ΠΑΡΕΛΑΥΝΩ
I parade
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
παρελαύνω παρελαύνουμε, παρελαύνομε
παρελαύνεις παρελαύνετε
παρελαύνει παρελαύνουν(ε)
Imper
fect
παρέλαυνα, παρήλαυνα παρελαύναμε
παρέλαυνες, παρήλαυνες παρελαύνατε
παρέλαυνε, παρήλαυνε παρελαύναν(ε), παρήλαυναν
Aorist παρέλασα, παρήλασα παρελάσαμε
παρέλασες, παρήλασες παρελάσατε
παρέλασε, παρήλασε παρέλασαν, παρελάσαν(ε), παρήλασαν
Per
fect
έχω παρελάσει έχουμε παρελάσει
έχεις παρελάσει έχετε παρελάσει
έχει παρελάσει έχουν παρελάσει
Plu
per
fect
είχα παρελάσει είχαμε παρελάσει
είχες παρελάσει είχατε παρελάσει
είχε παρελάσει είχαν παρελάσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα παρελαύνω θα παρελαύνουμε, θα παρελαύνομε
θα παρελαύνεις θα παρελαύνετε
θα παρελαύνει θα παρελαύνουν(ε)
Simp
Fut
θα παρελάσω θα παρελάσουμε, θα παρελάσομε
θα παρελάσεις θα παρελάσετε
θα παρελάσει θα παρελάσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω παρελάσει θα έχουμε παρελάσει
θα έχεις παρελάσει θα έχετε παρελάσει
θα έχει παρελάσει θα έχουν παρελάσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να παρελαύνω να παρελαύνουμε, να παρελαύνομε
να παρελαύνεις να παρελαύνετε
να παρελαύνει να παρελαύνουν(ε)
Aorist να παρελάσω να παρελάσουμε, να παρελάσομε
να παρελάσεις να παρελάσετε
να παρελάσει να παρελάσουν(ε)
Perf να έχω παρελάσει να έχουμε παρελάσει
να έχεις παρελάσει να έχετε παρελάσει
να έχει παρελάσει να έχουν παρελάσει
Imper
ative
Pres παρέλαυνε παρελαύνετε
Aorist παρέλασε παρελάστε, παρελάσετε
Part
iciple
Pres παρελαύνοντας
Perf έχοντας παρελάσει
Infin Aorist παρελάσει