ΛΙΠΟΘΥΜΑΩ
I faint
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
λιποθυμάω, λιποθυμώ λιποθυμάμε, λιποθυμούμε
λιποθυμάς λιποθυμάτε
λιποθυμάει, λιποθυμά λιποθυμάν(ε), λιποθυμούν(ε)
Imper
fect
λιποθυμούσα, λιποθύμαγα λιποθυμούσαμε, λιποθυμάγαμε
λιποθυμούσες, λιποθύμαγες λιποθυμούσατε, λιποθυμάγατε
λιποθυμούσε, λιποθύμαγε λιποθυμούσαν(ε), λιποθύμαγαν, λιποθυμάγανε
Aorist λιποθύμησα λιποθυμήσαμε
λιποθύμησες λιποθυμήσατε
λιποθύμησε λιποθύμησαν, λιποθυμήσαν(ε)
Perf
ect
έχω λιποθυμήσει έχουμε λιποθυμήσει
έχεις λιποθυμήσει έχετε λιποθυμήσει
έχει λιποθυμήσει έχουν λιποθυμήσει
Plu
perf
ect
είχα λιποθυμήσει είχαμε λιποθυμήσει
είχες λιποθυμήσει είχατε λιποθυμήσει
είχε λιποθυμήσει είχαν λιποθυμήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα λιποθυμάω, θα λιποθυμώ θα λιποθυμάμε, θα λιποθυμούμε
θα λιποθυμάς θα λιποθυμάτε
θα λιποθυμάει, θα λιποθυμά θα λιποθυμάν(ε), θα λιποθυμούν(ε)
Simp
Fut
θα λιποθυμήσω θα λιποθυμήσουμε, θα λιποθυμήσομε
θα λιποθυμήσεις θα λιποθυμήσετε
θα λιποθυμήσει θα λιποθυμήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω λιποθυμήσει θα έχουμε λιποθυμήσει
θα έχεις λιποθυμήσει θα έχετε λιποθυμήσει
θα έχει λιποθυμήσει θα έχουν λιποθυμήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να λιποθυμάω, να λιποθυμώ να λιποθυμάμε, να λιποθυμούμε
να λιποθυμάς να λιποθυμάτε
να λιποθυμάει, να λιποθυμά να λιποθυμάν(ε), να λιποθυμούν(ε)
Aorist να λιποθυμήσω να λιποθυμήσουμε, να λιποθυμήσομε
να λιποθυμήσεις να λιποθυμήσετε
να λιποθυμήσει να λιποθυμήσουν(ε)
Perf να έχω λιποθυμήσει να έχουμε λιποθυμήσει
να έχεις λιποθυμήσει να έχετε λιποθυμήσει
να έχει λιποθυμήσει να έχουν λιποθυμήσει
Imper
ative
Pres λιποθύμα, λιποθύμαγε λιποθυμάτε
Aorist λιποθύμησε, λιποθύμα λιποθυμήστε
Part
iciple
Pres λιποθυμώντας
Perf λιποθυμισμένος, -η, -ο λιποθυμισμένοι, -ες, -α
έχοντας λιποθυμήσει
Infin Aorist λιποθυμήσει