ΠΕΡΙΟΡΙΖΩ
I confine
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
περιορίζω περιορίζουμε, περιορίζομε περιορίζομαι περιοριζόμαστε
περιορίζεις περιορίζετε περιορίζεσαι περιορίζεστε, περιοριζόσαστε
περιορίζει περιορίζουν(ε) περιορίζεται περιορίζονται
Imper
fect
περιόριζα περιορίζαμε περιοριζόμουν(α) περιοριζόμαστε, περιοριζόμασταν
περιόριζες περιορίζατε περιοριζόσουν(α) περιοριζόσαστε, περιοριζόσασταν
περιόριζε περιόριζαν, περιορίζαν(ε) περιοριζόταν(ε) περιορίζονταν, περιοριζόντανε, περιοριζόντουσαν
Aorist περιόρισα περιορίσαμε περιορίστηκα περιοριστήκαμε
περιόρισες περιορίσατε περιορίστηκες περιοριστήκατε
περιόρισε περιόρισαν, περιορίσαν(ε) περιορίστηκε περιορίστηκαν, περιοριστήκαν(ε)
Per
fect
έχω περιορίσει
έχω περιορισμένο
έχουμε περιορίσει
έχουμε περιορισμένο
έχω περιοριστεί
είμαι περιορισμένος, -η
έχουμε περιοριστεί
είμαστε περιορισμένοι, -ες
έχεις περιορίσει
έχεις περιορισμένο
έχετε περιορίσει
έχετε περιορισμένο
έχεις περιοριστεί
είσαι περιορισμένος, -η
έχετε περιοριστεί
είστε περιορισμένοι, -ες
έχει περιορίσει
έχει περιορισμένο
έχουν περιορίσει
έχουν περιορισμένο
έχει περιοριστεί
είναι περιορισμένος, -η, -ο
έχουν περιοριστεί
είναι περιορισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα περιορίσει
είχα περιορισμένο
είχαμε περιορίσει
είχαμε περιορισμένο
είχα περιοριστεί
ήμουν περιορισμένος, -η
είχαμε περιοριστεί
ήμαστε περιορισμένοι, -ες
είχες περιορίσει
είχες περιορισμένο
είχατε περιορίσει
είχατε περιορισμένο
είχες περιοριστεί
ήσουν περιορισμένος, -η
είχατε περιοριστεί
ήσαστε περιορισμένοι, -ες
είχε περιορίσει
είχε περιορισμένο
είχαν περιορίσει
είχαν περιορισμένο
είχε περιοριστεί
ήταν περιορισμένος, -η, -ο
είχαν περιοριστεί
ήταν περιορισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα περιορίζω θα περιορίζουμε, θα περιορίζομε θα περιορίζομαι θα περιοριζόμαστε
θα περιορίζεις θα περιορίζετε θα περιορίζεσαι θα περιορίζεστε, θα περιοριζόσαστε
θα περιορίζει θα περιορίζουν(ε) θα περιορίζεται θα περιορίζονται
Simp
Fut
θα περιορίσω θα περιορίσουμε, θα περιορίζομε θα περιοριστώ θα περιοριστούμε
θα περιορίσεις θα περιορίσετε θα περιοριστείς θα περιοριστείτε
θα περιορίσει θα περιορίσουν(ε) θα περιοριστεί θα περιοριστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω περιορίσει
θα έχω περιορισμένο
θα έχουμε περιορίσει
θα έχουμε περιορισμένο
θα έχω περιοριστεί
θα είμαι περιορισμένος, -η
θα έχουμε περιοριστεί
θα είμαστε περιορισμένοι, -ες
θα έχεις περιορίσει
θα έχεις περιορισμένο
θα έχετε περιορίσει
θα έχετε περιορισμένο
θα έχεις περιοριστεί
θα είσαι περιορισμένος, -η
θα έχετε περιοριστεί
θα είστε περιορισμένοι, -ες
θα έχει περιορίσει
θα έχει περιορισμένο
θα έχουν περιορίσει
θα έχουν περιορισμένο
θα έχει περιοριστεί
θα είναι περιορισμένος, -η, -ο
θα έχουν περιοριστεί
θα είναι περιορισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να περιορίζω να περιορίζουμε, να περιορίζομε να περιορίζομαι να περιοριζόμαστε
να περιορίζεις να περιορίζετε να περιορίζεσαι να περιορίζεστε, να περιοριζόσαστε
να περιορίζει να περιορίζουν(ε) να περιορίζεται να περιορίζονται
Aorist να περιορίσω να περιορίσουμε, να περιορίσομε να περιοριστώ να περιοριστούμε
να περιορίσεις να περιορίσετε να περιοριστείς να περιοριστείτε
να περιορίσει να περιορίσουν(ε) να περιοριστεί να περιοριστούν(ε)
Perf να έχω περιορίσει
να έχω περιορισμένο
να έχουμε περιορίσει
να έχουμε περιορισμένο
να έχω περιοριστεί
να είμαι περιορισμένος, -η
να έχουμε περιοριστεί
να είμαστε περιορισμένοι, -ες
να έχεις περιορίσει
να έχεις περιορισμένο
να έχετε περιορίσει
να έχετε περιορισμένο
να έχεις περιοριστεί
να είσαι περιορισμένος, -η
να έχετε περιοριστεί
να είστε περιορισμένοι, -ες
να έχει περιορίσει
να έχει περιορισμένο
να έχουν περιορίσει
να έχουν περιορισμένο
να έχει περιοριστεί
να είναι περιορισμένος, -η, -ο
να έχουν περιοριστεί
να είναι περιορισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres περιόριζε περιορίζετε περιορίζεστε
Aorist περιόρισε περιορίστε περιορίσου περιοριστείτε
Part
iciple
Pres περιορίζοντας περιοριζόμενος
Perf έχοντας περιορίσει, έχοντας περιορισμένο περιορισμένος, -η, -ο περιορισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist περιορίσει περιοριστεί