[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΠΑΝΤΡΕΥΩ
I marry
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
παντρεύω παντρεύουμε, παντρεύομε παντρεύομαι παντρευόμαστε
παντρεύεις παντρεύετε παντρεύεσαι παντρεύεστε, παντρευόσαστε
παντρεύει παντρεύουν(ε) παντρεύεται παντρεύονται
Imper
fect
πάντρευα παντρεύαμε παντρευόμουν(α) παντρευόμαστε, παντρευόμασταν
πάντρευες παντρεύατε παντρευόσουν(α) παντρευόσαστε, παντρευόσασταν
πάντρευε πάντρευαν, παντρεύαν(ε) παντρευόταν(ε) παντρεύονταν, παντρευόντανε, παντρευόντουσαν
Aorist πάντρεψα παντρέψαμε παντρεύτηκα παντρευτήκαμε
πάντρεψες παντρέψατε παντρεύτηκες παντρευτήκατε
πάντρεψε πάντρεψαν, παντρέψαν(ε) παντρεύτηκε παντρεύτηκαν, παντρευτήκαν(ε)
Per
fect
έχω παντρέψει
έχω παντρεμένο
έχουμε παντρέψει
έχουμε παντρεμένο
έχω παντρευτεί
είμαι παντρεμένος, -η
έχουμε παντρευτεί
είμαστε παντρεμένοι, -ες
έχεις παντρέψει
έχεις παντρεμένο
έχετε παντρέψει
έχετε παντρεμένο
έχεις παντρευτεί
είσαι παντρεμένος, -η
έχετε παντρευτεί
είστε παντρεμένοι, -ες
έχει παντρέψει
έχει παντρεμένο
έχουν παντρέψει
έχουν παντρεμένο
έχει παντρευτεί
είναι παντρεμένος, -η, -ο
έχουν παντρευτεί
είναι παντρεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα παντρέψει
είχα παντρεμένο
είχαμε παντρέψει
είχαμε παντρεμένο
είχα παντρευτεί
ήμουν παντρεμένος, -η
είχαμε παντρευτεί
ήμαστε παντρεμένοι, -ες
είχες παντρέψει
είχες παντρεμένο
είχατε παντρέψει
είχατε παντρεμένο
είχες παντρευτεί
ήσουν παντρεμένος, -η
είχατε παντρευτεί
ήσαστε παντρεμένοι, -ες
είχε παντρέψει
είχε παντρεμένο
είχαν παντρέψει
είχαν παντρεμένο
είχε παντρευτεί
ήταν παντρεμένος, -η, -ο
είχαν παντρευτεί
ήταν παντρεμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα παντρεύω θα παντρεύουμε, θα παντρεύομε θα παντρεύομαι θα παντρευόμαστε
θα παντρεύεις θα παντρεύετε θα παντρεύεσαι θα παντρεύεστε, θα παντρευόσαστε
θα παντρεύει θα παντρεύουν(ε) θα παντρεύεται θα παντρεύονται
Simp
Fut
θα παντρέψω θα παντρέψουμε, θα παντρέψομε θα παντρευτώ θα παντρευτούμε
θα παντρέψεις θα παντρέψετε θα παντρευτείς θα παντρευτείτε
θα παντρέψει θα παντρέψουν(ε) θα παντρευτεί θα παντρευτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω παντρέψει
θα έχω παντρεμένο
θα έχουμε παντρέψει
θα έχουμε παντρεμένο
θα έχω παντρευτεί
θα είμαι παντρεμένος, -η
θα έχουμε παντρευτεί
θα είμαστε παντρεμένοι, -ες
θα έχεις παντρέψει
θα έχεις παντρεμένο
θα έχετε παντρέψει
θα έχετε παντρεμένο
θα έχεις παντρευτεί
θα είσαι παντρεμένος, -η
θα έχετε παντρευτεί
θα είστε παντρεμένοι, -ες
θα έχει παντρέψει
θα έχει παντρεμένο
θα έχουν παντρέψει
θα έχουν παντρεμένο
θα έχει παντρευτεί
θα είναι παντρεμένος, -η, -ο
θα έχουν παντρευτεί
θα είναι παντρεμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να παντρεύω να παντρεύουμε, να παντρεύομε να παντρεύομαι να παντρευόμαστε
να παντρεύεις να παντρεύετε να παντρεύεσαι να παντρεύεστε, να παντρευόσαστε
να παντρεύει να παντρεύουν(ε) να παντρεύεται να παντρεύονται
Aorist να παντρέψω να παντρέψουμε, να παντρέψομε να παντρευτώ να παντρευτούμε
να παντρέψεις να παντρέψετε να παντρευτείς να παντρευτείτε
να παντρέψει να παντρέψουν(ε) να παντρευτεί να παντρευτούν(ε)
Perf να έχω παντρέψει
να έχω παντρεμένο
να έχουμε παντρέψει
να έχουμε παντρεμένο
να έχω παντρευτεί
να είμαι παντρεμένος, -η
να έχουμε παντρευτεί
να είμαστε παντρεμένοι, -ες
να έχεις παντρέψει
να έχεις παντρεμένο
να έχετε παντρέψει
να έχετε παντρεμένο
να έχεις παντρευτεί
να είσαι παντρεμένος, -η
να έχετε παντρευτεί
να είστε παντρεμένοι, -ες
να έχει παντρέψει
να έχει παντρεμένο
να έχουν παντρέψει
να έχουν παντρεμένο
να έχει παντρευτεί
να είναι παντρεμένος, -η, -ο
να έχουν παντρευτεί
να είναι παντρεμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres πάντρευε παντρεύετε παντρεύεστε
Aorist πάντρεψε παντρέψτε, παντρεύτε παντρέψου παντρευτείτε
Part
iciple
Pres παντρεύοντας
Perf έχοντας παντρέψει, έχοντας παντρεμένο παντρεμένος, -η, -ο παντρεμένοι, -ες, -α
Infin Aorist παντρέψει παντρευτεί