ΜΥΡΙΖΩ
I smell
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
μυρίζω μυρίζουμε, μυρίζομε μυρίζομαι μυριζόμαστε
μυρίζεις μυρίζετε μυρίζεσαι μυρίζεστε, μυριζόσαστε
μυρίζει μυρίζουν(ε) μυρίζεται μυρίζονται
Imper
fect
μύριζα μυρίζαμε μυριζόμουν(α) μυριζόμαστε, μυριζόμασταν
μύριζες μυρίζατε μυριζόσουν(α) μυριζόσαστε, μυριζόσασταν
μύριζε μύριζαν, μυρίζαν(ε) μυριζόταν(ε) μυρίζονταν, μυριζόντανε, μυριζόντουσαν
Aorist μύρισα μυρίσαμε μυρίστηκα μυριστήκαμε
μύρισες μυρίσατε μυρίστηκες μυριστήκατε
μύρισε μύρισαν, μυρίσαν(ε) μυρίστηκε μυρίστηκαν, μυριστήκαν(ε)
Per
fect
έχω μυρίσει
έχω μυρισμένο
έχουμε μυρίσει
έχουμε μυρισμένο
έχω μυριστεί
είμαι μυρισμένος, -η
έχουμε μυριστεί
είμαστε μυρισμένοι, -ες
έχεις μυρίσει
έχεις μυρισμένο
έχετε μυρίσει
έχετε μυρισμένο
έχεις μυριστεί
είσαι μυρισμένος, -η
έχετε μυριστεί
είστε μυρισμένοι, -ες
έχει μυρίσει
έχει μυρισμένο
έχουν μυρίσει
έχουν μυρισμένο
έχει μυριστεί
είναι μυρισμένος, -η, -ο
έχουν μυριστεί
είναι μυρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα μυρίσει
είχα μυρισμένο
είχαμε μυρίσει
είχαμε μυρισμένο
είχα μυριστεί
ήμουν μυρισμένος, -η
είχαμε μυριστεί
ήμαστε μυρισμένοι, -ες
είχες μυρίσει
είχες μυρισμένο
είχατε μυρίσει
είχατε μυρισμένο
είχες μυριστεί
ήσουν μυρισμένος, -η
είχατε μυριστεί
ήσαστε μυρισμένοι, -ες
είχε μυρίσει
είχε μυρισμένο
είχαν μυρίσει
είχαν μυρισμένο
είχε μυριστεί
ήταν μυρισμένος, -η, -ο
είχαν μυριστεί
ήταν μυρισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα μυρίζω θα μυρίζουμε, θα μυρίζομε θα μυρίζομαι θα μυριζόμαστε
θα μυρίζεις θα μυρίζετε θα μυρίζεσαι θα μυρίζεστε, θα μυριζόσαστε
θα μυρίζει θα μυρίζουν(ε) θα μυρίζεται θα μυρίζονται
Simp
Fut
θα μυρίσω θα μυρίσουμε, θα μυρίζομε θα μυριστώ θα μυριστούμε
θα μυρίσεις θα μυρίσετε θα μυριστείς θα μυριστείτε
θα μυρίσει θα μυρίσουν(ε) θα μυριστεί θα μυριστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω μυρίσει
θα έχω μυρισμένο
θα έχουμε μυρίσει
θα έχουμε μυρισμένο
θα έχω μυριστεί
θα είμαι μυρισμένος, -η
θα έχουμε μυριστεί
θα είμαστε μυρισμένοι, -ες
θα έχεις μυρίσει
θα έχεις μυρισμένο
θα έχετε μυρίσει
θα έχετε μυρισμένο
θα έχεις μυριστεί
θα είσαι μυρισμένος, -η
θα έχετε μυριστεί
θα είστε μυρισμένοι, -ες
θα έχει μυρίσει
θα έχει μυρισμένο
θα έχουν μυρίσει
θα έχουν μυρισμένο
θα έχει μυριστεί
θα είναι μυρισμένος, -η, -ο
θα έχουν μυριστεί
θα είναι μυρισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να μυρίζω να μυρίζουμε, να μυρίζομε να μυρίζομαι να μυριζόμαστε
να μυρίζεις να μυρίζετε να μυρίζεσαι να μυρίζεστε, να μυριζόσαστε
να μυρίζει να μυρίζουν(ε) να μυρίζεται να μυρίζονται
Aorist να μυρίσω να μυρίσουμε, να μυρίσομε να μυριστώ να μυριστούμε
να μυρίσεις να μυρίσετε να μυριστείς να μυριστείτε
να μυρίσει να μυρίσουν(ε) να μυριστεί να μυριστούν(ε)
Perf να έχω μυρίσει
να έχω μυρισμένο
να έχουμε μυρίσει
να έχουμε μυρισμένο
να έχω μυριστεί
να είμαι μυρισμένος, -η
να έχουμε μυριστεί
να είμαστε μυρισμένοι, -ες
να έχεις μυρίσει
να έχεις μυρισμένο
να έχετε μυρίσει
να έχετε μυρισμένο
να έχεις μυριστεί
να είσαι μυρισμένος, -η
να έχετε μυριστεί
να είστε μυρισμένοι, -ες
να έχει μυρίσει
να έχει μυρισμένο
να έχουν μυρίσει
να έχουν μυρισμένο
να έχει μυριστεί
να είναι μυρισμένος, -η, -ο
να έχουν μυριστεί
να είναι μυρισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres μύριζε μυρίζετε μυρίζεστε
Aorist μύρισε μυρίστε μυρίσου μυριστείτε
Part
iciple
Pres μυρίζοντας μυριζόμενος
Perf έχοντας μυρίσει, έχοντας μυρισμένο μυρισμένος, -η, -ο μυρισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist μυρίσει μυριστεί