ΝΑΥΑΓΩ
I become shipwrecked
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ναυαγώ ναυαγούμε
ναυαγείς ναυαγείτε
ναυαγεί ναυαγούν(ε)
Imper
fect
ναυαγούσα ναυαγούσαμε
ναυαγούσες ναυαγούσατε
ναυαγούσε ναυαγούσαν(ε)
Aorist ναυάγησα ναυαγήσαμε
ναυάγησες ναυαγήσατε
ναυάγησε ναυάγησαν, ναυαγήσαν(ε)
Perf
ect
έχω ναυαγήσει έχουμε ναυαγήσει
έχεις ναυαγήσει έχετε ναυαγήσει
έχει ναυαγήσει έχουν ναυαγήσει
Plu
perf
ect
είχα ναυαγήσει είχαμε ναυαγήσει
είχες ναυαγήσει είχατε ναυαγήσει
είχε ναυαγήσει είχαν ναυαγήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα ναυαγώ θα ναυαγούμε
θα ναυαγείς θα ναυαγείτε
θα ναυαγεί θα ναυαγούν(ε)
Simp
Fut
θα ναυαγήσω θα ναυαγήσουμε
θα ναυαγήσεις θα ναυαγήσετε
θα ναυαγήσει θα ναυαγήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ναυαγήσει θα έχουμε ναυαγήσει
θα έχεις ναυαγήσει θα έχετε ναυαγήσει
θα έχει ναυαγήσει θα έχουν ναυαγήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ναυαγώ να ναυαγούμε
να ναυαγείς να ναυαγείτε
να ναυαγεί να ναυαγούν(ε)
Aorist να ναυαγήσω να ναυαγήσουμε, να ναυαγήσομε
να ναυαγήσεις να ναυαγήσετε
να ναυαγήσει να ναυαγήσουν(ε)
Perf να έχω ναυαγήσει να έχουμε ναυαγήσει
να έχεις ναυαγήσει να έχετε ναυαγήσει
να έχει ναυαγήσει να έχουν ναυαγήσει
Imper
ative
Pres ναυαγείτε
Aorist ναυάγησε ναυαγήστε, ναυαγήσετε
Part
iciple
Pres ναυαγώντας
Perf ναυαγισμένος, -η, -ο ναυαγισμένοι, -ες, -α
έχοντας ναυαγήσει
Infin Aorist ναυαγήσει