να έχετε πιεστεί
να είστε πιεσμένοι, -ες
να έχει πιέσει
να έχει πιεσμένο
να έχουν πιέσει
να έχουν πιεσμένο
να έχει πιεστεί
να είναι πιεσμένος, -η, -ο
να έχουν πιεστεί
να είναι πιεσμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres πίεζε πιέζετε πιέζεστε
Aorist πίεσε πιέστε πιέσου πιεστείτε
Part
iciple
Pres πιέζοντας πιεζόμενος
Perf έχοντας πιέσει, έχοντας πιεσμένο πιεσμένος, -η, -ο πιεσμένοι, -ες, -α
Infin Aorist πιέσει πιεστεί