ΠΑΡΑΛΕΙΠΩ
I omit
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
παραλείπω παραλείπουμε, παραλείπομε παραλείπομαι παραλειπόμαστε
παραλείπεις παραλείπετε παραλείπεσαι παραλείπεστε, παραλειπόσαστε
παραλείπει παραλείπουν(ε) παραλείπεται παραλείπονται
Imper
fect
παρέλειπα παραλείπαμε παραλειπόμουν(α) παραλειπόμαστε, παραλειπόμασταν
παρέλειπες παραλείπατε παραλειπόσουν(α) παραλειπόσαστε, παραλειπόσασταν
παρέλειπε παρέλειπαν, παραλείπαν(ε) παραλειπόταν(ε) παραλείπονταν, παραλειπόντανε, παραλειπόντουσαν
Aorist παρέλειψα παραλείψαμε παραλείφθηκα, παραλείφτηκα παραλειφθήκαμε, παραλειφτήκαμε
παρέλειψες παραλείψατε παραλείφθηκες, παραλείφτηκες παραλειφθήκατε, παραλειφτήκατε
παρέλειψε παρέλειψαν, παραλείψαν(ε) παραλείφθηκε, παραλείφτηκε παραλείφθηκαν, παραλειφθήκαν(ε), παραλείφτηκαν, παραλειφτήκαν(ε)
Per
fect
έχω παραλείψει έχουμε παραλείψει έχω παραλειφθεί/παραλειφτεί έχουμε παραλειφθεί/παραλειφτεί
έχεις παραλείψει έχετε παραλείψει έχεις παραλειφθεί/παραλειφτεί έχετε παραλειφθεί/παραλειφτεί
έχει παραλείψει έχουν παραλείψει έχει παραλειφθεί/παραλειφτεί έχουν παραλειφθεί/παραλειφτεί
Plu
per
fect
είχα παραλείψει είχαμε παραλείψει είχα παραλειφθεί/παραλειφτεί είχαμε παραλειφθεί/παραλειφτεί
είχες παραλείψει είχατε παραλείψει είχες παραλειφθεί/παραλειφτεί είχατε παραλειφθεί/παραλειφτεί
είχε παραλείψει είχαν παραλείψει είχε παραλειφθεί/παραλειφτεί είχαν παραλειφθεί/παραλειφτεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα παραλείπω θα παραλείπουμε, θα παραλείπομε θα παραλείπομαι θα παραλειπόμαστε
θα παραλείπεις θα παραλείπετε θα παραλείπεσαι θα παραλείπεστε, θα παραλειπόσαστε
θα παραλείπει θα παραλείπουν(ε) θα παραλείπεται θα παραλείπονται
Simp
Fut
θα παραλείψω θα παραλείψουμε, θα παραλείψομε θα παραλειφθώ, θα παραλειφτώ θα παραλειφθούμε, θα παραλειφτούμε
θα παραλείψεις θα παραλείψετε θα παραλειφθείς, θα παραλειφτείς θα παραλειφθείτε, θα παραλειφτείτε
θα παραλείψει θα παραλείψουν(ε) θα παραλειφθεί, θα παραλειφτεί θα παραλειφθούν(ε), θα παραλειφτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω παραλείψει θα έχουμε παραλείψει θα έχω παραλειφθεί/παραλειφτεί θα έχουμε παραλειφθεί/παραλειφτεί
θα έχεις παραλείψει θα έχετε παραλείψει θα έχεις παραλειφθεί/παραλειφτεί θα έχετε παραλειφθεί/παραλειφτεί
θα έχει παραλείψει θα έχουν παραλείψει θα έχει παραλειφθεί/παραλειφτεί θα έχουν παραλειφθεί/παραλειφτεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να παραλείπω να παραλείπουμε, να παραλείπομε να παραλείπομαι να παραλειπόμαστε
να παραλείπεις να παραλείπετε να παραλείπεσαι να παραλείπεστε, να παραλειπόσαστε
να παραλείπει να παραλείπουν(ε) να παραλείπεται να παραλείπονται
Aorist να παραλείψω να παραλείψουμε, να παραλείψομε να παραλειφθώ, να παραλειφτώ να παραλειφθούμε, να παραλειφτούμε
να παραλείψεις να παραλείψετε να παραλειφθείς, να παραλειφτείς να παραλειφθείτε, να παραλειφτείτε
να παραλείψει να παραλείψουν(ε) να παραλειφθεί, να παραλειφτεί να παραλειφθούν(ε), να παραλειφτούν(ε)
Perf να έχω παραλείψει να έχουμε παραλείψει να έχω παραλειφθεί/παραλειφτεί να έχουμε παραλειφθεί/παραλειφτεί
να έχεις παραλείψει να έχετε παραλείψει να έχεις παραλειφθεί/παραλειφτεί να έχετε παραλειφθεί/παραλειφτεί
να έχει παραλείψει να έχουν παραλείψει να έχει παραλειφθεί/παραλειφτεί να έχουν παραλειφθεί/παραλειφτεί
Imper
ative
Pres παράλειπε παραλείπετε παραλείπεστε
Aorist παράλειψε παραλείψτε, παραλείψετε παραλείψου παραλειφθείτε, παραλειφτείτε
Part
iciple
Pres παραλείποντας παραλειπόμενος
Perf έχοντας παραλείψει
Infin Aorist παραλείψει παραλειφθεί, παραλειφτεί